Τσιμάρας Τζανάτος: «Θα γράψω το όνομά μου στο νερό. / Δεν καταδέχομαι να χαραχτώ σε βράχο. / Να μη μείνω πουθενά / Συνεπής στον τρόπο που έζησα» | Facebook
Επικαιρότητα

Ο Τσιμάρας Τζανάτος μας διηγήθηκε τον θάνατό του

Οταν πεθαίνουν οι ποιητές, οι συναρμοσμένες (μαγικά) λέξεις τους έχουν το προνόμιο να εξακολουθούν να ζουν και να αναπνέουν ανάμεσα μας. Εναν τέτοιο, «άγνωστο» στους πολλούς, σημαντικό για όσους τον «διάβασαν», ποιητή, θεατρικό συγγραφέα, ηθοποιό, σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό και στιχουργό, επιτρέψτε μου να σάς συστήσω, τώρα που έφυγε
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Όταν πεθάνω, θα γίνω περιπολικό. / Να φωτίζω το σκοτάδι που θα αφήσω πίσω μου. / Να φοβίζω το σκοτάδι που θα πάω να συναντήσω».

Αυτό σαν αρχή, με την υπογραφή «Αγνώστου». Από την συλλογή σπαραγμάτων, που ανέβαζε ο ποιητής Τζιμάρας Τζανάτος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον εαυτό του, με τους Άλλους, με το επέκεινα.

Ένα σπάραγμα που απανθίστηκε, μαζί με άλλα, πολύτιμά του, το Σεπτέμβριο του 2021, στη συλλογή «Αγνώστου, Η βία του βίου» (Ποιήματα 2010-2021, Κάπα Εκδοτική).

Ξέρετε, όταν πεθαίνουν οι ποιητές, οι συναρμοσμένες (μαγικά) λέξεις τους έχουν το προνόμιο να εξακολουθούν να ζουν και να αναπνέουν ανάμεσα μας.

Έναν τέτοιο, «άγνωστο» στους πολλούς, σημαντικό για όσους τον «διάβασαν», ποιητή, θεατρικό συγγραφέα, ηθοποιό, σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό και στιχουργό, επιτρέψτε μου να σάς γνωρίσω ή να σάς συστήσω, τώρα που έφυγε. Με τρόπο που θα έλεγε κάποιος ότι θα άρμοζε στον ιδιότυπο σουρεαλιστικό… ρεαλισμό του. Με τον επίσης ιδιότυπο αισιόδοξο… πεσιμισμό του.

Ο Τσιμάρας Τζανάτος, ο «Τσι» για τους φίλους (όπως και η μεταφυσική ζωική ενέργεια), αυτός ο «άγνωστος» ποιητής – όπως υπέγραφε τελευταία – έφυγε μέσα στη σιωπή. Τους τελευταίους μήνες ο καρκίνος στο στόμα τού στέρησε τη λαλιά. Όχι όμως και την καρδιά. Και την πρόθεση να μας αφήσει (έγγραφες) λέξεις – χειρολαβές, για την ζωή μας και για τις μύχιες σκέψεις μας. Κάπου να κρατιόμαστε, βρε αδελφέ…

Στις 6 Ιουνίου 2022 ήταν σαν να τα είχε όλα προβλέψει, στο ποιητικό του αφήγημα (και στο Facebook) «Εγώ ο σκύλος». Σαν τον σκύλο, στο πίσω κάθισμα του περιπολικού, στην αρχή.

«Θα σας διηγηθώ το θάνατό μου», έγραφε. «Εγώ που γεννήθηκα σκύλος – πέθανα. Σαν σκύλος πέθανα. Πέθανα 18 χρονών. Με θεωρούσαν νεκρό ήδη. Κι ας ζούσα.

» Το τσιπάκι μου είχε σβηστεί από τους καταλόγους. Μέχρι 17 χρονών κρατάνε στα αρχεία το τσιπάκι μας. Μετά σβήνεται, ως αδύνατον να ζήσει σκύλος περισσότερα χρόνια.

» Αλλά εγώ έζησα – αν και σκύλος – σαν άνθρωπος να ήμουν. Δεν το υπολόγισαν το παράδοξο του βίου μου. Αλλά είχα θάνατο ανθρώπου. Αν και ο θάνατος, είναι ίδιος. Είτε σκύλος είσαι, είτε άνθρωπος. Πιο ίδιο πράγμα από τον θάνατο δεν υπάρχει».

» Δεν τον είδα το θάνατό μου. Δεν τον βλέπει ποτέ κανείς τον θάνατο του. Κι αν τον διηγούμαι, είναι γιατί άλλος μιλάει για μένα.

» Η μόνη μετενσάρκωση της ζωής είναι οι λέξεις. Άλλο τίποτα δεν υπάρχει που να συνεχίζει τη ζωή. Ούτε καν η ίδια η ζωή».

Όλα όπως σε εκείνη την έντονα χρωματισμένη σκηνή του, στον κινηματογραφικό, λυρικό «Αόρατο» (με το Γιάννη Στάνκογλου) του Δημήτρη Αθανίτη. Ή σαν τις σκηνές του στην κινηματογραφική, υπερ-ιπτάμενη «Βούτα» του Δημήτρη Ζάχου.

Στην παράσταση «Φαίδρας Έρως» σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου (Εβίτα Σκουρλέτη)

Κι όμως. Με τα λόγια του, τα είχε γραμμένα όλα. Με αυτές τις συναρμοσμένες λέξεις του. Όπως στο τιμημένο με το «Βραβείο Κάρολος Κουν 2018, Δραματουργίας Ελληνικού Έργου», εμβληματικό, αφηγηματικό και πάντα επίκαιρο, «Δεσποινίς Δυστυχία» (Εκδόσεις Σοκόλη, 2015 και στα αγγλικά, ως «Miss Misery», σε μετάφραση Ελένης Σακελλαρίδου, 2017). Ακόμη και μιλώντας μέσα από τρίτα πρόσωπα, στο αγαπημένο μου εδάφιο που ακολουθεί:

«’Σίγουρα καταγόμαστε από θάλασσα’, μου έλεγε πάντα η γιαγιά μου, ‘δεν εξηγείται αλλιώς, που είναι τόσο αλμυρά τα δάκρυα’, διευκρίνιζε για του λόγου της το αληθές.

» Ισχυριζόταν πως τις μαρίδες που μου τηγάνιζε, τις ψάρευε από τα μάτια των λυπημένων. ‘Όταν μεγαλώσεις’, μου είπε μία μέρα, ‘θα’ ρχομαι να ψαρεύω από τα μάτια σου κουτσομούρες μνήμες και χταποδάκια φιλιά!’.

» Έβαλα τα κλάματα τρομαγμένος και αντί να μου τα σκουπίσει, εκείνη μού έβαλε ένα γυάλινο ποτήρι στα μάτια. Όταν το τράβηξε είδα δυο ασημόψαρα να σαλεύουν ολοζώντανα. ‘Είναι οι αθερίνες φόβοι σου’, μου εξήγησε κρατώντας τα από τις ουρίτσες τους μπροστά στα πελώρια από τρόμο μάτια μου. ‘Μην τα λυπάσαι’, είπε και έχωσε τα σπαρταριστά μικρόψαρα στο στόμα της. ‘Άμα τ’ αφήσεις, γίνονται σκυλόψαρα και σε τρώνε’. Με φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε, σέρνοντας το ξύλινο πόδι της. Δεν την είχα ρωτήσει ποτέ πώς το έχασε…».

«Χωρίς να μεταφέρεται ακριβώς στο μέλλον», έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο «The Book’s Journal», «το κλίμα της δράσης αποκτά ευθύς εξαρχής μιαν εφιαλτική διάσταση: σαν να έχουμε ήδη περάσει και εγκατασταθεί σε μια μελλοντική εποχή, όπου τα πάντα κινδυνεύουν από στιγμή σε στιγμή να υποχωρήσουν και να χαθούν δια βίου.

» Οι άνθρωποι θα στερηθούν αίφνης τη βαρύτητά τους, όντας υποχρεωμένοι να μένουν αδιάκοπα δεμένοι κάπου, για να μην εκτιναχθούν σε ανεξέλεγκτα ύψη, ενώ εκείνο που πρωτίστως τους τρομάζει είναι μήπως συμβεί κάτι και εξαερωθούν».

Αργότερα ο Τσι, στη συλλογή «Αγνώστου, Η βία του βίου» (2021) θα έβλεπε το πάνω κάτω του βίου μας, πίσω από τον τρόμο της εξαέρωσης: «Είμαι πολυώροφος. / Αν και χωρίς σκάλες. / Χωρίς ασανσέρ. / Με ανεβοκατεβαίνω με ευκολία. / Οι άλλοι δυσκολεύονται / Γι’ αυτό θα δείτε πολυκοσμία στην είσοδό μου. / Και κανέναν μέσα μου».

Ίσως, διότι τον ποιητή «τίποτε δεν μπορεί να τον βάλει στον δρόμο της σωτηρίας σε έναν οριστικά χαμένο και διαλυμένο κόσμο», όπως το έθεσε στην κριτική του ο Χατζηβασιλείου.

Η ποιητική του συλλογή «Αγνώστου, Η βία του βίου»

Το Μάιο του 2022, ο πολυγραφότατος Τσιμάρας Τζανάτος έστειλε στον σκηνοθέτη Νίκο Διαμαντή ένα, τελευταίο όπως έμελλε να αποδειχθεί, θεατρικό του κείμενο. «Το παιδί που το φώναζαν Μουράτ» (Μουράτ: θέλημα / σκοπός). Με φόντο ένα ορφανοτροφείο.

Κείμενο, που θα παρασταθεί από το Θέατρο Σημείο (και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» του υπουργείου Πολιτισμού), στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 2022, στο ιστορικό Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης, άλλοτε ορφανοτροφείο αρρένων.

«Με ρώτησαν πρώτα πώς με λένε. Αλλά εγώ δεν απάντησα. Μην πω κάτι που δεν έπρεπε. Κι ένα παιδί πετάχτηκε και είπε τον λένε Κεμάλ… Για μένα το ‘πε. Κι είπα εγώ: Εμένα Έρμο με λέν». «Δε γεννήθηκα για να με αγαπούν, το ξέρω αυτό. Ήξερα πως δε μπορούσαν να με αγαπήσουν». Είναι κάποια από τα λόγια που θα ακουστούν στην εν λόγω παράσταση, από την Δανάη Παπουτσή. Έρμος…

Το κείμενο του Τσι – μαζί με αντίστοιχα των Άκη Δήμου, Ισίδωρου Ζουργού, Μιχάλη Μακρόπουλου, Γλυκερίας Μπασδέκη, Σοφίας Νικολαΐδου, Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Στέλιου Χατζηαδαμίδη, Χρήστου Χρυσόπουλου, Γιάννη Χρυσούλη – θα ακουστεί στην παράσταση υπό τον γενικό τίτλο «Ισλαχανέ», σε σκηνοθεσία – δραματουργία Νίκου Διαμαντή.

Με τη συμμετοχή και των ηθοποιών Ανδρέα Κολίσογλου, Λητώς Μεσσήνη, Πέρη Μιχαηλίδη, Κωνσταντίνου Μίχου, Δανάης Μπερή, Μάνιας Παπαδημητρίου, Όμηρου Πουλάκη, Βαγγέλη Ρόκκου, Έλενας Τοπαλίδου, αλλά και φιλοσόφων, αρχιτεκτόνων, χτιστών, σιδηρουργών, ιστορικών, κοινωνιολόγων, ανθρώπων της περιοχής, μαθητών και αρμένιων μουσικών. Σε ένα «περιβάλλον» που τόσο θα ταίριαζε στον Τσι.

«Είναι δύσκολο να μεγαλώνω μόνος μου ένα παιδί. Εμένα…», κρατάω από τη συχνή – ποιητική, σε εποχή αντιποιητική – δραστηριότητά του στο Twitter.

Κάτω από την εκεί προμετωπίδα του «Παρακαλούνται τα ‘εγώ-νάρκισοι’, να πηγαίνουν δεξιά – να πορεύονται και τα ‘εγώ-μολόχες’». Εκεί, όπου διαπίστωνε, κοντά στο τέλος, στις 21 Ιουνίου 2022: «Ο πόνος δεν είναι σύμπτωμα αλλά νόσος».

Στην Αθήνα και η αρχή και το τέλος του Τσι. Και τα εισόδια και τα εξόδια. Θέλετε κάτι βιογραφικό; «Σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, Θέατρο και Ιστορία της Τέχνης. Δούλεψε αρχικά σαν ηθοποιός στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο. Από τα μέσα του ΄90 αποσύρθηκε για να επιστρέψει το 2013 επί σκηνής, στηρίζοντας το σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο».

Να κρατήσω εδώ τη συνεργασία του με την Ρούλα Πατεράκη, στην «Επίκληση της Γοητείας» του Γιάννη Μαυριτσάκη. «Επειδή πιστεύω ότι πάντα στο τέλος κερδίζει το καλό»…

Α, και το «Κ.» του, σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, με 20 ηθοποιούς, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και στο πλαίσιο της διημερίδας «Θέατρο και Φυλακή».

Γι’ αυτό το μεσοδιάστημα «απουσίας» έγραφε αργότερα (και πόσο μέσα έπεσε…): «Δεν μπορούσα παρά να δηλώσω παρών αγάπης, σαν μια δική μου μικρή αντίσταση σε περιβάλλοντα έριδας και ανθρωποφαγικού ανταγωνισμού που μας τριγυρίζουν ασφυκτικά».

Το τραγούδι. Αχ, το τραγούδι του Τσι. «Όταν τραγουδούσα, γινόμουν δύο άνθρωποι, σαν να ξεπηδούσε ένας άλλος από μέσα μου, και μου έκανε παρέα στη μοναξιά μου, αυτός ο άλλος».

Ε, ναι. Το 2017, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, παραστάθηκε το έργο του «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές». Μια μουσική βιογραφία, μέσα από την προσωπική του έμπνευση, που έγραψε και τραγούδησε ο ίδιος, για τον αποδιωγμένο ρεμπέτη:

«Εγώ, ο κάτωθι υπογεγραμμένος Κώστας Μασσέλος, ο επονομαζόμενος και Νούρος, γεννηθείς στη Σμύρνη το 1892, και αποθανών σε ηλικία ογδόντα ετών στην Νίκαια του Πειραιά εν έτει 1972, αφήνω πίσω μου μόνο την ανάσα μου, όπως αποτυπώθηκε στα τραγούδια που είπα…

Ως Κώστας Νούρος στο έργο του «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές»

» Ονομάζουμε το κομμάτι της γης που καθείς από εμάς μεγάλωσε Χώρα: επειδή δεν είχαμε χώρο. Και όλος μας ο βίος μια διαρκής ικεσία: Χώρα. Χώρα. Χώρα. Μας», αποτύπωνε την πυκνή σκέψη του, με το λόγο του ήρωά του, Νούρου, στο έργο, που παρουσιάστηκε και σε ταβέρνες του Πειραιά (σε συνεργασία με την Ανθή Γουρουντή/Libro Coro και τη Χρύσα Καψούλη). Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017 και του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (επί διεύθυνσης Νίκου Διαμαντή), «Άνοιγμα στην πόλη».

Εκεί αποτυπώθηκε και το «Πιστεύω», το «σύμβολο της Πίστεως» του Τσι, σαν προσευχή: «Πιστεύω εις κάτι μικρόν, στου ανθρώπου το ανάστημα / Στο ασήμαντο της ζωής, το ορατόν τε και το αόρατον / Εις φως μέλλοντος, εκτυφλωτικόν, / Τα μεγέθη του κόσμου σμικρυνθούν / Θάλασσα δικαιοσύνης κυριαρχήσει επί του μέλλοντος. / Η στιγμή, χρόνος αληθινός του ανθρώπου, / τα ρολόγια του κόσμου εκ νέου συντονίσει / Ομοούσια του περαστικού της ζωής, / το Τίποτα να μας υπενθυμίζουν».

Όπως κατέθεσε και την κοσμοθεωρία του: «Θεωρώ το τραγούδι, ύψιστη μορφή Τέχνης. Με βαθιά θεατρική καταγωγή, που η καθημερινή επαφή μας μαζί του, μας κάνει να την παραβλέπουμε. Το τραγούδι είναι αρχαιότερο του θεάτρου και το λέω προερχόμενος από το Θέατρο. Δεν διαφέρει σε τίποτα από τους κομμούς λόγου χάριν της αρχαίας τραγωδίας, ακόμα και στην πιο ευτελή του μορφή.

» Τα τραγούδια είναι η συμπυκνωμένη καταγραφή του αόρατου ψυχισμού του ανθρώπου. Ανά δύο, ανά τρείς, κάποτε και ανά χιλιάδες. Τότε τα λέμε ‘λαϊκά’. Όχι με την επιφανειακή έννοια, την τρέχουσα, αλλά με την έννοια της ‘χορικότητας’, όπως στην αρχαία τραγωδία».

Και: «Τραγούδι, λέω, είναι να είσαι με έναν άλλον δίπλα σου- ακόμα και όταν λείπει. Γι’ αυτό όταν τραγουδάμε, δεν νιώθουμε ποτέ μόνοι. Έρχεται ο άλλος. Που του απευθύνουμε το τραγούδι. Ακούει, κι έρχεται».

Δουλέψαμε μαζί στο «Αναλόγιο Ελληνικού Λόγου 2018» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, όπου παρουσιάστηκε το έργο του (τι λέγαμε για τον σουρεαλιστικό… ρεαλισμό του;), «Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος», σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.

«Με απόλυτη καλοσύνη θα έρθει το τέλος. Διαβάστε την αφόρητη τελεία της ζωής»

«Όχι δεν έχω κατοικίδιο. Εγώ είμαι το κατοικίδιό μου. Ξέρετε τι ευθύνη μου δημιουργώ; Δεν μπορώ να έχω και άλλο. Πόσα ζώα να χωρέσει ένας άνθρωπος;!».

Όσο φτάνουμε προς το τέλος των… λέξεων, κρατάω ένα σχόλιο του αγαπητού αναπληρωτή καθηγητή Θεατρολογίας και ειδικευμένου στην αρχαιοελληνική τραγωδία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Γιώργου Σαμπατακάκη, υπό τον τίτλο «Περί αγνώστου ποιητού Τσ.Τζ.»:

«Ωραίοι και αντάξιοι του Ποιητή θα είναι οι επικήδειοι. Ωραίες και συγκινητικές οι δημοσιεύσεις και οι φωτογραφίες. Θα λέμε ‘ένας σπουδαίος ποιητής’, αλλά κάναμε στ’ αλήθεια όσα μπορούσαμε εμείς για Eκείνον;;;.

» Αυτό που εγώ καταλαβαίνω σήμερα είναι πως την αλήθεια αυτού του σκοτεινού ποιητή η χώρα του δεν την άντεξε. Δεν ήταν από αυτές τις αλήθειες που θα μπορούσαν να αγαπηθούν απ’ τους πολλούς.

» Ήταν μια μαύρη, πυώδης και κυρίως επικίνδυνη αλήθεια που δεν συνέφερε τους ευτυχισμένους κανονικούς. Και ήταν μια ωφέλιμη συνείδηση του κόσμου από την πλευρά των ‘δυστυχισμένων’, των ποδοπατημένων και των αποσυνάγωγων».

Μαζί με αυτό, από τον δικό του Τσι: «Σε σπρώχνουν – και ζητάς συγγνώμη. / Σπρώχνεις και ουρλιάζεις: Ποιος με έσπρωξε;! / Πέφτεις και δεν ξέρεις ότι έπεσες. / Σέρνεσαι και νομίζεις ότι περπατάς. / Μετά μαθαίνεις: να μην αγγίζεις τίποτα. / Να μην σε αγγίζει – κανείς».

Η τελευταία βράβευση για τον Τσιμάρα Τζανάτο ήρθε τον Απρίλιο του 2022, με Τιμητική Διάκριση (Diploma di merito) για το θεατρικό του έργο «Εκκρεμότητα / Suspense / In Sospeso», σε μετάφραση στα ιταλικά της Τζίνας Καρβουνάκη (στα ελληνικά, από τις Εκδόσεις Ηρόδοτος). Τού απονεμήθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό ανέκδοτης λογοτεχνίας στην Ιταλική γλώσσα, «La Ginestra di Firenze 2021». Έργο που παραστάθηκε και στο «Αγγέλων Βήμα», σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα.

Η βράβευση ήρθε έναν μόλις μήνα προτού, μόνος του και σιωπηλά, προσφέρει στο Νίκο Διαμαντή, για το απάνθισμα κειμένων του «Ισλαχανέ», το ύστατο κείμενο του Τσιμάρα Τζανάτου «Το παιδί που το λέγανε Μουράτ». Δίχως να καταφέρνει πλέον να μιλήσει, όσο το φάσμα του καρκίνου (στο στόμα) τού αφαιρούσε τη φωνή.

Από εκεί κρατάω για το φινάλε, σαν αποχαιρετιστήριο και φωτεινή επιταγή του Τσιμάρα Τζανάτου, τούτο το εδάφιο:

«Άλλος κόσμος θα μας δικαιώσει. / Σε άλλον χρόνο από αυτόν που ζούμε. / Διεκδικώ / Τη χαρά. / Που δικαιούμαι. / Ακόμα και αν χαθώ κάτω από τόπια υφάσματος. / Σαν τεράστια πρόσοψη με μόνο μάτια φανερά. / Κρατήστε το σημάδι ζωής που στέλνω. / Σαν πολύτιμο κλειδί».