Αυτό ήταν από την αρχή το σχέδιο του Πούτιν όταν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022; Να αποξενωθεί τελείως η Ρωσία από τη Δύση; Μάλλον όχι, εκτιμούν σε ανάλυσή τους οι New York Times και αναπτύσσουν το σκεπτικό ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμενε ο ρώσος πρόεδρος.
Στο κείμενο, που υπογράφει ο Μαικλ Κίματζ, ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου και ειδικός στις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, επισημαίνεται ότι ο ρώσος πρόεδρος υποτίμησε τη Δύση. Η εισβολή στην Ουκρανία βασιζόταν στην υπόθεσή του ότι η Δύση –η Ευρώπη και οι ΗΠΑ– δεν θα είχαν το θάρρος να υπερασπιστούν την Ουκρανία.
Ο Πούτιν είχε λόγους να το πιστεύει αυτό, κατά τον Κίματζ. Το στρατόπεδο που είχε απέναντί του δεν διέθετε «ενότητα και αποτελεσματικότητα». Αντιθέτως, είχε «ένα μακρύ ιστορικό αποτυχιών στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη και στη Συρία. Η νίκη της Ρωσίας θα αποδείκνυε ότι η χρυσή εποχή της Δύσης είχε τελειώσει, απελευθερώνοντας τη Ρωσία, ώστε να συνεργαστεί με την Κίνα και άλλες ανερχόμενες χώρες και να επιβεβαιώσει εκ νέου τη θέση του Πούτιν στη διεθνή σκηνή».
«Το στοίχημα του Πούτιν δεν απέδωσε» εκτιμά ο αρθρογράφος των ΝΥΤimes. Και εξηγεί τη θέση του: Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, το Κρεμλίνο έχει υιοθετήσει μια διττή προσέγγιση απέναντι στη Δύση. Στο εσωτερικό το Κρεμλίνο την έχει δαιμονοποιήσει, ενθαρρύνοντας τους Ρώσους να συσπειρωθούν γύρω από τον Πούτιν, σε μια μάχη πολιτισμών. Στο εξωτερικό η Ρωσία έχει επιδιώξει να διαιρέσει τη Δύση, απομακρύνοντας τους αμφισβητίες και τους διαφωνούντες από τη συμμαχία που στηρίζει την Ουκρανία. Σε αυτό το σχέδιο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο υποτίθεται ότι θα ήταν ένα σημείο καμπής. Η Δύση θα διαλυόταν, αφήνοντας την Ουκρανία στη Ρωσία.
«Αυτές οι ελπίδες αποδείχθηκαν απατηλές» συνεχίζει ο Κάμιτζ στους NYTimes. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, ο Τραμπ έχει ψυχρανθεί απέναντι στον ρώσο ομόλογό του. Μάλιστα τον χαρακτήρισε πρόσφατα «τρελό». Εν τω μεταξύ ο επεκτατικός πόλεμος της Ρωσίας έχει τρομοκρατήσει τη Δύση, ωθώντας την σε μια συλλογική προσπάθεια για τον έλεγχο του κινδύνου που συνιστά το Κρεμλίνο και στρέφοντας την Ευρώπη οριστικά εναντίον του Πούτιν.
«Αυτές οι εξελίξεις, που δεν είναι καθόλου ασήμαντες ή προσωρινές, θα περιορίσουν τις προοπτικές της Ρωσίας για ασφάλεια και ευημερία στις επόμενες δεκαετίες» σημειώνει ο αρθρογράφος των NYTimes και εξηγεί τους λόγους:
♦ Η Ρωσία πάντα χρειαζόταν τη Δύση και επωφελούνταν από την επαφή μαζί της. Εξαιτίας ενός περιττού πολέμου ο Πούτιν την έχει χάσει για πάντα.
♦ Η Ρωσία αποτελεί οργανικό μέρος των ευρωπαϊκών υποθέσεων από τον 17ο αιώνα. Μέχρι τον 18ο αιώνα η Ρωσία ήταν μια αυτοκρατορία στην Ευρώπη, έχοντας ενωθεί με την Πρωσία και την αυτοκρατορία των Αψβούργων για να μοιράσουν την Πολωνία.
♦ Οι ρώσοι στρατιώτες έφτασαν στο Παρίσι το 1814 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Ρωσία ήταν μια καθοριστική δύναμη για τον πόλεμο και την ειρήνη στην Ευρώπη. Η δυναστεία των Ρομανόφ είχε στενούς συγγενείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ η αφομοίωση της ευρωπαϊκής κουλτούρας πυροδότησε μια καλλιτεχνική αναγέννηση στη χώρα. Το εμπόριο και η τεχνολογία από την Ευρώπη αύξησαν τον πλούτο και τη δύναμή της.
«Οι φάσεις απομόνωσης σημάδεψαν τον 20ό αιώνα της Ρωσίας» επιμένει ο Κίματζ. «Ωστόσο η Σοβιετική Ενωση, παιδί του πολέμου και της επανάστασης, δεν έπαψε ποτέ να είναι μια ευρωπαϊκή δύναμη. Εξύμνησε τον Καρλ Μαρξ, έναν ευρωπαίο στοχαστή, και στόχος της ήταν πάντα να διαμορφώσει την Ευρώπη, η οποία μέχρι το 1945 αποτελούσε μια περίπλοκη πραγματικότητα για αμέτρητους Ευρωπαίους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Μόσχα κυβερνούσε το ήμισυ της Ευρώπης, αφήνοντας το άλλο μισό απασχολημένο με την απειλή της Σοβιετικής Ενωσης. Το 1989, καθώς η σοβιετική δύναμη άρχισε να διαλύεται, τα μεταρρυθμιστικά κινήματα στη Σοβιετική Ενωση διασταυρώθηκαν με τα επαναστατικά κινήματα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη – και το αντίστροφο» τονίζει.
Στη συνέχεια, βέβαια, οι σχέσεις του Πούτιν με τη Δύση υπήρξαν λιγότερο καλές, καθώς, σύμφωνα με τον αρθρογράφο των NYTimes, ο ρώσος πρόεδρος ήταν «εμμονικός με τις υποτιθέμενες αποτυχίες της δεκαετίας του 1990 και προσπάθησε να εμποδίσει κατηγορηματικά την επέκταση του ΝΑΤΟ, αντί να διαπραγματευτεί ένα λογικό σύνολο απαιτήσεων σχετικά με τις βάσεις, τη στάθμευση στρατευμάτων και την ανάπτυξη πυραύλων. Αφού δεν κατάφερε να πετύχει μια λειτουργική σχέση με το ΝΑΤΟ, ο Πούτιν άφησε τους φόβους του γύρω από την ανεξαρτησία της Ουκρανίας να εξαπλωθούν. Αυτό οδήγησε το 2014 στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και στην εισβολή στην ανατολική Ουκρανία. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο ζήλος του για κυριαρχία επί της Ουκρανίας εξερράγη σε έναν τρομερό πόλεμο, προκαλώντας τη σοβαρότερη ρήξη με τη Δύση στη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας».
Αλλά, σύμφωνα πάντα με τον Κάμιτζ, «είναι λάθος να λέμε ότι ο Πούτιν είχε ως στόχο να διακόψει τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Ηθελε να τις αναπροσανατολίσει προς όφελός του, ανακτώντας έναν ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις μέσω της αποδυνάμωσης της Δύσης». Με άλλα λόγια, αν η Ρωσία είχε κερδίσει γρήγορα τον πόλεμο το 2022, ίσως να είχε πετύχει αυτό που ήθελε.
Η Ρωσία ίσως να είχε διεκδικήσει μια θέση στην Ανατολική Ευρώπη. Η Δύση ίσως να είχε υποκύψει στην ισχύ της Ρωσίας, περιορίζοντας τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Οι πανικοβλημένες γειτονικές χώρες θα μπορούσαν να αποσχιστούν από το ΝΑΤΟ ή την Ευρωπαϊκή Ενωση, κερδίζοντας την εύνοια της Μόσχας. Οι διατλαντικές σχέσεις, θεμέλιο της Δύσης, θα μπορούσαν να έχουν κλονιστεί.
«Τίποτα από αυτά δεν συνέβη» γράφει ο Κάμιτζ στους NYTimes. Αντίθετα, ο Πούτιν έκανε «κάτι πολύ χειρότερο για τη χώρα του από το να ξεκινήσει έναν πόλεμο που δεν κέρδισε και δεν μπορούσε να κερδίσει: ανάγκασε την Ευρώπη να οργανωθεί ως στρατιωτικό αντίβαρο στη Ρωσία». Ο Κάμιτζ δίνει παραδείγματα:
♦ Η Γερμανία επανεξοπλίζεται ραγδαία, νέα μοντέλα στρατιωτικής διαβούλευσης και συνεργασίας εξαπλώνονται σε όλη την Ευρώπη, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και το Brexit έχει παραγκωνιστεί από μια σημαντική συμφωνία ασφάλειας μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ.
♦ Παράλληλα συγκεντρώνονται τεράστιοι πόροι για να κρατηθεί η Ρωσία εκτός Ευρώπης. Ο μόνος δρόμος της Ρωσίας προς μια μελλοντική συνεργασία με την Ευρώπη είναι να τερματίσει τον πόλεμο με τους όρους της Ουκρανίας, κάτι που ο Πούτιν δεν πρόκειται να κάνει.
Κατά τον αρθρογράφο των NYTimes o Πούτιν κατάφερε επίσης να αποξενώσει ακόμη και έναν φιλορώσο αμερικανό πρόεδρο. Ο Τραμπ δεν κατάφερε να επαναφέρει τη Ρωσία στην Ομάδα των G7, από την οποία η Ρωσία είχε αποβληθεί το 2014, ούτε να εντάξει τη Ρωσία στις συνήθεις διαδικασίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Οταν ο Τραμπ επέστρεψε στο αξίωμά του τον Ιανουάριο, δεν φάνηκε να κατανοεί τι είχε χάσει ο Πούτιν καταφεύγοντας στον πόλεμο, εκτιμά Κάμιτζ. «Η Ρωσία δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει την πειθώ στην Ουκρανία ή στην Ευρώπη και δεν διαθέτει ούτε κατά διάνοια την απαραίτητη δύναμη για να κατακτήσει την πρώτη, πόσο μάλλον τη δεύτερη. Ο Πούτιν έχει αυτοεξοριστεί από την Ευρώπη. Ο Τραμπ, ακόμα και αν το ήθελε, δεν μπορεί να σώσει τη Ρωσία από την απομόνωσή της».
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ αυτή την εβδομάδα είναι μια ευκαιρία αποτίμησης για όσα έχει επιτύχει η συμμαχία από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι Ουκρανοί εξακολουθούν να υποφέρουν. Η Ρωσία εξακολουθεί να καταλαμβάνει εδάφη. Η Κίνα, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα εξακολουθούν να υποστηρίζουν τις πολεμικές προσπάθειες της Ρωσίας. Η ρωσική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά την ίδια στιγμή δεν υπάρχει στη χώρα ορατό αντιπολεμικό κίνημα.
«Ωστόσο», σχολιάζει κλείνοντας ο αρθρογράφος των New York Times, παρά την κατάληψη εδαφών, η Δύση έχει «ουσιαστικά σταματήσει τη Ρωσία στην Ουκρανία και η Ευρώπη μπορεί να ζήσει χωρίς τη Ρωσία, όπως και οι ΗΠΑ. Η Δύση μπορεί να αντέξει την απώλεια της Ρωσίας, όσο ωραίο και αν θα ήταν να έχει μια ειρηνική Ρωσία στο πλευρό της. Η απώλεια της Δύσης από τη Ρωσία, αντίθετα, είναι ένα σοβαρό πλήγμα, που θα χρειαστούν γενιές για να ξεπεραστεί. Είναι μια επιλογή του Πούτιν και συνιστά τραγωδία για τη Ρωσία».
