Ο Κερτ Αϊχενγουόλντ στο Newsweek για τους «χίπστερ της τζιχάντ» / Ο Αρνό Λεπαρμαντιέ στη Monde για τη μοναδική λύση / Ο Μαρέκ Αλτέρ στη Repubblica για μια εκκωφαντική σιωπή / Και η Τζέιν Φόντα στο Lenny για μια προσωπική διαδρομή

Newsweek

Ούτε που ξέρουν το Κοράνι

«Χίπστερ της τζιχάντ» που «γνωρίζουν λιγότερο τον Οσάμπα μπιν Λάντεν από τον Τουπάκ Σακούρ (σ.σ. τον γκάνγκστερ ράπερ που δολοφονήθηκε το 1996 στο Λας Βέγκας)». «Με άλλα λόγια, αυτοί δεν είναι διανοούμενοι με μακριές γενειάδες και το Κοράνι στο χέρι, αλλά νέοι που σε άλλες εποχές θα τους αποκαλούσαμε ναρκισσευόμενους αλήτες».

Ο Κερτ Αϊχενγουόλντ, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Αληθοφανή ψέματα» που έγινε ταινία από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, δεν θέλει ασφαλώς να υποβαθμίσει τον κίνδυνο του Σαλάχ Αμπντεσλάμ και της παρέας του, αυτών των «επιφανειακών όσο και απολύτως επικίνδυνων εξτρεμιστών». Εστιάζει, όμως, σε κάτι άλλο: το γεγονός ότι η τελευταία γενιά των τζιχαντιστών δεν ριζοσπαστικοποιούνται στα τζαμιά ούτε μελετούν το Κοράνι. Επομένως δεν έχει τόσο νόημα να τους διδάξει κανείς μια άλλη, πιο μετριοπαθή εκδοχή του Ισλάμ (για το οποίο ούτως ή άλλως δεν ξέρουν τίποτα). Και αν είναι αλήθεια ότι πολλοί από αυτούς πηγαίνουν στη Συρία για να εκπαιδευτούν από το ISIS, είναι επίσης αλήθεια ότι ούτε η ήττα του ISIS θα τους σταματούσε.

Επικαλούμενος αναλύσεις των μυστικών υπηρεσιών, ο Αϊχενγουόλντ υπενθυμίζει ότι το 20% των ξένων μαχητών υπέφερε από ψυχικά προβλήματα πριν αναχωρήσει για τη Μέση Ανατολή και ότι ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό έχει ποινικό παρελθόν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό. Συμπέρασμα; «η Δύση απειλείται από κάποιους κατοίκους της που θέλουν να κάνουν τους Ράμπο».

Le Monde (έντυπη έκδοση)

Περισσότερη Ευρώπη

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη γίνεται στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων. Ο Αρνό Λεπαρμαντιέ της Monde πιάνει το νήμα από τον 19ο αιώνα – τότε που θύματα τέτοιων επιθέσεων είχαν πέσει ο τσάρος Νικόλας Β’ (1881), ο γάλλος πρόεδρος Σαντί Καρνό (1894), η αυτοκράτειρα της Αυστρίας Σίσι (1898) και ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος Α’ (1990). Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, η Ευρώπη πλήρωσε πολύ πιο βαρύ φόρο αίματος. Στη Γερμανία του Χέλμουτ Σμιτ τα θύματα της τρομοκρατίας ήταν 33, στην Ιταλία των μολυβένιων χρόνων 380. Ο πόλεμος της Βόρειας Ιρλανδίας και οι επιθέσεις του IRA στο Ηνωμένο Βασίλειο προκάλεσε 1800 νεκρούς, της ΕΤΑ στην Ισπανία 830.

Ποια είναι η διαφορά; Ότι είναι η πρώτη φορά που γίνεται στόχος της τρομοκρατίας η Ευρώπη συνολικά. Ο γάλλος αρθρογράφος σημειώνει ότι η συγκίνηση και η αλληλεγγύη που εκφράζουν οι Ευρωπαίοι είναι γνήσια. Ολοι οι Ευρωπαίοι έγιναν «Σαρλί», οι άγγλοι φίλαθλοι τραγούδησαν τη Μασσαλιώτιδα στο Γουέμπλεϊ, ο πύργος του Αϊφελ φωτίστηκε στα χρώματα της βελγικής σημαίας χθες. Η αλληλεγγύη όμως δεν συνιστά πολιτική. Ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι μπορεί οι Γάλλοι να άκουσαν ενωμένοι σαν μια γροθιά τον πρόεδρό τους στην κοινή συνεδρίαση της γαλλικής εθνοσυνέλευσης στις  Βερσαλλίες μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, αλλά πολλοί από αυτούς ψήφισαν το κόμμα της Λεπέν στις περιφερειακές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγο αργότερα. Όπως δεν πρέπει να ξεχνάει ότι το σχόλιο του ξενοφοβικού UKIP στη Βρετανία για τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες ήταν ότι «τα ανοικτά σύνορα απειλούν τις ζωές μας».

Ο Λεπαρμαντιέ δεν κρύβει την ικανοποίησή του για ένα γεγονός: ότι το αίτημα του δικηγόρου του Σαλάχ Αμπντεσλάμ να μην εκδοθεί ο πελάτης του στη Γαλλία απορρίφθηκε. Γιατί; Επειδή υπάρχει πια ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η εποχή του ένοχου ρομαντισμού, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν αρνείτο να εκδώσει τους ιταλούς τρομοκράτες στην Ιταλία, έχει παρέλθει οριστικά. Αλλά δεν φτάνει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Χρειάζεται και ένα ευρωπαϊκό FBI. Και μια ευρωπαϊκή δύναμη που θα φυλάει τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Και μια κοινή πολιτική άμυνας για την αντιμετώπιση της απειλής των τζιχαντιστών.

Με άλλα λόγια, χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη.

La Repubblica (έντυπη έκδοση)

Θα ακουστεί η φωνή τους;

«Μπορούμε ακόμη να συμβιώσουμε με τους μουσουλμάνους στις πόλεις μας;». Το ερώτημα που θέτει ο γάλλος συγγραφέας πολωνοβραϊκής καταγωγής Μαρέκ Αλτέρ (στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του «Σάρα» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα) ακούγεται κάπως προβοκατόρικο. Δηλαδή, τι να τους κάνουμε;, θα μπορούσε να είναι η αυθόρμητη απάντηση. Να τους απελάσουμε; Να τους κλείσουμε σε στρατόπεδα; Να τους εξοντώσουμε; Αλλά ο γάλλος διανοούμενος επιμένει. «Είναι δυνατόν να ανεχτούμε τον όρκο σιωπής που επέτρεψε στον Σαλάχ Αμπντεσλάμ να μείνει κρυμμένος επί τέσσερις μήνες σε μια γειτονιά του κέντρου των Βρυξελλών;». Και να η απάντηση που δίνει: «Δυστυχώς ναι. Είναι δυνατόν, ή μάλλον απαραίτητο, γιατί στη Γαλλία οι μουσουλμάνοι είναι επτά εκατομμύρια και στη βελγική πρωτεύουσα τουλάχιστον 300.000».

Οι επιλογές σε αυτό το σημείο είναι δύο: «Ή δεχόμαστε την βάρβαρη όσο και αντιπαραγωγική πολιτική που προτείνουν τα κόμματα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς και η οποία συνίσταται στον αποκλεισμό και σε πολλές περιπτώσεις στην απέλαση, ή βρίσκουμε μια λύση». Και ποια είναι αυτή; Ασφαλώς πρέπει να ενισχυθούν οι πολιτικές της ενσωμάτωσης αλλά και οι έλεγχοι των δυνάμεων ασφαλείας. Εκείνο, όμως, που έχει πραγματικά νόημα είναι να «συνεργαστούν με τις αρχές οι μη βίαιοι μουσουλμάνοι, αυτή η μεγάλη και σιωπηρή πλειοψηφία». Δηλαδή; «Οι μουσουλμάνοι δεν μπορούν να μας αφήσουν μόνους στην υπεράσπιση της δημοκρατίας. Για να κερδίσουμε αυτόν τον ασύμμετρο πόλεμο, έχουμε ανάγκη από τις φωνές αυτής της ειρηνικής αλλά υπερβολικά σιωπηρής πλειοψηφίας».

Θα υψώσουν τη φωνή τους;

Lenny

Από την ειρήνη στον φεμινισμό

Τι σημαίνει να είσαι φεμινίστρια; Το εξηγεί η Τζέιν Φόντα μέσα από την προσωπική της διαδρομή στο Lenny Letter, το newsletter που δημιούργησε η σταρ των Girls Λένα Ντάνχαμ και το οποίο λαμβάνουν κάθε μέρα περισσότεροι από 400.000 συνδρομητές. Η 78χρονη ηθοποιός των δυο Οσκαρ, λοιπόν, μιλάει για τη μεγάλη απόσταση που διήνυσε μέχρι να συνειδητοποιήσει τη σημασία του φεμινισμού. Είναι ένα ταξίδι που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970. Εκείνη τότε ήταν ενεργό μέλος του κινήματος ειρήνης και οι αγώνες του φεμινιστικού κινήματος φαίνονταν στα μάτια της σαν κάτι που δεν είχε και πολύ νόημα. «Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα για να παλέψει κανείς», έγραφε τότε στο ημερολόγιό της.

Το σημείο καμπής είναι η συνάντησή της με μια φεμινίστρια, την Τέρι. Την ακούει να μιλάει με μια ομάδα στρατιωτών και καταλαβαίνει για πρώτη φορά ότι «το να είσαι φεμινίστρια δεν σημαίνει να μισείς τους άνδρες αλλά να δίνεις περισσότερη δύναμη και στα δυο φύλα». Θα χρειάζονταν, όμως, πολλά χρόνια ακόμη για να βρει η Τζέιν Φόντα το θάρρος να κοιτάξει μέσα της και να «διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο είχε εσωτερικεύσει τον σεξισμό και τα βαθιά τραύματα που αυτός της είχε προκαλέσει». Γιατί ο κόσμος που είχε μεγαλώσει, της είχε μάθει ότι «μια γυναίκα πρέπει να είναι τέλεια για να την αγαπούν: αδύνατη, όμορφη, χτενισμένη, περισσότερο ευγενική παρά ειλικρινής, έτοιμη να θυσιαστεί, ποτέ πιο πονηρή από έναν άνδρα και ποτέ θυμωμένη».

Η σκλαβιά αυτή – λέει – της προκάλεσε διάφορες διατροφικές διαταραχές, ενώ την έκανε να χρησιμοποιεί τις σχέσεις της με τους άνδρες για να επιβεβαιώσει την αξία της. Και μόνο μετά τα 60 της χρόνια είπε το μεγάλο όχι και άρχισε να θεραπεύει τις πληγές που της είχε δημιουργήσει η πατριαρχική κοινωνία. Η διαδρομή αυτή δεν ήταν μόνο προσωπική. Ηταν και πολιτική. Σε προσωπικό επίπεδο σήμαινε ότι θα γινόταν ανεξάρτητη και πρωταγωνίστρια της ζωής της. Και σε πολιτικό ότι θα καταλάβαινε πως το πρόβλημα δεν ήταν μόνο δικό της, αλλά και των άλλων γυναικών. Ισως το κατάλαβε αργά. Αλλά «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Και ποιος μπορεί να διαφωνήσει;