Ο Πολ Κρούγκμαν στους NYT για ένα τηλεφώνημα στις 8 το πρωί / Ο Λοράν Ζοφρέν στη Libération για τη διαφορά ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον κυνισμό / Οι Financial Times για το βασικό ερώτημα μιας επανάστασης / Και η Corriere…
  • The New York Times (έκδοση με συνδρομή)

    Επειδή το τηλέφωνο θα χτυπήσει

    Πριν από οκτώ χρόνια η τότε υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον επιχείρησε να ανακόψει την επέλαση του Μπαράκ Ομπάμα προς τον Λευκό Οίκο με το λεγόμενο σποτ του «3 am call»: στην περίπτωση που ξέσπαγε μια διεθνής κρίση μέσα στην άγρια νύχτα, ποιος θα ήθελαν οι πολίτες να είναι πρόεδρος για να απαντήσει στο τηλέφωνο; Η ίδια ή αντίπαλός της; Η απάντηση έγινε γνωστή στις εκλογές και ασφαλώς δεν ήταν αυτή που ήθελε να ακούσει η Κλίντον. Αλλά τώρα που η πρώην υπουργός Εξωτερικών είναι και πάλι υποψήφια για την προεδρία των ΗΠΑ, ο Πολ Κρούγκμαν εξηγεί στους ΝΥΤ ότι η νέα εκδοχή εκείνου του σποτ δεν θα ήταν για τις 3 τα ξημερώματα αλλά για τις 8 το πρωί. Την ώρα, δηλαδή, που ανοίγουν οι αγορές.

    Το σκεπτικό του νομπελίστα οικονομολόγου είναι το εξής: Ναι – λέει – η αμερικανική οικονομία ανακάμπτει. Αλλά υπάρχουν τουλάχιστον δύο στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν τεράστια αναταραχή στις αγορές. Το ένα είναι η Κίνα, της οποίας η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση ανισορροπίας εδώ και καιρό. Το άλλο είναι η κρίση των τιμών του πετρελαίου. Ποιος θα θέλαμε λοιπόν να σηκώσει το τηλέφωνο στις 8 το πρωί στον Λευκό Οίκο; Από τους υποψήφιους, κανένας δεν ενθουσιάζει τον Κρούγκμαν: «Ο Τραμπ δεν ξέρει τίποτε από οικονομία, ο Τεντ Κρουζ ξέρει πολλά, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η Κλίντον είναι μακράν η καλύτερα προετοιμασμένη, αλλά και πάλι».

    Το ποιος θα σηκώσει τελικά το τηλέφωνο θα φανεί στις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου. Γιατί ο Κρούγκμαν δεν έχει καμία αμφιβολία: το τηλέφωνο θα χτυπήσει.

  • Libération

    Πόσο αριστερό είναι;

    Μια εμπορική συμφωνία ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ για μια οικονομία που δεν σφύζει κι από ζωή, όπως είναι η γαλλική, θα έπρεπε να τύχει θερμής υποδοχής. Αυτή η εμπορική συμφωνία, όμως, έχει μια ιδιαιτερότητα: αφορά την πώληση δώδεκα πολεμικών υποβρυχίων στην Αυστραλία. Και η αριστερή Libération αναρωτιέται εάν το χαμόγελο που επιδεικνύει ο Φρανσουά Ολάντ στην πρώτη της σελίδα, χαϊδεύοντας μια μακέτα υποβρυχίου, είναι το ενδεδειγμένο.

    Ο τίτλος του κύριου άρθρου που υπογράφει ο διευθυντής της εφημερίδας Λοράν Ζοφρέν δίνει αμέσως την απάντηση: «Κυνισμός». «Είναι πραγματικά παράδοξο – γράφει ο Ζοφρέν – να βλέπει κανείς μια αριστερή κυβέρνηση να γίνεται καλύτερος πωλητής όπλων από εκείνους που διαδέχθηκε». Στη συνέχεια παραθέτει μια σειρά από πιθανά επιχειρήματα υπέρ της συμφωνίας: ο κόσμος είναι επικίνδυνος, η Γαλλία πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της και η πώληση όπλων την βοηθά να ενισχύσει την άμυνά της. Οσο για την Αυστραλία, ποιος μπορεί να την κατηγορήσει για το γεγονός ότι ενισχύει τη δική της άμυνα απέναντι σε μια Κίνα που επιδεικνύει όλο και περισσότερο τους μυς της;

    Υπάρχει ένα «αλλά» όμως. Κι αυτό το «αλλά» είναι ότι η Γαλλία δεν πουλάει όπλα μόνο στην Αυστραλία αλλά και σε δικτατορίες όπως είναι για παράδειγμα εκείνη της Υεμένης. Συμπέρασμα: «Ο ρεαλισμός είναι αποδεκτός απέναντι σε πραγματικές απειλές. Διαφορετικά είναι κυνισμός».

  • Financial Times (έκδοση με συνδρομή)

    Θα τα καταφέρει;

    Το ερώτημα που θέτει ο Ντέιβιντ Γκάρντνερ στους FT σχετικά με την «σαουδαραβική επανάσταση» είναι αυτό που απασχολεί ολόκληρο τον κόσμο: «θα τα καταφέρει;». Την αποστολή καλείται να φέρει σε πέρας ένας 30αρης – αυτός είναι ο Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν, γιος του βασιλιά Σαλμάν και υπουργός Αμυνας αλλά και ψυχή το τελευταίο διάστημα των αποφάσεων που σχετίζονται με την οικονομική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας. Και ο φιλόδοξος στόχος είναι να απαλλαγεί η οικονομία της μοναρχίας έως το 2030 από την εξάρτηση που έχει από το πετρέλαιο. Πώς; Μειώνοντας σταδιακά τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα και τις δημόσιες δαπάνες, αλλά και καταπολεμώντας τη διαφθορά.

    Το κομβικό σημείο σε αυτήν την κεφαλαιώδους σημασίας μετατόπιση είναι για τον αναλυτή της βρετανικής εφημερίδας «η συμβιωτική σχέση» ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια και τους ουαχαμπίτες – τους πιο φανατικούς από τους σουνίτες μουσουλμάνους. Γιατί μέχρι σήμερα αυτό που εξασφάλιζε σταθερότητα στο σύστημα ήταν η άτυπη συμφωνία με βάση την οποία ο Σαλμάν άφηνε στους ουαχαμπίτες  τον έλεγχο της εκπαίδευσης και της δικαιοσύνης λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση της εξουσίας του. Και τι εκτιμούν οι FT; «Οτι εάν αυτή η συμμαχία συνεχιστεί με τη σημερινή της μορφή, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτή η μεταρρύθμιση θα φτάσει μακριά».

    Με άλλα λόγια, επανάσταση χωρίς ρήξη δεν υπάρχει.

  • Corriere della Sera (έντυπη έκδοση)

    Εως πότε;

    Εως ποια ηλικία έχουν δικαίωμα τα παιδιά να συντηρούνται από τους γονείς τους; Εως τα 18, τα 28, τα 38; Ή για μια ολόκληρη ζωή; Τουλάχιστον στην Ιταλία (αλλά σίγουρα και στην Ελλάδα), το ερώτημα έχει νόημα. Γιατί στη γειτονική χώρα τα δικαστήρια καλούνται κάθε χρόνο να λύσουν 8.000 τέτοιες διαφορές. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διάφορες οικογενειακές οργανώσεις ζητούν από τον Ανώτατο Δικαστήριο να καθορίσει ένα όριο ηλικίας.

    Η τελευταία υπόθεση που απασχόλησε την ιταλική δικαιοσύνη – γράφει η Corriere della Sera – είναι αυτή ενός 28χρονου που ζητάει από τον πατέρα του να πληρώσει τα δίδακτρα της σχολής κινηματογράφου που θέλει να παρακολουθήσει. Ο πατέρας περιγράφεται ως «συγγραφέας μέτριας επιτυχίας, του οποίου τα έργα έχουν εκδοθεί από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους». Ο γιος, πάλι, τελείωσε (με το πάσο του) τον τριετή κύκλο σπουδών στη φιλοσοφία γράφτηκε σε μια σχολή πειραματικού κινηματογράφου στη Μπολόνια.

    Ο (διαζευγμένος) πατέρας λέει ότι ο γιος «δεν δικαιούται επιπλέον οικονομικής στήριξης δεδομένου ότι δεν προχώρησε σε επαγγελματικές επιλογές για την αυτοσυντήρησή του ούτε συνεχίζει τις σπουδές του στο αντικείμενό του». Το δικαστήριο, πάντως, δικαίωσε τον γιο. Με πιο κριτήριο; Οι κινηματογραφικές σπουδές – είπαν οι δικαστές – περιλαμβάνονται στις φιλοσοφικές σχολές διάφορων πανεπιστημίων, επομένως συνάδουν με τις προσωπικές φιλοδοξίες του γιου, ο οποίος επιπλέον έχει μεγαλώσει σε έναν οικογενειακό περιβάλλον όπου οι καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν είναι άγνωστες.

    Ο μπαμπάς, δηλαδή, πρέπει να βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη. Και να παρηγορηθεί από το γεγονός ότι το 2011 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε υποχρεώσει έναν πατέρα να συντηρεί την κόρη του που ζούσε με τη μητέρα της και επιπλέον είχε σταθερή εργασία. Γιατί; Επειδή η δουλειά που είχε βρει ήταν κατώτερη των φιλοδοξιών της: εργαζόταν ως πωλήτρια ενώ είχε δίπλωμα λογιστικής…

     




text
  • Ο Στίγκας, των Σπαρτιατών, επαινεί τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν κατέθεσε υπόμνημα στον Αρειο Πάγο. Ε, αν έχεις μοιραστεί την ίδια πλατεία σε δένουν οι κοινές εμπειρίες


    24 Απριλίου 2024, 22:27