Η αποτυχία της Σιν Μπετ, της ισραηλινής υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας και πληροφοριών, να προλάβει και να αποτρέψει τη σφαγή της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου 2023, έπληξε τη φήμη της και οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου δημόσια διαμάχη μεταξύ του διευθυντή της, Ρόνεν Μπαρ, και του Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Η αντιπαράθεσή τους έφερε στο φως μυστικά που αφορούν και τους δύο και οδήγησε σε σύγκρουση για την ακεραιότητα της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών.
«Ως διευθυντής της Σιν Μπετ, βρίσκεσαι σε ένα πολύ, πολύ ευαίσθητο πόστο και είσαι πολύ, πολύ κοντά -στενά συνδεδεμένος- με τον πρωθυπουργό», δήλωσε στους Times ο 81χρονος Γιάακοβ Πέρι, πρώην διευθυντής της υπηρεσίας.
Στην πραγματικότητα, η Σιν Μπετ ενεργεί υπό την άμεση εντολή του πρωθυπουργού, παράλληλα, αλλά όχι εξαρτώμενη από τους δημοκρατικούς θεσμούς του Ισραήλ, εξήγησε ο ίδιος.
Η σχέση αυτή διακόπηκε τον Μάρτιο, όταν ο Νετανιάχου απέπεμψε ξαφνικά τον Μπαρ, λέγοντας ότι δεν τον εμπιστεύεται πλέον. Αυτό πυροδότησε κατηγορίες ότι ο πρωθυπουργός προσπαθούσε να αναλάβει τον έλεγχο της υπηρεσίας.
Η Σιν Μπετ, χρησιμοποιώντας πληροφορίες από τη φορολογική αρχή του Ισραήλ, ερευνούσε τη μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών από το Κατάρ σε τραπεζικούς λογαριασμούς στενών συνεργατών του Νετανιάχου -ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ισραήλ με τη Χαμάς στη Γάζα- αυξάνοντας την προοπτική της ξένης διείσδυσης βαθιά στα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ πάγωσε τη διαταγή για την απόλυση του Μπαρ, εν αναμονή μιας απόφασης. Ο ίδιος έχει έκτοτε δηλώσει την παραίτησή του, με ισχύ από τις 15 Ιουνίου.
Ο 59χρονος Μπαρ, κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει εργαλεία κατασκοπείας και πληροφοριών που διαθέτει μόνο η Σιν Μπετ, εναντίον αντικυβερνητικών διαδηλωτών.
Ο Μπαρ είπε επίσης ότι ο Νετανιάχου περίμενε από την Σιν Μπετ τυφλή υπακοή σε αυτόν -και όχι στα δικαστήρια- σε περίπτωση που προέκυπτε μια τέτοια σύγκρουση, και προσπάθησε να τon πιέσει να συμβάλει στην καθυστέρηση της ποινικής δίκης του ισραηλινού πρωθυπουργού για διαφθορά.
«Οι σχέσεις τους είναι τόσο οικείες και τόσο στενές που δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβη μεταξύ του Νετανιάχου και του Ρόνεν Μπαρ και το ότι ο Νετανιάχου ζήτησε από τον Μπαρ να κάνει πράγματα που απαγορεύονται», είπε ο Πέρι στους Times.
Στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι δύο άνδρες έδωσαν αντιθετικές ένορκες καταθέσεις, ζητώντας ουσιαστικά από τους δικαστές να αποφασίσουν ποιον πιστεύουν.
«Γνωρίζω τον Μπαρ και την ακεραιότητά του. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζω επίσης τον Νετανιάχου, ο οποίος είναι πραγματικά σε θέση να στήσει ένα σκηνικό για να δείξει ότι ο Ρόνεν Μπαρ δεν λέει την αλήθεια», πρόσθεσε ο Πέρι.
Ωστόσο, ο 75χρονος Νετανιάχου απέκλεισε τον Μπαρ από κρίσιμες συνεδριάσεις ασφαλείας, ενώ διόρισε έναν αντικαταστάτη του και στη συνέχεια ακύρωσε τον διορισμό του μετά από αντιδράσεις.
Τώρα που ο Μπαρ παραιτήθηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο ίσως να μην χρειαστεί να αποφανθεί για την αποπομπή του από τον Νετανιάχου.
«Είμαι ευτυχής που ο Ρόνεν Μπαρ παραιτήθηκε και ελπίζω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα χρειαστεί να κρίνει ποιος λέει την αλήθεια, ο Ρόνεν ή ο Νετανιάχου, γιατί είμαι σίγουρος ότι ο Ρόνεν είναι ο σωστός», δήλωσε ο Πέρι, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Σιν Μπετ μεταξύ 1988 και 1994.
Αργότερα, έγινε μέλος της Κνεσέτ και υπουργός της κυβέρνησης.
Η αντιπολίτευση στηρίζει τον Μπαρ, καθώς τον βλέπει να αντιστέκεται στις προσπάθειες του Νετανιάχου να μετατρέψει την Σιν Μπετ σε προσωπική του υπηρεσία ασφαλείας και το Ισραήλ σε κράτος επιτήρησης.
Οι αντίπαλοι του Νετανιάχου λένε ότι προσπαθεί να μετατρέψει τους δημόσιους θεσμούς σε πολιτικά εργαλεία για να στηρίξει την εξουσία του.
Στην επιστολή παραίτησής του, ο Μπαρ δήλωσε ότι οι επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντά τους «χωρίς πιέσεις», ώστε να χαράσσεται μια «σαφής γραμμή μεταξύ εμπιστοσύνης και προσωπικής πίστης».
Στα τέλη της δεκαετίας του 60, με την αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων κατά ισραηλινών στρατιωτών και πολιτών, η Σιν Μπετ ενίσχυσε την αντιτρομοκρατική της δράση.
Οι διεισδυτικές μέθοδοι ανάκρισης και επιτήρησης τέθηκαν υπό αυστηρό έλεγχο και η υπηρεσία αντιμετώπισε καταγγελίες για μαζικά βασανιστήρια.
Ο Πέρι δήλωσε ότι τα μέσα στρατολόγησης και συλλογής πληροφοριών της υπηρεσίας ήταν όλα νόμιμα.
Η στοχευμένη δολοφονία του βομβιστή της Χαμάς, Γιαχία Αγιάς, το 1996, ο οποίος εισήγαγε τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στο Ισραήλ σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους, θεωρήθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της υπηρεσίας, επειδή στόχευσε μόνο τον κατασκευαστή των βομβών και δεν σκότωσε αθώους, δήλωσε ο Πέρι.
Οσο για την τραγική αποτυχία της υπηρεσίας στη σφαγή της Χαμάς στο Ισραήλ, ο Πέρι είπε στους Times ότι η υπηρεσία και η κυβέρνηση θεωρούσαν ότι η παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση δεν σκόπευε να κάνει πόλεμο και νόμιζαν ότι επιδίωκε να συμβιβαστεί.
«Αντί να φέρουμε τις σωστές πληροφορίες, εγκλωβιστήκαμε σε αυτή την αντίληψη που οδήγησε το Ισραήλ στην αποτυχία. Κάναμε ένα τεράστιο λάθος με το να μην μεταφράσουμε τις πληροφορίες που πήραμε, προς τη σωστή κατεύθυνση», τόνισε.
Το ερώτημα ποιος ήταν υπεύθυνος για την 7η Οκτωβρίου βρίσκεται στον πυρήνα της διαμάχης μεταξύ Νετανιάχου και Μπαρ. Ο Νετανιάχου προσπαθεί με νύχια και με δόντια, και το έχει καταφέρει, να καθυστερήσει την έναρξη μιας κρατικής έρευνας για την 7η Οκτωβρίου μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος στη Γάζα. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός δεν έχει αναλάβει καμία ευθύνη για την πρωτοφανή σφαγή σε ισραηλινό έδαφος.
Αντίθετα, ο Μπαρ και η Σιν Μπετ παραδέχτηκαν ότι η περιορισμένη αντίδρασή τους επέτρεψε στη Χαμάς να οργανώσει την επίθεση μεγάλης κλίμακας.
Ο Πέρι δήλωσε αισιόδοξος ότι η παραίτηση του Μπαρ διέσωσε την αυτονομία της Σιν Μπετ και ελπίζει ότι πλέον ο Νετανιάχου θα διορίσει έναν αντικαταστάτη που θα βάλει τις ανάγκες της χώρας πάνω από αυτές του πρωθυπουργού.
«Μετά την κρίση μεταξύ του Νετανιάχου και του Μπαρ, ο Νετανιάχου θα φοβηθεί πολύ για να κάνει τη λάθος κίνηση», πρόσθεσε.
