Ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να προκαλέσει αντιδράσεις στο Ισραήλ, ακόμη και σε μία ημέρα γιορτής, που σηματοδότησε την επιστροφή των ομήρων από τη Γάζα και το τέλος του διετούς πολέμου.
Ο Τραμπ αιφνιδίασε πολλούς Ισραηλινούς κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Κνεσέτ, όταν απευθύνθηκε στον ισραηλινό πρόεδρο Ισαάκ Χέρτζογκ ζητώντας του να απονείμει χάρη στον Μπενιαμίν Νετανιάχου στην υπόθεση απάτης και δωροδοκίας για την οποία δικάζεται ο πρωθυπουργός της χώρας.
«Δώστε του χάρη, ελάτε», είπε ο Τραμπ, χαμογελώντας πλατιά και δείχνοντας τον Νετανιάχου, τον οποίο χαρακτήρισε «έναν από τους μεγαλύτερους» ηγέτες εν καιρώ πολέμου.
Το σχόλιο του αμερικανού προέδρου προκάλεσε θερμά χειροκροτήματα από τους βουλευτές του Λικούντ, του κόμματος του ισραηλινού πρωθυπουργού και άλλους υποστηρικτές του στην Κνεσέτ, οι οποίοι φώναζαν με ενθουσιασμό το προσωνύμιο που χρησιμοποιούν στο Ισραήλ για τον Νετανιάχου: «Μπίμπι! Μπίμπι!»
Ο Τραμπ πρόσθεσε: «Πούρα και σαμπάνια, ποιον στο καλό νοιάζουν αυτά; Εντάξει, αρκετή αντιπαράθεση για σήμερα, δεν νομίζω ότι είναι τόσο αμφιλεγόμενο».
Ηταν μία ακόμα απόπειρα του αμερικανού προέδρου να αναμειχθεί στις εσωτερικές υποθέσεις του Ισραήλ, με χαρακτηριστικά προκλητικό και μη διπλωματικό τρόπο για να βοηθήσει τον σύμμαχό του, επισήμανε το Politico.
Αν ο Χέρτζογκ απένειμε χάρη στον Νετανιάχου, οι αντιδράσεις θα ήταν σφοδρές. Ακόμα και η δημόσια έκκληση του Τραμπ προκάλεσε την αντίδραση πολλών Ισραηλινών, καθώς τα ποσοστά δημοτικότητας του Νετανιάχου είναι χαμηλά.
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός κατηγορείται από πολλούς ότι παρέτεινε τον πόλεμο, προκαλώντας έτσι τον θάνατο ομήρων και στρατιωτών του Ισραήλ για να εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ ζητά να δοθεί χάρη στον Νετανιάχου, ο οποίος δικάζεται για δωροδοκία, απάτη και παραβίαση εμπιστοσύνης, συμπεριλαμβανομένης της λήψης πολυτελών δώρων, μεταξύ των οποίων πούρα και σαμπάνια.
Οι κατηγορίες εναντίον του απαγγέλθηκαν το 2019, με ορισμένες από τις έρευνες που οδήγησαν στη δίωξή του, να χρονολογούνται από το 2015. Η δίκη του ξεκίνησε το 2020, αλλά έχει καθυστερήσει επανειλημμένα λόγω νομικών ελιγμών του Νετανιάχου και των δικηγόρων του, καθώς και λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια και τη διπλωματία κατά τη διάρκεια του πολέμου της Γάζας.
Αρκετές φορές στη διάρκεια του πολέμου, ο Νετανιάχου υποχρεώθηκε να εμφανιστεί στο δικαστήριο, δίνοντας πολύωρες καταθέσεις.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ επιμένει ότι είναι αθώος, υποστηρίζοντας ότι οι υποθέσεις εναντίον του αποτελούν μέρος μιας ενορχηστρωμένης «αριστερής πλεκτάνης» που έχει στόχο να ανατρέψει έναν δημοκρατικά εκλεγμένο δεξιό ηγέτη – το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο Τραμπ σε νομικές υποθέσεις εναντίον του.
Τον Ιούνιο, ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει το κατηγορητήριο εναντίον του Νετανιάχου πολιτικά υποκινούμενη κίνηση και προέτρεψε μέσω Truth Social: «Ενα τέτοιο ΚΥΝΗΓΙ ΜΑΓΙΣΣΩΝ, για έναν άνθρωπο που έχει δώσει τόσα πολλά, είναι αδιανόητο για μένα. Του αξίζει πολύ καλύτερα από αυτό, και το ίδιο ισχύει και για το Κράτος του Ισραήλ. Η δίκη του Μπίμπι Νετανιάχου θα πρέπει να ΑΚΥΡΩΘΕΙ ΑΜΕΣΩΣ, ή να δοθεί χάρη σε έναν Μεγάλο Ηρωα».
Αλλά τη Δευτέρα, η έκκληση Τραμπ είχε διαφορετικό ειδικό βάρος, καθώς έγινε κατά τη διάρκεια της ιστορικής περίστασης μιας ειρηνευτικής συμφωνίας στη Μέση Ανατολή και εκφωνήθηκε από το βήμα της Κνεσέτ.
Για αυτό και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους επικριτές του Νετανιάχου.
«Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δοθεί χάρη στον Μπίμπι», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Εχούντ Oλμερτ στο Politico.
«Η χάρη χορηγείται μόνο όταν ο κατηγορούμενος παραδεχτεί την ενοχή του και ο Μπίμπι δεν θα το κάνει ποτέ αυτό», πρόσθεσε ο Ολμερτ.
Εάν ο Χέρτζογκ προσπαθούσε να του δώσει χάρη χωρίς ομολογία, «το σκάνδαλο θα ήταν μνημειώδες. Και πιθανότατα θα καταρριφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο», τόνισε.
Ο Ολμερτ εξέτισε ο ίδιος ποινή φυλάκισης για δωροδοκία και για παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης, κατηγορίες που συνδέονται με την περίοδο που ήταν δήμαρχος της Ιερουσαλήμ και υπουργός Εμπορίου.
Ο Ολμερτ παραιτήθηκε αμέσως από αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός όταν ξεκίνησαν οι έρευνες εναντίον του, κάτι για το οποίο επαινέθηκε από όλο το πολιτικό φάσμα.
Στην ομιλία παραίτησής του, δήλωσε ότι ήταν «υπερήφανος που είναι πολίτης μιας χώρας στην οποία ένας πρωθυπουργός μπορεί να διερευνηθεί όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης».
Ενας ανώτερος ισραηλινός κεντρώος πολιτικός, που μίλησε ανώνυμα στο Politico, «καθώς ήθελε να αποφύγει να προσβάλει τον Τραμπ αυτή τη στιγμή», δήλωσε ότι η υπόθεση διαφθοράς εναντίον του Νετανιάχου αφορά κάτι περισσότερο από απλά «πούρα και σαμπάνια».
Η απονομή χάριτος στον Νετανιάχου θα έθετε σε κίνδυνο το κράτος Δικαίου του Ισραήλ και θα έριχνε ακόμη περισσότερο δηλητήριο στην ήδη τοξική και πολωμένη πολιτική σκηνή της χώρας, δήλωσε ο πολιτικός.
«Το Ισραήλ έχει ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα, ο πρόεδρος δεν μπορεί να δώσει χάρη στον πρωθυπουργό χωρίς παραδοχή ενοχής και επίδειξη μεταμέλειας. Δεν είναι κάτι που είναι νομικά εφικτό», πρόσθεσε.
Η Ντάλια Σάιντλιν, αρθρογράφος και δημοσκόπος, δήλωσε στο Politico ότι η χάρη που ζήτησε ο Τραμπ, θα ήταν μια «κατάφωρη παραβίαση οτιδήποτε μοιάζει με δημοκρατική διαδικασία».
Και πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Οχι ότι ο Τραμπ επέδειξε κάποιο ενδιαφέρον για τη δημοκρατία ή τις δημοκρατικές διαδικασίες στην ομιλία του».
Η Σάιντλιν επισήμανε ότι ο Χέρτζογκ –ο οποίος έχει διαφωνήσει πολλές φορές με τον Νετανιάχου για τους χειρισμούς του στο θέμα των ομήρων– θα μπορούσε να αποφασίσει ανεξάρτητα να του δώσει χάρη, «αλλά δεν μπορεί να είναι μια τεχνητή πράξη κατ’ εντολή ενός ξένου ηγέτη που μοιάζει με βασιλιά».
Οι εισαγγελείς κατηγορούν τον Νετανιάχου ότι έλαβε ακριβά δώρα από έναν φίλο του δισεκατομμυριούχο και ότι προχώρησε σε ρυθμίσεις στον χώρο των ΜΜΕ που απέφεραν κέρδη σε στελέχη τους με αντάλλαγμα θετική κάλυψη για τον ίδιο.
Περισσότεροι από 140 μάρτυρες έχουν ήδη καταθέσει εναντίον του, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους στενότερους πρώην συμμάχους του Νετανιάχου.
Σε μία από τις υποθέσεις, αυτός και η σύζυγός του, Σάρα –την οποία επαίνεσε ιδιαίτερα ο Τραμπ στην ομιλία του στην Κνεσέτ– κατηγορούνται ότι δέχτηκαν είδη πολυτελείας αξίας άνω των 260.000 δολαρίων, όπως πούρα, κοσμήματα και σαμπάνια, σε αντάλλαγμα για πολιτικές χάρες.
Σε δύο άλλες υποθέσεις, ο Νετανιάχου κατηγορείται ότι προσπάθησε να διαπραγματευτεί πιο ευνοϊκή κάλυψη από δύο ισραηλινά μέσα ενημέρωσης. Η δίκη του συνεχίζεται.
