ΗΠΑ: Ποιος είναι ο ανώνυμος δωρητής των $130 εκατ. για τους στρατιωτικούς; 
Εν μέσω ομοσπονδιακού shutdown, βρέθηκαν κονδύλια για τους μισθούς στο Πεντάγωνο | REUTERS/Joshua Roberts/File Photo
Επικαιρότητα

ΗΠΑ: Ποιος είναι ο ανώνυμος δωρητής των $130 εκατ. για τους στρατιωτικούς; 

Το γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, εν μέσω όλων των άλλων πρωτοφανών που συμβαίνουν από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε για δεύτερη φορά το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Αλλά είναι ενδεικτικό του τρόπου δράσης του αμερικανού προέδρου καθώς και του πώς αντιλαμβάνεται το κράτος, αφού δεν έχει πρόβλημα να χρηματοδοτεί με ιδιωτικά κεφάλαια ακόμη και τον στρατό των ΗΠΑ
Protagon Team

Ενας από τους ακρογωνιαίους λίθους του αμερικανικού συντηρητισμού, τον οποίο εκφράζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, είναι η ιδέα ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι ελάχιστη, καθώς όσο λιγότερο «παρεμβαίνει» το κράτος, τόσο αυξάνονται η ατομική ευθύνη, η προσωπική ελευθερία και η οικονομική ευημερία.

Οπως σημειώνει σε ανάλυσή της η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η πολιτική φιλοσοφία του αποκαλούμενου συντηρητισμού των μικρών κυβερνήσεων (small-government conservatism) πάνω στην οποία πάτησε και ο Ελον Μασκ, για να ιδρύσει το DOGE, δηλαδή το Τμήμα Αποδοτικότητας της Κυβέρνησης με επικεφαλής τον ίδιο (έως ότου ήρθε σε ρήξη με τον Τραμπ) και με αποστολή τη σημαντική μείωση των κρατικών δαπανών και της γραφειοκρατίας.

Παρά, όμως, τις αρχικές διακηρύξεις, η αμερικανική κυβέρνηση έχει στην πραγματικότητα αποστασιοποιηθεί σημαντικά από αυτή τη θεωρία, «καθώς αντί να περιορίζει την κυβέρνηση, ο Τραμπ τη μετατρέπει σε ιδιωτική του υπόθεση», όπως γράφει η ιταλίδα σχολιάστρια.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο η συγχώνευση των συμφερόντων του προέδρου και της οικογένειάς του με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, η οποία, σύμφωνα με έρευνα του The New Yorker, του απέφερε 3,4 δισ. δολάρια μόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου του τρέχοντος έτους.

Ούτε το γεγονός πως κάθε άλλο παρά δεν παρεμβαίνει στην οικονομία o Τραμπ, απειλώντας, για παράδειγμα, να αυξήσει περαιτέρω τους δασμούς σε χώρες που σκόπευαν να φορολογήσουν τους αμερικανικούς κολοσσούς του Διαδικτύου, όπως η Amazon, η Google, το X και το Facebook. Αυτό που προκαλεί ανησυχία στην προκειμένη είναι πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει πρόβλημα να χρηματοδοτεί με ιδιωτικά κεφάλαια ακόμη και τον στρατό των ΗΠΑ.

Κάνοντας λόγο για «πρωτοφανές περιστατικό» η Ελενα Τεμπάνο θυμίζει πως ο ίδιος, μάλιστα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε την προηγούμενη Πέμπτη ότι ένας εύπορος δωρητής είχε προσφέρει 130 εκατομμύρια δολάρια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, θέλοντας, έτσι, να συμβάλει στην καταβολή των μισθών των στρατιωτικών κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «shutdown», δηλαδή της παύσης λειτουργίας του αμερικανικού Δημοσίου (εδώ και έναν μήνα περίπου λόγω της μη έγκρισης του προϋπολογισμού από το κογκρέσο) και της στάσης πληρωμών.

Σε δηλώσεις του, στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ επαίνεσε τον δωρητή, αποκαλώντας τον «πατριώτη» και «φίλο», αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομά του. Και την επομένη, πετώντας με το Air Force One, τον χαρακτήρισε ως «σπουδαίο αμερικανό πολίτη» και «σημαντικό άνδρα», δίχως, όμως, να αποκαλύψει ούτε αυτή τη φορά, την ταυτότητά του. «Δεν θέλει τη δημοσιότητα», είπε ο Τραμπ καθώς κατευθυνόταν προς τη Μαλαισία. «Προτιμά να μην αναφέρεται το όνομά του, κάτι που είναι αρκετά ασυνήθιστο στον κόσμο από τον οποίο προέρχομαι, και, επιπλέον, στον κόσμο της πολιτικής, θέλεις να αναφέρεται το όνομά σου».

Το γεγονός πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο, εν μέσω όλων των άλλων πρωτοφανών που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στις ΗΠΑ, από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε για δεύτερη φορά το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Αλλά είναι ενδεικτικό ενός συγκεκριμένου τρόπου δράσης του αμερικανού προέδρου καθώς και του πώς αντιλαμβάνεται το κράτος.

Παρά την απροθυμία του Λευκού Οίκου να αποκαλύψει ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης δωρητής, οι New York Times, επικαλούμενοι δύο πηγές με γνώση της υπόθεσης, ανέφεραν πως πρόκειται για τον Τίμοθι Μέλον, έναν 83χρονο δισεκατομμυριούχο, ο οποίος σπανίως εμφανίζεται δημοσίως (οι τελευταίες του διαθέσιμες φωτογραφίες είναι από τη δεκαετία του 1980).

Πέρα από κληρονόμος μιας οικογένειας τραπεζιτών και μεγιστάνας των σιδηροδρόμων, ο εν λόγω κύριος συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων χρηματοδοτών του αμερικανού προέδρου. «Εφτασε στην στρατόσφαιρα της αμερικανικής πολιτικής, από την άποψη της άσκησης επιρροής, ως ο κορυφαίος υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, ξοδεύοντας εκατομμύρια για να επανεκλεγεί ο πρώην πρόεδρος και οι σύμμαχοί του», έγραφαν πέρυσι τον Ιούλιο οι New York Times. Μόνον πέρυσι ο Τίμοθι Μέλον συνέδραμε την προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο με 75 εκατομμύρια δολάρια ενώ ενίσχυσε και την ανεξάρτητη προεδρική υποψηφιότητα του Ρόμπερτ Κένεντι Τζουνιορ (νυν υπουργού Υγείας των ΗΠΑ) με 25 εκατ. δολάρια.

Από το 2020 έως πέρυσι τον Αύγουστο του 2024 είχε συνδράμει διάφορους ομοσπονδιακούς υποψηφίους και πολιτικές επιτροπές, σχεδόν αποκλειστικά των Ρεπουμπλικανών, με 227 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που τον κατέταξε μεταξύ των μεγαλύτερων δωρητών στην πρόσφατη ιστορία του κόμματος. Ομως, παρά την τεράστια οικονομική του επιρροή, τα κίνητρά του και τα συμφέροντά του καθώς και ο ίδιος περιβάλλονταν και εξακολουθούν να περιβάλλονται από έναν πέπλο μυστηρίου.

Επικαλούμενοι συνεντεύξεις με συνεργάτες του καθώς και δικαστικά και άλλα δημόσια έγγραφα οι New York Times έκαναν λόγο για έναν «ιδεολόγο συντηρητικό με μαχητικές τάσεις», ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του «αξιοποιώντας την οικογενειακή περιουσία για να φτιάξει τη δική του».

Αν και τη δεκαετία του 1970 μέσω της φιλανθρωπικής δράσης του υποστήριζε οικολογικές και φεμινιστικές οργανώσεις καθώς και τους γηγενείς Αμερικανούς, ανά τα χρόνια άρχισε να μετατοπίζεται ολοένα πιο δεξιά, καταλήγοντας το 2014 να συγκρίνει, σε σχόλιά του σε ένα chat room, τους επιστήμονες της κλιματικής αλλαγής με τους τζιχαντιστές του ISIS και να προειδοποιεί για επικείμενη επίθεση στις ΗΠΑ από τρομοκράτες που θα εισέρχονταν στη χώρα «με γαϊδούρια από τα νότια σύνορά μας».

Πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας, ο Τίμοθι Μέλον άρχισε να συνδράμει σημαντικά την Children’s Health Defense, της αντι-εμβολιαστικής ομάδας  Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, του νυν υπουργού Υγείας των ΗΠΑ, ο οποίος είχε πει τότε πως ο δισεκατομμυριούχος δωρητής του υποκινούταν από την ανησυχία του για την «καταστολή των συνταγματικών δικαιωμάτων» των Αμερικανών.

Ο Τίμοθι Μέλον σπάνια έρχεται σε επαφή με μέσα ενημέρωσης ενώ ακόμη και πολλοί από τους αποδέκτες των επιταγών του, γνωρίζουν ελάχιστα για το άτομό του. Ο,τι είναι γνωστό για τη ζωή του προέρχεται από δύο, κυρίως, πηγές: μια αυτοβιογραφία του που εξέδωσε ο ίδιος το 2015 και διάφορα δικαστικά έγγραφα, καθώς ο αμερικανός απρόσιτος δισεκατομμυριούχος έχει εμπλακεί σε πολλές δικαστικές διαμάχες, με ορισμένες από αυτές να χαρακτηρίζονται από τους New York Times ως «ήσσονος σημασίας» και κάποιες ως «περίεργες».

Πέρυσι τον Μάιο, για παράδειγμα, τον ίδιο μήνα που προσέφερε 50 εκατ. δολάρια σε μια επιτροπή πολιτικής δράσης (PAC) υπέρ της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ, υπέβαλε επίσης αγωγή εναντίον μιας οικογενειακής αντιπροσωπείας αυτοκινήτων στο Κονέκτικατ, υποστηρίζοντας ότι είχε ξοδέψει 7.300 δολάρια για μια αποτυχημένη αντικατάσταση κινητήρα σε ένα Jeep Grand Cherokee του 1995.

Και πριν από χρόνια είχε μηνύσει μια ομάδα εξερευνητών την οποία χρηματοδοτούσε, υποστηρίζοντας ότι είχαν εντοπίσει μεν αλλά αγνοήσει σκόπιμα τα συντρίμμια του χαμένου αεροπλάνου της Αμέλια Ερχαρτ, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να συγκεντρώνουν χρήματα για τις αποστολές τους. Μάλιστα ο Τίμοθι Μέλον ήταν πεπεισμένος ότι είχε δει το κεφάλι της αμερικανίδας πρωτοπόρου της αεροπορίας στον πυθμένα της θάλασσας μέσα σε μια σακούλα σελοφάν. Η αγωγή του απορρίφθηκε, άσκησε, όμως, έφεση αλλά μάταια επίσης.

Οσο για την πιο πρόσφατη δωρεά του, ύψους 130 εκατομμυρίων δολαρίων, στην κυβέρνηση Τραμπ, το Πεντάγωνο δήλωσε ότι την αποδέχτηκε βάσει της «γενικής αρχής αποδοχής δώρων». «Η δωρεά έγινε με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του κόστους των μισθών και των επιδομάτων των ενόπλων δυνάμεων», δήλωσε σε ανακοίνωσή του ο Σον Παρνέλ, επικεφαλής εκπρόσωπος του Πενταγώνου. Ωστόσο η δωρεά φαίνεται να αποτελεί εν δυνάμει παραβίαση του νομοθετήματος Antideficiency Act που απαγορεύει στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να δαπανούν χρήματα που υπερβαίνουν τις πιστώσεις του Κογκρέσου ή να δέχονται εθελοντικές προσφορές.

Εδώ και περισσότερο από τέσσερις, πλέον, εβδομάδες μετά το shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο Λευκός Οίκος έχει λάβει μια σειρά από ανορθόδοξα μέτρα για να ανακατευθύνει τα κεφάλαια για την πληρωμή ορισμένων κυβερνητικών υπαλλήλων.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεσμεύτηκε για την καταβολή των μισθών των μελών των ενόπλων δυνάμεων, των πρακτόρων της υπηρεσίας μετανάστευσης και των δυνάμεων επιβολής του νόμου, καθώς οι εν λόγω δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούνται απαραίτητοι και επιβάλλεται να συνεχίζουν να εργάζονται.

Στο πλαίσιο αυτής της υπόσχεσης ο αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε αυτόν τον μήνα εκτελεστικό διάταγμα που διατάζει το Πεντάγωνο να χρησιμοποιήσει κεφάλαια που προορίζονταν για έρευνα και ανάπτυξη, για την κάλυψη των μισθών των στρατιωτικών. Ωστόσο οι ηγέτες του Κογκρέσου έχουν προειδοποιήσει ότι η μεταφορά κεφαλαίων είναι μόνο μια προσωρινή λύση.

Χιλιάδες ομοσπονδιακοί υπάλληλοι έχασαν τον πρώτο μισθό τους την προηγούμενη εβδομάδα. Περίπου 670.000 εργαζόμενοι έχουν τεθεί σε προσωρινή άδεια άνευ αποδοχών ενώ επιπλέον 730.000 περίπου εργάζονται χωρίς να αμείβονται. Οσον αφορά ειδικά το στρατό και τη δωρεά των 130 εκατομμυρίων δολαρίων του Τίμοθι Μέλον αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό, δεδομένου ότι σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η κυβέρνηση Τραμπ είχε ζητήσει περί τα 600 δισ. δολάρια για στρατιωτικές αποζημιώσεις κατά το τρέχον έτος.

Το 2020, κατά τη διάρκεια μιας σπάνιας και σύντομης συνέντευξης στους New York Times, ο Τίμοθι Μέλον αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τις πολιτικές δωρεές του. «Θα συνδράμω αυτόν ή τον Μπάιντεν ή όποιον θέλω», είχε πει, αναφερθείς στον Ντόναλντ Τραμπ και στον αντίπαλό του και νικητή της προεδρικής αναμέτρησης εκείνης της χρονιάς Τζο Μπάιντεν. «Δεν χρειάζεται να εξηγώ γιατί», είχε προσθέσει ο αμερικανός μεγιστάνας (εκ των εγγονών του τραπεζίτη, επιχειρηματία, βιομήχανου, φιλανθρώπου, συλλέκτη έργων τέχνης και πολιτικού Αντριου Μέλον, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ από το 1921 έως το 1932).

Exit mobile version