ΗΠΑ: Μήπως υπερεκτιμούμε το κύμα αντίδρασης στον Τραμπ;
ΗΠΑ: Μήπως υπερεκτιμούμε το κύμα αντίδρασης στον Τραμπ;
Η είδηση ότι η δημοτικότητα του Ντόναλντ Τραμπ υποχώρησε στο 39%, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση των Washington Post-ABC News-Ipsos (αναλυτικά εδώ στο Protagon) που βγήκε στις 27 Απριλίου, προκάλεσε εντύπωση και θετικά σχόλια σε πολλά μέρη του κόσμου μεταξύ όσων θεωρούν τον αμερικανό πρόεδρο επικίνδυνο.
Το ίδιο συνέβη και μεταξύ των Δημοκρατικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλώ δε μάλλον επειδή η δημοσκόπηση συνοδευόταν και από ένα ιστορικό στοιχείο: ο Ντόναλντ Τραμπ κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό αποδοχής έπειτα από 100 ημέρες θητείας από οποιονδήποτε πρόεδρο των ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ηταν όμως δικαιολογημένος αυτός ο πρώτος ενθουσιασμός; Αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον Τραμπ αυτή η πτώση της δημοτικότητάς του στην εκκίνηση της δεύτερης θητείας του στον Λευκό Οίκο; Ο Τζανάν Γκανές, ένας από τους πλέον διεισδυτικούς αρθρογράφους των Financial Times, βάζει κάτω τα στοιχεία και σε συνδυασμό με το κύμα των αντιδράσεων εναντίον του Τραμπ καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα.
«Υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων στον κόσμο» σημειώνει ο Γκανές: «Εκείνοι που θα θεωρήσουν ότι αυτό το εξαιρετικά αρνητικό νούμερο (το 39% της δημοτικότητας του Τραμπ) είναι είδηση και εκείνοι που δεν θα μπορούν να πιστέψουν ότι είναι τόσο υψηλό. Η δεύτερη ομάδα έχει καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων».
Ο αρθρογράφος των FT εκτιμά ότι το ζήτημα έλαβε υπερβολικά μεγάλη έκταση. Μόλις 6% όσων υποστήριξαν τον Τραμπ τον περασμένο Νοέμβριο μετανιώνουν για το γεγονός αυτό. Και αυτοί οι λίγοι μετανιωμένοι πρέπει να σταθμιστούν έναντι του 3% των ψηφοφόρων της Κάμαλα Χάρις, που λένε το ίδιο για την επιλογή τους.
«Αυτό συμβαίνει μετά τους δασμούς, την ενέδρα στον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο, την προώθηση των αυτοκινήτων Tesla στον περίβολο του Λευκού Οίκου» γράφει ο Γκανές. Προσθέτει ότι ο Τραμπ «είχε σχεδόν εξίσου χαμηλά ποσοστά πριν από οκτώ χρόνια», δηλαδή κατά την έναρξη της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, το 2017.
Με αφορμή τις… συζητήσιμες σε ό,τι αφορά τη συνταγματικότητα κινήσεις του προέδρου των ΗΠΑ στις πρώτες 100 ημέρες του, ο αρθρογράφος των FT θυμίζει ότι στο παρελθόν ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι ψηφοφόροι του, ωστόσο, αποφάσισαν τον περασμένο Νοέμβριο ότι τέτοιου είδους πράξεις δεν αποτελούν λόγο για να μην ξαναγίνει πρόεδρος.
«Το πραγματικό μάθημα των δημοσκοπήσεων», κατά τον Γκανές, «είναι ένα μάθημα που δεν θα έπρεπε να χρειαζόμαστε. Μια πολύ μεγάλη μειοψηφία ψηφοφόρων, πάνω από το ένα τρίτο, είναι ένα ακροατήριο στο οποίο τα μηνύματα (όπως αυτό της συνταγματικότητας) δεν φτάνουν. Αυτό δεν είναι ένα εκλογικό πρόβλημα για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι μπορούν να κερδίσουν και χωρίς αυτούς, αλλά είναι ένα συνταγματικό πρόβλημα για τις ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς πώς μια δημοκρατία μπορεί να επιβιώσει από μια τόσο μεγάλη ομάδα που είναι πιστή στην κόμμα της –για την ακρίβεια σε έναν άνθρωπο– πάνω από κάθε κανόνα, αρχή ή θεσμό του κράτους».
«Γιατί ο πυρήνας υποστήριξης του Τραμπ είναι περίπου τόσο σταθερός όσο ένας αληθινός βράχος;» αναρωτιέται ο αναλυτής των FT. Ενας από τους βασικούς λόγους που ξεχωρίζει ο Γκανές είναι το αίσθημα τού ανήκειν μεταξύ των οπαδών του Τραμπ, το οποίο μοιάζει εδώ με το θρησκευτικό συναίσθημα:
♦ «Για ορισμένους ψηφοφόρους η συμμετοχή σε μια πολιτική φυλή προσφέρει την αίσθηση του ανήκειν που πρόσφερε κάποτε η θρησκευτική ένταξη, προτού μειωθεί η επαφή των Αμερικανών με τις εκκλησίες. Το αίσθημα της συντροφικότητας, της συμμετοχής σε μια δομή, είναι για αυτούς τόσο σημαντικό, που υπερισχύει κάθε ηθικού ενδοιασμού, όπως ακριβώς ένας πιστός δεν θα πει λέξη εναντίον ενός προφανώς χαμηλού ηθικού αναστήματος (low-life) πάστορα. Η Αριστερά δεν διαφέρει και πολύ».
Ολοι είμαστε πλέον αρθρογράφοι
Ο Γκανές προτείνει και μια ακόμη αιτία για το πόσο συμπαγής είναι η ομάδα των υποστηρικτών του Τραμπ, κάνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση για την επίδραση των social media, την οποία έως τώρα δεν συζητάμε και πολύ. Παρατηρεί, λοιπόν, ότι στο παρελθόν, ένας πολίτης που υιοθετούσε μια πολιτική στάση για την οποία αργότερα μετάνιωνε, μπορούσε να την εγκαταλείψει χωρίς ιδιαίτερη αμηχανία, καθώς σχεδόν κανείς (συμπεριλαμβανομένου ίσως και του ίδιου του εαυτού του) δεν θα θυμόταν την αρχική στάση του.
Σήμερα, όμως, μπορεί να διασώζεται ένα ψηφιακό ίχνος, με τη μορφή ενός παλαιότερου tweet, μιας ανάρτησης στο Facebook ή ενός βίντεο στο TikTok. Υπάρχει, έτσι, κάποιο κοινωνικό κόστος που συνδέεται με την αλλαγή γνώμης για τα πολιτικά και, όπως αναφέρει ο αρθρογράφος των FT, «οι επιπτώσεις είναι μεγαλύτερες από ό,τι πριν. Ολοι είμαστε πλέον αρθρογράφοι, ακόμα και αν το αναγνωστικό κοινό μας είναι απλώς φίλοι, συγγενείς και συνάδελφοι».
Σε κάθε περίπτωση, είτε η αιτία είναι η τεχνολογία είτε η ανάγκη για ένταξη σε μια ομάδα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Σύμφωνα με τον Γκανές «ένα μεγάλο μέρος αυτών που εντάχθηκαν στους MAGA πριν από περίπου μία δεκαετία θα παραμείνουν εκεί μέχρι το τέλος. Οι αντιδράσεις εναντίον του Τραμπ τις τελευταίες εβδομάδες είναι αρκετά έντονες για να ενθαρρύνουν τους Δημοκρατικούς εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026. Δεν είναι όμως τόσο μεγάλες ώστε να δικαιολογούν κάποια ευρύτερη αισιοδοξία για τη δημοκρατία».
Εξηγώντας περαιτέρω αυτή την τελευταία θέση, ο αρθρογράφος των FT υποστηρίζει ότι ακόμη και αν οι δασμοί προκαλέσουν ύφεση που θα «καταστρέψει» εντελώς τα ποσοστά δημοφιλίας του Τραμπ, «αυτό δεν είναι το ίδιο με μια λαϊκή εξέγερση για την υπεράσπιση του Συντάγματος». Ενώ εκτιμά ότι πολλοί ψηφοφόροι που αγανάκτησαν με τα οικονομικά προβλήματα επί Μπάιντεν μπορεί να εμφανιστούν τώρα αδιάφοροι για πολύ χειρότερα οικονομικά προβλήματα επί Τραμπ, μόνο και μόνο από κομματική αδιαλλαξία.
Το συμπέρασμα του Γκανές στους Financial Times είναι ότι κάποια στιγμή οι φιλελεύθεροι θα πρέπει να αποδεχτούν ότι οι δυτικές δημοκρατίες φιλοξενούν πλέον μια τεράστια μειοψηφία ψηφοφόρων που είναι επ’ αόριστον χαμένη για εκείνους. Οτι μια μεγάλη ομάδα πολιτών είναι πια εντελώς απρόσιτη (unreachable) και ότι το μήνυμα των φιλελεύθερων δεν φτάνει καν σε αυτούς.
Κατά τον ίδιο, μια αρχή προς την κατεύθυνση ρεαλιστικής αντιμετώπισης του ζητήματος θα ήταν να εξεταστούν οι αντιδράσεις εναντίον του Τραμπ στο σωστό πλαίσιο, αποφεύγοντας δηλαδή την υπεραισιοδοξία ότι κάτι αλλάζει γρήγορα. Για να υποστηρίξει αυτή την προσέγγιση, ο Τζανάν Γκανές παραθέτει, κλείνοντας, μια δημοσκόπηση του Emerson College, στην οποία μια ομάδα ψηφοφόρων είχε επιλέξει τον Τραμπ έναντι της Χάρις με διαφορά 1,2% στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και τώρα θα το έκανε ξανά, αλλά με διαφορά 0,8%!
Τόσο «μεγάλη» ήταν η επίδραση όλων αυτών των απίστευτων για πολλούς κινήσεων που έχει κάνει ο Τραμπ μετά τις 20 Ιανουαρίου, που ορκίστηκε ξανά πρόεδρος των ΗΠΑ…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
