Μια πρόσφατη μελέτη εκτίμησε ότι ένα δεκαήμερο κύμα ακραίας ζέστης που ξεκίνησε στις 23 Ιουνίου σκότωσε περίπου 2.300 ανθρώπους σε 12 ευρωπαϊκές πόλεις. Οι συνεχόμενοι καύσωνες, που σύμφωνα με τους ερευνητές είναι 1 με 4 βαθμούς Κελσίου πιο έντονοι λόγω της κλιματικής αλλαγής, εξηγούν τα δύο τρίτα αυτών των θανάτων.
Ο Economist επισημαίνει ότι οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν θερμοπληξία, καταπονούν την καρδιά και επιδεινώνουν χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης. Εν τω μεταξύ, νέοι κόκκινοι συναγερμοί για την εκδήλωση καύσωνα εκδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη από τις 10 Αυγούστου.
Η Ευρώπη θερμαίνεται ταχύτερα από τα περισσότερα μέρη του κόσμου και, σε σύγκριση με άλλες εύπορες περιοχές του πλανήτη, φαίνεται να μην είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι μέσες θερμοκρασίες στην ήπειρο αυξάνονται κατά 0,5 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία – το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου στην ξηρά, που είναι 0,26 βαθμοί.
Οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες δημιουργούν συχνότερα και εντονότερα κύματα καύσωνα. Οι προσπάθειες της Ευρώπης για μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης τις τελευταίες δεκαετίες έχουν επίσης αυξήσει τις θερμοκρασίες, καθώς ορισμένοι ρύποι αντανακλούν το ηλιακό φως πίσω στο Διάστημα. Η Αρκτική παίζει επίσης τον ρόλο της, καθώς, όσο λιώνουν οι πάγοι αντανακλούν λιγότερο ηλιακό φως, επιταχύνοντας την υπερθέρμανση της ηπείρου.
Ωστόσο οι ευρωπαϊκές πόλεις υποφέρουν περισσότερο από αντίστοιχες άλλων ηπείρων, και ας έχουν ίδιες θερμοκρασίες. Στοιχεία έρευνας του Πανεπιστημίου Γέιλ δείχνουν ότι η αύξηση της θνησιμότητας σε πόλεις της Ευρώπης όταν η ζέστη ανεβαίνει είναι μεγαλύτερη από εκείνη σε πόλεις της Ασίας ή της Αμερικής. Το Τορίνο και το Τορόντο βιώνουν παρόμοιους καύσωνες, όμως ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται κατά 50% στην ιταλική πόλη και κατά μόλις 14% στην καναδική.
Μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει τη θνησιμότητα στην Ευρώπη είναι το έλλειμμα κλιματισμού. Το ποσοστό των κατοικιών με κλιματιστικά σε Βρετανία, Ολλανδία και Ιταλία παραμένει χαμηλό – σε επίπεδα 5%, 20% και 49% αντίστοιχα. Σε αντιδιαστολή, στην Αμερική και στην Ιαπωνία το 91% των νοικοκυριών διαθέτει κλιματισμό.
Χώρες που έχουν αυξήσει την εγκατάσταση κλιματιστικών, όπως η Ισπανία, όπου το ποσοστό τους ανέβηκε από το 5% στο 40% των κατοικιών τα τελευταία χρόνια, βιώνουν λιγότερους θανάτους – ο κίνδυνος στη χώρα της Ιβηρικής είναι πλέον κατά 30%-60% χαμηλότερος. Η Ελλάδα, όπου οι καύσωνες αγγίζουν και συχνά ξεπερνούν τους 40 βαθμούς και η χρήση κλιματιστικών αυξάνεται διαρκώς, δεν αναφέρεται στα στατιστικά στοιχεία του Economist.
Ωστόσο μια νέα μελέτη καταδεικνύει ότι οι πόλεις της Ευρώπης ποικίλλουν σημαντικά ως προς την ευαισθησία τους στη θερμότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στις τοπικές θερμοκρασίες, οι πιο επικίνδυνες πόλεις τείνουν να είναι μερικές από τις πιο πυκνοδομημένες αστικές περιοχές της ηπείρου. Οι επιφάνειες από τσιμέντο και σκυρόδεμα απορροφούν και συγκρατούν θερμότητα, με αποτέλεσμα οι μεγαλουπόλεις να είναι θερμότερες από τις αγροτικές περιοχές.
Αλλα δομικά υλικά, όπως επισημαίνει ο Economist, παίζουν επίσης ρόλο – οι εμβληματικές γκρίζες στέγες από ψευδάργυρο στο Παρίσι «ψήνουν» τα διαμερίσματα που στεγάζουν. Ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από τη ζέστη στο Παρίσι αυξάνεται κατά 56% τις ημέρες με καύσωνα – ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άλλων περιοχών με ίδια θερμοκρασία.
Οι ιταλικές πόλεις παρουσιάζουν ιδιαίτερα κακές επιδόσεις. Η Μπολόνια βρίσκεται στην κορυφή του πίνακα κινδύνου ζωής σε συνθήκες καύσωνα, ενώ το Μιλάνο έχει τα πιο άθλια ποσοστά θνησιμότητας από όλες τις ιταλικές μεγαλουπόλεις. Απορία προκαλεί το γεγονός ότι οι επιδόσεις του είναι χειρότερες και από εκείνες της νοτιότερης Ρώμης, η οποία υφίσταται παρόμοια ζέστη.
Μια εξήγηση ίσως να είναι ότι το Μιλάνο είναι μια από τις πιο μολυσμένες ιταλικές πόλεις: παρότι έρευνες δείχνουν ότι οι ρύποι μπορεί να ψύξουν μια περιοχή, τα υψηλά επίπεδα σωματιδίων επιδεινώνουν και τις επιπτώσεις της ζέστης στην υγεία. Επίσης, η γήρανση του πληθυσμού της Ιταλίας αυξάνει τους κινδύνους, καθώς το 40% των θανάτων που σχετίζονται με τη ζέστη αφορούν άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι το Αμστερνταμ και το Λονδίνο είναι πολύ πιο θανατηφόρα σε ζεστό καιρό από ό,τι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις με παρόμοιες θερμοκρασίες. Τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Κοπεγχάγη, ο ημερήσιος μέσος όρος θερμοκρασίας είναι περίπου 22 βαθμοί Κελσίου, αλλά στην πρωτεύουσα της Δανίας ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται κατά 14%, ενώ στη βρετανική πρωτεύουσα αγγίζει το 45%.
Τα μέρη με περισσότερη φτώχεια υποφέρουν περισσότερο κατά τη διάρκεια καύσωνα. Με λιγότερους χώρους πρασίνου, χειρότερη στέγαση και κατοίκους που είναι πιο ευάλωτοι, οι υποβαθμισμένες γειτονιές των βρετανικών πόλεων έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να υποστούν ακραίες ζέστες σε σχέση με τις λιγότερο υποβαθμισμένες.
Παράλληλα, τα καυτά καλοκαίρια φέρνουν συνήθως θερμότερους χειμώνες, με αποτέλεσμα λιγότερους θανάτους από το κρύο σε σχέση με εκείνους από τη ζέστη, ειδικά στη βόρεια Ευρώπη. Μια άλλη μελέτη που επικαλείται ο Economist διαπιστώνει ότι πολλές ψυχρότερες πόλεις της Ευρώπης ενδέχεται να δουν μείωση του συνολικού ποσοστού θνησιμότητας από ακραίες θερμοκρασίες τα επόμενα 25 χρόνια.
Ωστόσο, αν δεν υπάρξουν δραματικές αλλαγές, οι ήδη θερμές πόλεις της Ευρώπης θα δουν μεγάλες αυξήσεις στους υπερβολικούς θανάτους που σχετίζονται με τη ζέστη. Η Φλωρεντία είναι μεταξύ των πόλεων που προβλέπεται να υποφέρουν περισσότερο – έως το 2050 το ποσοστό θνησιμότητας από καύσωνες προβλέπεται να τριπλασιαστεί σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2010, με 105 θανάτους ανά 100.000 άτομα.
Αλλά ακόμα και οι ψυχρότερες πόλεις θα νιώσουν τη θανατηφόρα ζέστη. Το ποσοστό θνησιμότητας που σχετίζεται με τη ζέστη στο Δουβλίνο υπολογίζεται ότι θα υπερδεκαπλασιαστεί, παρ’ όλο που θα παραμείνει χαμηλό συγκριτικά με τις θερμότερες μεγαλουπόλεις της ηπείρου. Ο Economist καταλήγει γράφοντας ότι, για να σωθούν ζωές, η Ευρώπη οφείλει να βρει τρόπους να διατηρείται σχετικά δροσερή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
