Επί σχεδόν μία διετία η Χαμάς ήταν σαφής σχετικά με τους όρους της: εάν δεν τερματιζόταν ο πόλεμος και δεν αποχωρούσαν οι ισραηλινές δυνάμεις, οι όμηροι δεν επρόκειτο να απελευθερωθούν, δεδομένου ότι ήταν ο μοναδικός μοχλός άσκησης πίεσης που είχε η αποδεκατισμένη ισλαμιστική οργάνωση.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες ορισμένοι εντός των τάξεών της άρχισαν να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής, υπογραμμίζοντας ότι η κράτηση ομήρων δεν είχε αποτρέψει τον Μπενιαμίν Νετανιάχου από το να εξαπολύσει μια αμείλικτη στρατιωτική εκστρατεία που μετέτρεψε τη Γάζα σε ερειπιώνα.
Αρκετοί αλληλένδετοι παράγοντες εξηγούν την απότομη αλλαγή στάσης που οδήγησε τη Χαμάς να αρχίσει να απελευθερώνει, τελικά, τους ομήρους που βρίσκονταν στις σήραγγές της επί 736 ημέρες, όπως η εξάντληση, η αδυναμία, η αυξανόμενη περιφερειακή πίεση και αυξανόμενη εμπιστοσύνη στον Ντόναλντ Τραμπ περί τήρησης των συμφωνηθέντων από την πλευρά του Ισραήλ.
Ωστόσο, όπως γράφει σε ανάλυσή του ο Εϊντριαν Μπλόμφιλντ της βρετανικής Telegraph, επικαλούμενος άραβες και δυτικούς διπλωμάτες, καταλυτική επίδραση είχε κυρίως η συνειδητοποίηση του ότι, οι όμηροι, αντί να αποτελούν πλεονέκτημα, είχαν μετατραπεί σε μειονέκτημα ενώ, μετά από περισσότερο από δύο χρόνια πολέμου, η απελευθέρωσή τους προσέφερε στην οργάνωση την καλύτερη ευκαιρία επιβίωσής της.
Πιέσεις για συμβιβασμό
Αυτή η συνειδητοποίηση συνέπεσε με μια ευρύτερη αλλαγή στάσης στην περιοχή. Ακόμα και προηγουμένως συμπαθούντα κράτη, έχοντας απαυδήσει με την αδιαλλαξία της Χαμάς, άρχισαν σιγά σιγά να συσπειρώνονται γύρω από το σχέδιο των ΗΠΑ για τον τερματισμό του πολέμου.
Με λίγα λόγια, η Χαμάς βρέθηκε ξαφνικά χωρίς συμμάχους και υπό αυξανόμενη πίεση για συμβιβασμό. Οι διαπραγματευτές της οργάνωσης που ταξίδεψαν στο Σαρμ ελ-Σέιχ της Αιγύπτου την προηγούμενη εβδομάδα για έμμεσες συνομιλίες με το Ισραήλ σχετικά με το ειρηνευτικό σχέδιο 20 σημείων του Τραμπ ήταν επομένως πιο δεκτικοί από πριν.
«Ηρθαμε να υποστηρίξουμε την υπόθεσή μας αλλά σε κάποιον βαθμό ασκούσαμε πίεση προς μια ανοιχτή πόρτα», δήλωσε ένας άραβας αξιωματούχος ενήμερος του πώς εξελίχθηκαν οι διαπραγματεύσεις. «Η Χαμάς δεν ήταν αντίθετη καταρχήν στην απελευθέρωση των ομήρων. Αυτό που ήθελαν ήταν ουσιαστικές εγγυήσεις ότι ο πόλεμος δεν θα ξαναρχίσει – και διαβεβαιώσεις ότι μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Αμερικανούς».
Η προσφερόμενη συμφωνία ήταν πολύ κατώτερη των ελπίδων της Χαμάς, ενώ ακόμη και άραβες αξιωματούχοι απογοητεύτηκαν από το πόσο ανισομερές είχε καταστεί το σχέδιο του Τραμπ. Στο πλαίσιο των συνομιλιών, η Χαμάς αναγκάστηκε να αποδεχτεί πιο σκληρούς όρους για τον αφοπλισμό της καθώς και τη συνέχιση της στρατιωτικής παρουσίας του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας. «Επρόκειτο λιγότερο για συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και περισσότερο για τελεσίγραφο για παράδοση», όπως γράφει ο δημοσιογράφος της Telegraph.
Αλλά οι διάφορες περιφερειακές δυνάμεις, περιλαμβανομένων και παραδοσιακών συμμάχων της Χαμάς, όπως το Κατάρ και η Τουρκία, ήταν ενωμένες όσο ποτέ άλλοτε την τελευταία διετία, καθώς και αποφασισμένες τρόπον τινά να αναγκάσουν την οργάνωση να αποδεχτεί την αμερικανική πρόταση.
«Το σχέδιο 20 σημείων του Τραμπ είναι η κορυφή της πυραμίδας», δήλωσε στην Telegraph ένας δυτικός διπλωμάτης. «Κάτω από αυτή υπάρχουν μήνες υπομονετικής διπλωματίας που σφυρηλάτησε μια άνευ προηγουμένου συναίνεση σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αμερική. Για πρώτη φορά, όλοι οι εταίροι της στη Μέση Ανατολή δήλωσαν στη Χαμάς ότι πρέπει να απελευθερώσει τους ομήρους, καθώς και ότι δεν μπορεί να έχει κανέναν ρόλο στη διακυβέρνηση της Γάζας».
Η απελευθέρωση των ομήρων αποτελεί, πλέον, γεγονός αλλά η Χαμάς δεν έχει ακόμη δώσει σαφείς απαντήσεις στα πιο επίμαχα σημεία του σχεδίου Τραμπ, όσον αφορά, για παράδειγμα, τον αφοπλισμό της ή την αποδοχή μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό διεθνή κηδεμονία και υπό την επίβλεψη του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και του Τόνι Μπλερ.
Μια συμφωνία για τους ομήρους «καλή για το καθεστώς»
Εν ολίγοις, η συμφωνία για τους ομήρους αποδείχτηκε το λιγότερο επίμαχο ζήτημα. Οι περιφερειακοί μεσολαβητές προειδοποίησαν τη Χαμάς ότι άρνησή της για απελευθέρωση των ομήρων θα επέτρεπε στον Μπενιαμίν Νετανιάχου να συνεχίσει τον πόλεμό του με την απόλυτη υποστήριξη των ΗΠΑ ενώ συγχρόνως θα υπονόμευε την αυξανόμενη διεθνή υποστήριξη για τον παλαιστινιακό σκοπό. Αντιθέτως εάν μετά την απελευθέρωση των ομήρων το Ισραήλ αποφάσιζε (ή αποφασίσει) να συνεχίσει την πολεμική εκστρατεία του, η οργή όλου του κόσμου θα ήταν πιο έντονη από ποτέ.
Η Χαμάς, η οποία είχε καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα, ενδέχεται επίσης να υπολόγισε ότι η απελευθέρωση των ομήρων θα της έδινε μεγαλύτερο περιθώριο να διαπραγματευτεί ή να αντισταθεί σε πιο επίμαχα ζητήματα, όπως ο αφοπλισμός της. Οπως το έθεσε ένας αξιωματούχος από ένα από τα κράτη του Κόλπου, «το γεγονός είναι ότι η Χαμάς έχει μεγαλύτερη επιρροή χωρίς τους ομήρους παρά με αυτούς […] Το Ισραήλ θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επανέναρξη των εχθροπραξιών εάν η Χαμάς εξακολουθούσε να κρατά τους ομήρους. Η επανέναρξη του πολέμου επειδή η Χαμάς δεν συμμορφώνεται με αφηρημένες απαιτήσεις είναι πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί».
Ωστόσο έπρεπε να πειστεί η ηγεσία της παλαιστινιακής οργάνωσης: η απελευθέρωση των ομήρων δίχως σημαντικά ανταλλάγματα ήταν ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα που θα μπορούσε να κοστίσει πολύ ακριβά στη Χαμάς. Αλλωστε ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν αυτός που δεν τήρησε μια προηγούμενη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που υποτίθετο πως θα οδηγούσε σε μόνιμη ειρήνη τον περασμένο Μάρτιο, ενώ ο αμερικανός πρόεδρος δεν είχε κάνει πολλά, τότε, για να τον συγκρατήσει.
Αλλά η Χαμάς άρχισε σταδιακά να εμπιστεύεται τον Ντόναλντ Τραμπ, αφού αντέδρασε οργισμένα στην (αποτυχημένη) αεροπορική επιδρομή του Ισραήλ στο Κατάρ τον προηγούμενο μήνα, με στόχο την εξουδετέρωση της πολιτικής ηγεσίας της.
Ο αμερικανός πρόεδρος έφτασε στο σημείο να αναγκάσει τον ισραηλινό πρωθυπουργό να ζητήσει συγγνώμη αλλά και να δεσμευτεί ότι δεν θα συνέβαινε ξανά κάτι παρόμοιο. Ομως το πιο εντυπωσιακό για τη Χαμάς ήταν η δέσμευση του Τραμπ, μέσω της υπογραφής, μάλιστα, εκτελεστικού διατάγματος, περί προστασίας του Κατάρ από εχθρικές ενέργειες. Αυτή η τελευταία κίνηση του προέδρου των ΗΠΑ, έπεισε τη Χαμάς ότι σοβαρολογούσε, τουλάχιστον περισσότερο από όσο στο παρελθόν, και ήταν έτοιμος να ορθώσει το ανάστημά του στο Ισραήλ.
Εξαντλημένη από έναν πόλεμο που της κόστισε την πολιτική ηγεσία της καθώς και πάρα πολλούς από τους πιο έμπειρους μαχητές της, η Χαμάς αποφάσισε, τελικά, να βάλει νερό στο κρασί της. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν την περασμένη Δευτέρα, ενώ έως το βράδυ της Τρίτης –υπό την πίεση κυρίως του σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν Αλ Θάνι, πρωθυπουργού του Κατάρ, και του Ιμπραήμ Καλίν, αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας– η Χαμάς είχε συμφωνήσει κατ’ αρχήν με το σχέδιο του Τραμπ, ζητώντας, όμως, περαιτέρω διαβεβαιώσεις, οι οποίες δόθηκαν την επομένη, όταν ο Στιβ Γουίτκοφ και ο Τζάρεντ Κούσνερ, απεσταλμένοι του Τραμπ, μετέβησαν στο Σαρμ ελ-Σέιχ. Και την Πέμπτη η Χαμάς ανακοίνωσε την ετοιμότητά της να απελευθερώσει τους ομήρους εντός 72 ωρών από την έναρξη της εκεχειρίας.
Οσο για τη συνέχεια, «ο Τραμπ κατάφερε τη νίκη του. Αλλά με τη Χαμάς να επιμένει σε περαιτέρω συνομιλίες πριν αποδεχτεί το υπόλοιπο σχέδιο, η πιο δύσκολη μάχη –για μια διαρκή ειρήνη στη Γάζα– δεν έχει ακόμη δοθεί», σημειώνει ο Εϊντριαν Μπλόμφιλντ στην ανάλυσή του.
