Επικαιρότητα

Ερευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξης και Καινοτομία: τρεις προτάσεις

Τι να κάνουμε με γνώμονα την ωφέλεια τόσο της λειτουργίας του κράτους όσο και την αποκομιδή οικονομικών ωφελημάτων από τη διεξαγωγή έργων ΕΤΑΚ για τη χώρα: Προδημοσίευση από το δοκίμιο του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ Θόδωρου Λουκάκη «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΚΕΝΩ / Η ασήμαντη η ωφέλεια της Ελληνικής οικονομίας από τη διεξαγωγή ερευνητικών έργων - ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΔΙΩΓΜΩ / Η πολιτεία συνεχίζει να απαξιώνει τα Ελληνικά πανεπιστήμια»
Tο δικό σας Protagon

Η Ελλάδα, πτωχευμένη, με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη και με την οικονομία της υπό εποπτεία, είχε ανέκαθεν  ιδιαίτερα κακή επίδοση στην περιοχή των εξαγωγών, όπως δείχνεται στο παρακάτω διάγραμμα, που συνοδεύεται από αντίστοιχο ετήσιο έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά περίπου 20 δισ. €. Συνεπώς είναι προφανές ότι η αύξηση των εξαγωγών θα έπρεπε να είναι ένας από τους κύριους στόχους της χρηματοδότησης από την κυβέρνηση έργων Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) σε μια χώρα που διαθέτει ερευνητές περισσότερους από το μέσο όρο της Ε.Ε.!   Παρά ταύτα σε κανένα επίσημο  κείμενο ή άρθρο σε εφημερίδα ή εκπομπή στην τηλεόραση δεν έχει ο συγγραφέας καταφέρει εδώ και πενήντα χρόνια να βρει κάποιες έστω βελτιωτικές για την οικονομία επιπτώσεις συνεπεία της διεξαγωγής από το δημόσιο τομέα έργων ΕΤΑΚ εκφρασμένες ποσοτικά (σε € δηλαδή) και όχι μόνο βερμπαλιστικά! Η προσεκτική ανάλυση του γιατί συμβαίνει αυτό μπορεί να οδηγήσει στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

Σχετικά, η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση με την οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν φορολογική απαλλαγή για το σύνολο των επενδύσεων τους σε έργα ΕΤΑΚ αποτελεί πολύ σημαντική υπέρ των επιχειρήσεων εξέλιξη. Επίσης πολλές από τις καθυστερημένες δράσεις του ΕΠΑνΕΚ/ΕΤΑΚ που μόλις προκηρύχτηκαν είναι ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις.

Μετά τη διεξοδική ανάλυση όλων των πτυχών του θέματος με γνώμονα την ωφέλεια τόσο της λειτουργίας του κράτους όσο και την αποκομιδή οικονομικών ωφελημάτων από τη διεξαγωγή έργων ΕΤΑΚ για τη χώρα, μπορεί να στοιχειοθετηθούν οι ακόλουθες προτάσεις:

Πρόταση πρώτη

Τα πανεπιστήμια να διχοτομηθούν διοικητικά και το ερευνητικό/αναπτυξιακό κομμάτι τους να υπαχθεί (ή να υπαχθεί εκ παραλλήλου) σε ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα υπουργεία ( πχ. Υπουργείο Ανάπτυξης/Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας, Υπουργείο Οικονομικών, Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Υπουργείο Υγείας, Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας κα.). Το Υπ. Παιδείας σήμερα δεν έχει καν Διεύθυνση σύνδεσης των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των πανεπιστημίων με τις ανάγκες της παραγωγής, ούτε έμπειρα στελέχη και δε διεκδικεί (εδώ και 15 χρόνια) από τον τακτικό προϋπολογισμό και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων τις αναγκαίες πιστώσεις για τη λειτουργία των πανεπιστημίων, που έχουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία και ερευνητικό και αναπτυξιακό σκοπό. Δεν τις αναζητά δε ούτε από υπάρχουσες πηγές της Ε.Ε. στα πλαίσια του ΕΣΠΑ 2021-2027, ούτε από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως κάνει το Υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας για τα ερευνητικά κέντρα, ούτε μέσω δανείων όπως γίνεται για τα ερευνητικά κέντρα.

Μια τέτοια ρύθμιση, που αποτελεί πραγματική διοικητική καινοτομία, θα διευκόλυνε και θα αναβάθμιζε τη λειτουργία του κράτους με πολύ μικρό κόστος. Πχ. το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του ΕΜΠ θα ήταν ευτυχισμένο στην αγκαλιά του Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης αντί του Υπ. Παιδείας που το αγνοεί τελείως, παρόλο που είναι πασίγνωστο στην Ευρώπη! Επίσης, το Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας θα είχε άνετη πρόσβαση στις υπηρεσίες της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ ιδιαίτερα χρήσιμες για τη σωστή εκπροσώπηση της χώρας στον IMO του ΟΗΕ και υπάρχουν εκατοντάδες άλλα τέτοια παραδείγματα.

Πρόταση δεύτερη

Εναλλακτικά, τα πανεπιστήμια αφού απογράψουν τις ύψους δεκάδων δις € υποδομές τους, που καλύπτουν εκπαιδευτικούς, ερευνητικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς, να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλούμενα αδυναμία λειτουργίας κατά το Σύνταγμα και τη νομοθεσία με το εξής σκεπτικό έγκριτου νομικού:

«Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος εγκαθιδρύεται συνταγματική υποχρέωση (και αντίστοιχο δικαίωμα των ΑΕΙ) όχι μόνο για την επαρκή χρηματοδότηση τους, αλλά και για την πλήρη υλικοτεχνική υποστήριξη και στελέχωση τους, ώστε να διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη και προαγωγή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της συμμετοχής τους στην ανάπτυξη της χώρας. Παράλειψη της ανωτέρω υποχρέωσης παραβιάζει το Σύνταγμα και δίνει την δυνατότητα σε όποιον έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της παράλειψης στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα αρμόδια κατά περίπτωση διοικητικά δικαστήρια».

Πρόταση Τρίτη

Η σημαντικότερη πρόταση προς την κυβέρνηση είναι τόσο απλή ώστε να είναι δυσνόητη σε ένα σύστημα που έχει από δεκαετίες μάθει να δουλεύει κατ’ απομίμηση των επιτυχημένων πρακτικών άλλων κρατών της Ε.Ε. σε θέματα ΕΤΑΚ, έστω και εάν εκ του αποτελέσματος η μέθοδος αυτή ουδόλως προήγαγε ποτέ την Ελληνική οικονομία. Κατά την άποψη μου το πρόβλημα πρέπει να μπει σε καλούπι «επιχειρηματικού σχεδίου» με σαφώς καθορισμένους (οικονομικούς) στόχους, το οποίο να λαμβάνει υπόψη ότι οι ενδιαφερόμενοι (stakeholders) είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι και όχι μικρές ομάδες εργασιακά τακτοποιημένων πολιτών. Το επιχειρηματικό σχέδιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όσα στοιχεία αναφέρθηκαν μέχρι τώρα που σε μεγάλο βαθμό εκφράζονται επιγραμματικά και μετά λόγου γνώσεως από επί δεκαετίες πρώην διευθυντικό στέλεχος της ΓΓΕΚ:

«Η αμιγώς εθνική χρηματοδότηση της ΕΤΑΚ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και περιορίζεται στις χρηματοδοτήσεις  (κυρίως μισθοδοσία) του Τακτικού Προϋπολογισμού. Η υποστήριξη όμως της έρευνας με εθνικά κονδύλια και εθνικές δράσεις είναι απαραίτητη καθώς το διαχειριστικό περιβάλλον των διαρθρωτικών προγραμμάτων είναι ιδιαίτερα γραφειοκρατικό και χρονοβόρο για τη γρήγορη υποστήριξη και διεκπεραίωση πολύπλοκων δράσεων. Μόνο με εθνικούς πόρους, ευέλικτες διαδικασίες και εξατομικευμένες παρεμβάσεις μπορούν να υποστηριχθούν καινοτόμες δράσεις με άμεσα αποτελέσματα».

Σχετικά και σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από το ΕΡΕΥΝΩ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΩ, που είναι το μεγαλύτερο πρόγραμμα του ΕΠΑνΕΚ/ΕΤΑΚ 2014-2020 με προϋπολογισμό 546 εκ.€, μέχρι τις 14.4.2021 είχε διατεθεί σε όλους δικαιούχους δημόσια δαπάνη ύψους μόνο 210 εκ.€! Εάν τώρα ο ιδιωτικός τομέας συνέχισε να παίρνει μόνο το 19% της πίτας, δηλαδή 39,9 εκ.€ από τα οποία η πολιτεία διέθεσε μόνο 7,98 εκ. από το 2014,  η απόδοση του συστήματος ως προς την ωφέλεια της οικονομίας είναι πραγματικά δυσδιάκριτη! Πολύς δηλαδή θόρυβος για το οικονομικό τίποτα!

Συνεπώς πράγματι απαιτείται νέο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο όμως προφανώς και δε μπορεί να περιλαμβάνει την πλήρη απαξίωση του κυριότερου, μοναδικού θα έλεγα, αναπτυξιακού εργαλείου (asset) που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση σε θέματα ΕΤΑΚ, που είναι τα στελέχη και οι αναπτυξιακές υποδομές των πανεπιστημίων. Φυσικά, κάθε επιχειρηματικό σχέδιο περιλαμβάνει και επενδύσεις. Επί του προκειμένου εάν η πολιτεία δεν αποφασίσει να διαθέσει εξ ιδίων σημαντικά περισσότερα από τα μόνο 200 εκ.€ που διαθέτει τώρα ανά επταετία για ανταποδοτικά έργα ΕΤΑΚ, το επιχειρηματικό σχέδιο θα αποτύχει, όπως ακριβώς έχει συμβεί μέχρι τώρα. Και φυσικά πιστώσεις υπάρχουν, εκεί ακριβώς που βρέθηκαν οι μεγάλες (περίπου 400 εκ.€, τα περισσότερα μέσω εκ νέου δανεισμού) πιστώσεις που η πολιτεία πρόσφατα ήδη διέθεσε και προτίθεται στο μέλλον να επαυξήσει για τη μη ανταποδοτική για την οικονομία (και άρα εκτός επιχειρηματικού σχεδίου) βασική έρευνα.


* Ο Θεόδωρος Λουκάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου Αθηνών

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Τα περιεχόμενα της προδημοσίευσης προέρχονται από το δοκίμιο του Θόδωρου Λουκάκη με τίτλο « ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΚΕΝΩ/Η ασήμαντη η ωφέλεια της Ελληνικής οικονομίας από τη διεξαγωγή ερευνητικών έργων – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΔΙΩΓΜΩ/ Η πολιτεία συνεχίζει να απαξιώνει τα Ελληνικά πανεπιστήμια» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Bookstars το Σεπτέμβριο του 2021.
Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ Θόδωρος Λουκάκης είναι γνωστός ειδικός σε θέματα τεχνολογικής εκπαίδευσης, έρευνας και ανάπτυξης περί των οποίων αρθρογραφούσε στο ΒΗΜΑ επί τρεις δεκαετίες.
Ο συγγραφέας μερίμνησε για την αποστολή 100 περίπου αντιτύπων του δοκιμίου σε πολλές αρμόδιες πολιτικές, ακαδημαϊκές/ ερευνητικές και δικαστικές αρχές, αρχής γενομένης από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αντίτυπα εστάλησαν επίσης στον επιχειρηματικό κόσμο, τα ΜΜΕ και άλλους.