Ενας ανατριχιαστικός Ράσελ Κρόου στον ρόλο του Χέρμαν Γκέρινγκ
Ο Ράσελ Κρόου στον ρόλο του Χέρμαν Γκέρινγκ στην ταινία «Νυρεμβέργη» του Τζέιμς Βάντερμπιλτ | Toronto International Film Festival
Επικαιρότητα

Ενας ανατριχιαστικός Ράσελ Κρόου στον ρόλο του Χέρμαν Γκέρινγκ

Ο αυστραλός ηθοποιός συγκλονίζει ερμηνεύοντας το δεξί χέρι του Χίτλερ στην ταινία «Νυρεμβέργη» και θέτει τις βάσεις για μια υποψηφιότητα στα βραβεία Οσκαρ της επόμενης χρονιάς
Protagon Team

Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τον Χέρμαν Γκέρινγκ, δεξί χέρι του Αδόλφου Χίτλερ, αλλά και τα άλλα μέλη της ναζιστικής ηγεσίας που καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις δίκες της Νυρεμβέργης το 1946, ως τέρατα. Πιο δύσκολο είναι να τους φανταστεί κανείς ως ανθρώπους – πόσο μάλλον ως ανατριχιαστικά γοητευτικούς.

Ξεχνώντας την ανθρώπινη διάσταση αυτών των «τεράτων» χάνει κανείς το νήμα της ιστορικής διαδρομής – και παράλληλα τη δυνατότητα που έχει να τους σταματήσει. Και αυτό είναι σημαντικό σε μια εποχή όπου η εξάπλωση του μίσους και η άνοδος του φασισμού δείχνουν να εμφανίζονται ξανά σε όλο τον πλανήτη στις μέρες μας, όπως επισημαίνει δημοσίευμα της Washington Post.

Αυτό είναι το επείγον μήνυμα της ταινίας «Νυρεμβέργη» του σεναριογράφου-σκηνοθέτη Τζέιμς Βάντερμπιλτ, η οποία έλαβε παρατεταμένα χειροκροτήματα στην παγκόσμια πρεμιέρα της το βράδυ της Κυριακής 7 Σεπτεμβρίου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο. Το θρίλερ με τον σφιχτό ρυθμό γυρίστηκε μετά από σχολαστικές έρευνες του δημιουργού του, ενώ βασίζεται στο μη μυθοπλαστικό μπεστ σέλερ του Τζακ Ελ-Χάι, «Ο Ναζί και ο Ψυχίατρος», του 2013.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Ράσελ Κρόου στο ρόλο του Γκέρινγκ και ο Ράμι Μάλεκ στο ρόλο του αντισυνταγματάρχη Ντάγκλας Κέλι, του ψυχολόγου του αμερικανικού στρατού που αναλαμβάνει να τον αξιολογήσει πριν την παρουσία του στη δίκη της Νυρεμβέργης – της πόλης όπου ο Χίτλερ διοργάνωνε μαζικές συγκεντρώσεις για το Τρίτο Ράιχ.

Η ταινία, που θα κάνει πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες στις 7 Νοεμβρίου, φαντάζει εντελώς σύγχρονη, καθώς η θεματική της αγγίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απλοί άνθρωποι είναι ικανοί να διαπράξουν απερίγραπτο κακό. «Η υπενθύμιση ότι πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι πήραν αυτές τις αποφάσεις συλλογικά, πιστεύοντας ότι δεν θα τις πλήρωναν, είναι κάτι πολύ τρομακτικό», αναφέρει ο Ράσελ Κρόου σε δηλώσεις που μοίρασε στον Τύπο.

Στο ρόλο του Ανώτατου Διοικητή του Ράιχ, ο Κρόου γίνεται εναλλάξ επιβλητικός και τρομακτικός, μυστηριωδώς αστείος και ζεστός – ένας επιδέξιος κοινωνικός χειριστής που παρασύρει τον Κέλι του Μάλεκ στον ιστό των ψεμάτων του. Το γεγονός ότι οι θεατές υποκύπτουν στη γοητεία αυτού του αμετανόητου αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος, κάνει την ταινία μια από τις πιο ανατριχιαστικές απεικονίσεις των Ναζί στην ιστορία του κινηματογράφου.

Παράλληλα συνιστά δυναμική επιστροφή του Κρόου με μια ερμηνεία που μπορεί να του προσφέρει μια τέταρτη υποψηφιότητα για Οσκαρ καθώς, πέρα από την καθηλωτική ερμηνεία του, μιλά άπταιστα γερμανικά στα πρώτα 20 λεπτά της διάρκειας 2,5 ωρών ταινίας.

Η Ιστορία περιγράφει τον Γκέρινγκ ως χαρισματική προσωπικότητα που γοήτευε τους πάντες. Αποστολή του Κέλι είναι να βεβαιωθεί ότι οι Ναζί είναι ψυχολογικά ικανοί για να δικαστούν και ότι δεν θα επιχειρήσουν να αποφύγουν τις δίκες μέσω αυτοκτονίας, όπως ο Χίτλερ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Χάινριχ Χίμλερ. Αλλά η αποστολή του Κέλι αφορά και τη φύση του ίδιου του κακού – τι οδηγεί κάποιους να διαπράξουν τέτοιες φρικαλεότητες.

Το αντιδημοφιλές συμπέρασμά του, το οποίο οδήγησε στον εξοστρακισμό του από τους συναδέλφους του για το υπόλοιπο της καριέρας του, ήταν ότι δεν υπήρχε κάτι που έκανε τους Ναζί ιδιαίτερα ξεχωριστούς. Οταν ο Μάλεκ/Κέλι ρωτά «τι κάνει τους Γερμανούς διαφορετικούς από όλους εμάς;», δεν απευθύνεται σε κάποιον χαρακτήρα της ταινίας, αλλά στο ίδιο το κοινό.

Ο Βάντερμπιλτ επέλεξε συνειδητά τον Κρόου για να υποδυθεί τον Γκέρινγκ. Ο αυστραλός ερμηνευτής διάβασε το σενάριο το 2019, επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά από τα γυρίσματα της εξαιρετικής τηλεοπτικής σειράς «Η Πιο Δυνατή Φωνή» – για την οποία κέρδισε Χρυσή Σφαίρα. Ξεκίνησε άμεσα τις έρευνες για τον Γκέρινγκ και ανακοίνωσε δημοσίως τη συμμετοχή του στην ταινία, παρότι η χρηματοδότησή της κατέρρεε. Χρειάστηκε πέντε χρόνια προετοιμασίας για το ρόλο.

Εμαθε ότι ο Γκέρινγκ καταγόταν από την ανώτερη μεσαία τάξη της Γερμανίας και ότι ήταν διακριθείς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν εθισμένος στα χάπια, είχε γεμίσει τη βίλα του με έργα τέχνης και κοσμήματα που είχαν κλαπεί από Εβραίους, ίδρυσε τη Γκεστάπο, υπέγραψε τη διαταγή του Ράινχαρντ Χάιντριχ για την «Τελική Λύση» παρέχοντας νομική κάλυψη για το Ολοκαύτωμα, και παραδεχόταν ότι ο αντισημιτισμός του είχε κίνητρο το προσωπικό του όφελος.

Ο Γκέρινγκ που ήθελε να υποδυθεί δεν ήταν υπερβολικά επιθετικός, αλλά απλώς αναίσθητος στον τρόμο, ικανός να λέει –και να κάνει– αθλιότητες με έναν απίστευτα αδιάφορο τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ερωτηθείς στη διάρκεια της πρες κόνφερανς του Φεστιβάλ πώς κατάφερε να απεικονίσει τον χαρακτήρα του, ο Κρόου απάντησε σαρκαστικά: «Ελάτε με νερά και με σάντουιτς αύριο το πρωί, γιατί θα χρειαστώ κανένα δίωρο να σας απαντήσω».

Σοβαρευόμενος επαίνεσε το καστ των συμπρωταγωνιστών του, που περιλαμβάνουν τον Μάικλ Σάνον, τον Τζον Σλάτερι, και τους βρετανούς Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ και Λίο Γούνταλ και ανέφερε το ρίσκο της συμμετοχής του στο πρότζεκτ του σκηνοθέτη Βάντερμπιλτ, κυρίως λόγω της προβληματικής χρηματοδότησής του – ισχυρίστηκε, όμως, ότι το σενάριο ήταν τόσο καλογραμμένο, που ήταν σίγουρος ότι τα χρήματα τελικά θα έρχονταν.

Η ταινία κατέφθασε στο Τορόντο με ένα σύννεφο σκεπτικισμού. Πρόκειται για τη δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του Βάντερμπιλτ –ο οποίος είναι έμπειρος σεναριογράφος ταινιών όπως το «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ και το «The Amazing Spider-Man»– ενώ ο ίδιος ο Κρόου δεν έχει αναλάβει τόσο απαιτητικό ρόλο εδώ και πολλά χρόνια. Ο σκηνοθέτης αρχικά οραματίστηκε την ταινία ως θεατρικό δράμα δωματίου, με δύο χαρακτήρες μέσα σε ένα κελί.

Αλλά μετά από 13 χρόνια έρευνας στα αρχεία των 218 ημερών της δίκης της Νυρεμβέργης για τον χαρακτήρα του Κέλι, άρχισε να διευρύνει το σκηνοθετικό του βλέμμα. Σε σημειώσεις που διένειμε στον Τύπο αναφέρει ότι είχε ως πρότυπο ταινίες βασισμένες σε πραγματικά περιστατικά, όπως το «JFK» του Ολιβερ Στόουν, και το «Απόλλων 13» του Ρον Χάουαρντ, οι οποίες μεταφέρουν πληροφορίες ενώ ταυτόχρονα αφηγούνται συναρπαστικές μυθοπλαστικές ιστορίες.

Η ταινία εμβαθύνει επίσης στη σημασία των δικών της Νυρεμβέργης σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν νομολογίες, ή νομικό προηγούμενο. Παρουσιάζει τον επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου, δικαστή Ρόμπερτ Τζάκσον –τον οποίο ερμηνεύει ο Μάικλ Σάνον– να ενοχοποιεί μέχρι και τον Πάπα, επισημαίνοντας ότι η Καθολική Εκκλησία ήταν από τις πρώτες διεθνείς οντότητες που αναγνώρισαν επίσημα τη νομιμότητα του καθεστώτος του Χίτλερ.

Ο Βάντερμπιλτ χρησιμοποίησε ένα τρικ που σπάνια εφαρμόζεται στις ταινίες. Πρόβαλε τις σκηνές του Ολοκαυτώματος που παίχτηκαν στη δίκη για πρώτη φορά στο καστ κατά τη διάρκεια του γυρίσματος της σκηνής, έχοντας ζητήσει από όλους να μην τα παρακολουθήσουν από πριν. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό, με τις κάμερες να εστιάζουν στις αυθεντικές αντιδράσεις των ηθοποιών.

Στη συνέντευξη Τύπου ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι κίνητρό του για να γυρίσει τη «Νυρεμβέργη» ήταν να τιμήσει τη μνήμη των δύο παππούδων του, που υπηρέτησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – αλλά ότι στο βάθος του μυαλού του υπήρχαν και τα παιδιά του. «Μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τον πόλεμο και είχα φίλους που έχασαν μέλη της οικογένειάς τους στο Ολοκαύτωμα, οπότε για τη γενιά μου, για μένα, ήταν κάτι ζωντανό», είπε.

Τώρα τα παιδιά του με το ζόρι κατανοούν το Ολοκαύτωμα – πόσο μάλλον το συγκεκριμένο εξάμηνο κεφάλαιο της ιστορίας ανάμεσα στο τέλος του πολέμου και τις εκτελέσεις της ανώτατης διοίκησης των Ναζί. «Είναι σαν να τους μιλάς για την Αμερικανική Επανάσταση», λέει. «Το παρελθόν μένει όλο και πιο πίσω μας, και έτσι οι προσπάθειές μας είναι να το ξαναζωντανέψουμε, καθώς υπάρχουν τόσα πολλά που μπορούμε να διδαχθούμε από αυτό», συμπληρώνει.

Exit mobile version