Protagon A περίοδος

Τζουμέρκα, μια άλλη Ελλάδα 2.0

Στο ποτάμι του παππού υπάρχει ακόμη η παλιά γούρνα των παιδιών και πίσω από τον ρημαγμένο μύλο τα αυλάκια που άνοιγε κάθε άνοιξη με επιμέλεια και τέχνη, παραμένουν πια στραγγισμένα...

Νίκη Κόλλια

Στο ποτάμι του παππού υπάρχει ακόμη η παλιά γούρνα των παιδιών και πίσω από τον ρημαγμένο μύλο τα αυλάκια που άνοιγε κάθε άνοιξη με επιμέλεια και τέχνη, παραμένουν πια στραγγισμένα. Λίγο μετά την πέτρινη πλατεία, απ’ τα ξεχαρβαλωμένα παραθύρια του κλειστού μπακάλικου του Θανάση κρέμονται τσαμπιά άγριων μούρων και γριές κουκουβάγιες περπατούν στα ράφια και τα σακιά. Κάποτε η μακαρίτισσα η γυναίκα του γυρνούσε μες τα καλοκαίρια σε γάμους και πανηγύρια και έχωνε στα κρυφά κάτω απ’ τις ποδιές και τα μαντήλια της στραγάλια και καραμελωμένα μηλαράκια, γιατί της άρεσαν πολύ οι λιχουδιές, αλλά δεν είχε κανέναν να της φέρνει.

Στο παλιό δημοτικό -κλειστό τα τελευταία χρόνια- δίπλα στις σκουριασμένες βρύσες και τα τραπεζάκια φαγητού κατοικεί μια ξεχασμένη χελώνα, ίδια σχεδόν με τις πέτρες στους τοίχους του σχολείου. Κάποτε για τέτοιες χελώνες γυρνούσαμε με τον παππού όλους τους κήπους ως τα πέρα χωράφια, τσαλαπατούσαμε μακεδονήσια, πράσα και λάπατα, κόβαμε μαρούλια για το φαγητό τους και καθώς εκείνος δεν μου χάλαγε χατίρι, τις βάζαμε σε τενεκέδες όλη μέρα και τις απελευθέρωνε ξανά τα βράδια. Άλλες φορές ξεκινούσαμε πρωί-πρωί για τους καθιερωμένους μας περιπάτους. Περίπατος και άλλο βουνό, διαδρομή και άλλο μονοπάτι και όποτε έτρωγα τα γόνατά μου σε ρίπες και πουρνάρια, εκείνος άρχιζε τις ιστορίες του και έτσι ξεχνιόμουν με τις λέξεις.

Στο μικρό κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής την Κυριακή βγάλαν τον Στέφανο. Διάβασαν στάρι, το μοίρασαν οι γυναίκες σε πετσέτες και ύστερα μες την απογευματινή κουφόβραση άναψαν ένα-ένα τα χειροποίητα κεριά τους και τα μικρά καντήλια των ξύλινων τάφων και άρχισαν το μοιρολόι. Άμα φυσάει δυνατός αέρας μερικά απογεύματα, ανάμεσα στα πλατάνια και τα κράνα, ακούγονται κάτι άφαντα νερά σα να ξεπλένουν τις ψυχές και εκείνες να ψιθυρίζουν ευχαριστημένες. Τα πρωινά, γύρω στις έξι, ο Γιάννης περνά τα γίδια μες το ρέμα, ανεβαίνει τους κήπους του Χρήστου και εκεί ξυστά στον τοίχο της εκκλησίας, πάνω στη γνωστή του κοτρόνα, κοιτά για λίγο, μια τον αδερφό του τον Χρηστάκη, μια τη θυγατέρα του, τη Βασίλω, που χάθηκε απ’ την παλιαρρώστια πριν τα σαράντα της, και συνεχίζει. Τότε είναι που τα σκυλιά του κοπαδιού αρχίζουν ένα διαολεμένο γάβγισμα, λες και ακόμη μυρίζουν και αισθάνονται το αφεντικό τους.

Οι φίλοι του παππού μας αποχαιρέτησαν ένας-ένας. Όπως και εκείνος άλλωστε. Τα σπίτια κλείστηκαν, τα ζώα πουλήθηκαν, οι κήποι χορτάριασαν, πέσαν οι μάντρες. Αν πάρεις το ποτάμι προς τα πάνω, μες τις λευκές πέτρες και τα βοτάνια, σιγά-σιγά η φασαρία του κόσμου πνίγεται ολοκληρωτικά σ’ ένα περίεργο φως. Κάποτε σε ένα τέτοιο εκτυφλωτικό φως πνίγηκε ένα μικρό κορίτσι περνώντας μια αυτοσχέδια γέφυρα για να πάει σχολείο. Εβδομήντα και ογδόντα παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τη θάλασσα, στοιβαγμένα σε κρύες τάξεις, πάνω-κάτω στα βουνά και την ερημιά με τα πόδια, ζορισμένα σε νοικιασμένα δωμάτια, σχεδόν χωρίς βιβλία και τετράδια, αναζητώντας. Πεζοί ταχυδρόμοι, αγράμματοι μπακάληδες, γυναίκες με μαντήλια από τα είκοσι και για μια ζωή, αυτοδίδακτοι ράφτες, πρακτικοί, γεωργοί και μαζί γεωπόνοι, χτίστες και μαζί μηχανικοί, μια ζωή αναζητώντας. Ξεχασμένοι στα βουνά τους, πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς υπήρξαν σπουδαίοι, μες την απλότητα και την πληρότητά τους, γενναιόδωροι παρά τη φτώχεια, καλόψυχοι παρά τις στερήσεις, επίμονοι, σοβαροί και μετρημένοι γράψαν την ιστορία τους σε έναν κόσμο που έφυγε οριστικά, έζησαν ειρηνικά και αδελφωμένα. «Πότε θα μου διαβάσεις;» τον ρωτούσα μόλις ανέβαινα στο βουνό του, ριχνόμουν στην αγκαλιά του και ο παππούς μου, πάντα σοβαρός, με έπαιρνε στην πλάτη και ξεκινούσε τις ιστορίες, παλιές, προσωπικές και πονεμένες.