1418
|

Στην κηδεία του Σεφέρη

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 22 Σεπτεμβρίου 2013, 00:13

Στην κηδεία του Σεφέρη

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 22 Σεπτεμβρίου 2013, 00:13

Σαν προχθές πριν 42 χρόνια έφυγε ο Γιώργος Σεφέρης, Και σαν σήμερα πήγα στην κηδεία του, που ήταν και η πρώτη μου διαδήλωση. Πόσες στιγμές έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στην μνήμη μας όταν κάνουμε απολογισμό ζωής; Πέντε, έξι; Άντε δέκα. Και για πόσες μπορείς να μουρμουρίσεις περήφανος και συγκινημένος:  ήμουν και εγώ εκεί;». Το πολύ για άλλες τόσες. Η κηδεία του Σεφέρη ήταν μια από αυτές. Στον Σεφέρη με είχε μυήσει ο πατέρας μου. Ο Μιχάλης Μπίστης ήταν ένας κεντροαριστερός της εποχής του που διάβαζε πολύ. Τον θυμάμαι τα βράδια στην πολυθρόνα του, εγώ να παίζω στρατιωτάκια στο χαλί και αυτός να έχει ένα βιβλίο μπροστά του. Ψήφιζε στις δημοτικές πάντα τον αριστερό υποψήφιο αλλά όταν τα πράγματα σοβάρευαν στις εθνικές εκλογές ψήφιζε, με εξαίρεση το '58, κέντρο. Από αυτόν πρωτάκουσα για τον Σεφέρη σε παθιασμένες συζητήσεις στην παρέα του όταν ο Σεφέρης πήρε το Νόμπελ. Οι αριστεροί της παρέας διεκδικούσαν τουλάχιστον το μισό Νόμπελ. «Αν δεν ήταν ο Μίκης να μελοποιήσει το Περιγιάλι δεν θα τον ήξερε ούτε η μάνα του» ήταν η γνωστή τότε επωδός. Οι  δεξιοί της παρέας ούτε τον είχαν ακούσει αλλά όφειλαν να τον υπερασπιστούν γιατί ήταν «δικός τους». Ο πατέρας μου με την ήρεμη αποδοκιμαστική φωνή του τους έβαζε πάγο. «Διαβάστε πρώτα και μετά να μιλάτε. Δεν χωράνε όλα στην πολιτική αντιπαράθεση. Και ο Ρίτσος και ο Ελύτης είναι καλοί ποιητές. Μεγάλος όμως είναι ο Σεφέρης. Συνδυάζει βάθος, απλότητα και μουσικότητα στον στίχο. Γιατί νομίζετε ότι «έδεσε» έτσι με τον Θεοδωράκη;» Και για να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, άνοιξε τα Επιφάνια Αβέρωφ και τους διάβασε

«Κράτησα την ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
Καμιά φωτιά στην κορυφή που βραδιάζει
Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό μου χέρι μια γραμμή
Μια χαρακιά στο γόνατο σου…»

Θυμάμαι ακόμα την σιωπή που έπεσε και τον θριαμβευτικό επίλογο του πατέρα μου: «Λοιπόν, αυτό είναι ποίηση κύριοι». Και όταν φύγανε με πήρε κοντά του και αυστηροτρυφερά μου είπε: «Κοίτα μην γίνεις σαν κι αυτούς. Πρώτα θα μάθεις, πρώτα θα διαβάσεις και μετά θα μιλήσεις». Του οφείλω πολλά. Πρώτα την αγάπη για το διάβασμα. Και μετά μια ύστερη μετριοπάθεια, που φαίνεται ότι ασυνείδητα από τότε γράφτηκε στον σκληρό μου δίσκο.

Αλλά το θέμα μας είναι η κηδεία. Εκείνο το απομεσήμερο, λοιπόν,… Προσπάθησα να γράψω, δεν μου βγήκε, έκανα delete, ξανάγραψα πάλι δεν μου άρεσε. Φτου και από την αρχή. Πάλι τίποτε. Μα τι συμβαίνει; Και τότε θυμήθηκα. Τα έχω γράψει και η πρώτη γραφή συνήθως είναι η καλύτερη. Δεν συνηθίζω να παραπέμπω στο βιβλίο μου, πρακτικά είναι η πρώτη φορά. Δεν θέλω να νομίσει κανείς ότι του κάνω διαφήμιση. Εξ άλλου έχει κάνει τον κύκλο του εδώ και τρία χρόνια και η κοστολόγηση που του έκανε ο φίλος μου ο Νίκος Γκιώνης δεν έλαβε υπόψη της την επερχόμενη κρίση με αποτέλεσμα να είναι σήμερα μαζί με άλλα βιβλία είδος πολυτελείας. Ξαναδιάβασα το κεφάλαιο, δεν έχω να προσθέσω ένα γιώτα. Από το «Προχωρώντας και αναθεωρώντας» και τις Εκδόσεις Πόλις το σχετικό κεφάλαιο:

«Όλα αυτά μας ήταν παντελώς άγνωστα και αδιάφορα εκείνο το απομεσήμερο του Σεπτέμβρη του 1971 που μαζί με την Κατερίνα στριμωχτήκαμε έξω από τον ναό του Σωτήρος για το στερνό αντίο στον Σεφέρη. Η κηδεία είχε αντιδικτατορικό χρώμα, σχεδόν όλοι είχαμε προστρέξει επί τούτου για να διαδηλώσουμε την αντίθεσή μας στην Χούντα. Η ατμόσφαιρα, ηλεκτρισμένη από την αρχή, φορτιζόταν από τις αλλεπάλληλες αφίξεις προσωπικοτήτων του παλαιού πολιτικού κόσμου. Χλιαρά και αναγκαστικά τους χειροκροτούσαμε για να υποδηλώσουμε τα αντιδικτατορικά μας αισθήματα. Το προαύλιο της εκκλησίας πήρε φωτιά και ο κόσμος βρήκε την λαλιά του μόλις εμφανίστηκε το μεγάλο, γεμάτο γαρίφαλα στεφάνι με την υπογραφή «Πολιτικοί κρατούμενοι φυλακών Κορυδαλλού». Η ίδια η κηδεία ήταν μια επίδειξη αντιδικτατορικής ενότητας, προάγγελος της Ελλάδας της συμφιλίωσης και εκατέρωθεν ανοχής που οικοδομήθηκε μετά το 1974. Ο ίδιος ο νεκρός ανήκε στον αστικό πολικό χώρο, αλλά με τη δήλωσή του είχε ξεπεράσει τα στενά σύνορα της παράταξής του, βοηθούντος δε του ποιητικού του έργου και κυρίως της μελοποίησής του από τον Μίκη, είχε αγγίξει και τους ηττημένους του Εμφυλίου. Μέσα στην εκκλησία συνωστίζονταν οι εκπρόσωποι του παλαιού πολιτικού κόσμου, κάπως πιο σοφοί οι περισσότεροι μετά την συνειδητοποίηση των δικών τους ευθυνών στην επικράτηση της δικτατορίας. Κι έξω από την εκκλησία ο κόσμος της καθημαγμένης αλλά ακόμα τότε ακτινοβολούσας Αριστεράς, έτοιμος για τη δύσκολη δουλειά, έτοιμος να διαδηλώσει έχοντας ως λάβαρο το στεφάνι των εγκλείστων του Κορυδαλλού. Αν στο φέρετρο του Παλαμά ακουμπούσε όλη η Ελλάδα όπως είπε ο μεγαλόστομος Σικελιανός, στο φέρετρο του Σεφέρη ακουμπούσε η αγωνιζόμενη Ελλάδα. Και αν κρίνουμε από το πλήθος των συγκεντρωμένων δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά μετά την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου που ο κόσμος έβγαινε στον δρόμο. Όλη η δύναμη της Αστυνομίας ήταν εκεί μαζί με το σπουδαστικό και το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας. Μόλις το φέρετρο βγήκε από την Εκκλησία κάποια μισόκλειστα χείλη  άρχισαν να μουρμουρίζουν τραγουδιστά το πασίγνωστο «Περιγιάλι». «Ησυχία», «Σκασμός», «Διαλυθείτε», φώναζαν οι επικεφαλής της Αστυνομίας και οι ασφαλίτες, αλλά το πλήθος τους ξεπέρασε, πήρε στο κατόπι το φέρετρο, το μουρμούρισμα δυνάμωσε, έγινε λέξεις και σε δευτερόλεπτα τραγούδι και κραυγή ελευθερίας.

Διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό.
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας. Λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή.

Όσο κι αν ο έρωτας αποτελεί στην απόλυτη μορφή του κατάθεση ελευθερίας, δύσκολα ο νεκρός θα φανταζόταν ότι η ερωτική – σε πρώτη ανάγνωση – και λυρική  του «Άρνηση» θα μετατρεπόταν σε αγωνιστικό παιάνα. Υπάρχουν, όμως, στιγμές που οι λέξεις ξεπερνάνε τον δημιουργό και τις προθέσεις του, αυτονομούνται και εκφράζουν την ταραγμένη εποχή και αυτούς που τις έχουν στα χείλη τους. Κρατώντας με το ένα χέρι την Κατερίνα και με το άλλο ένα νεαρό Λαμπράκη που βρέθηκε δίπλα μου, ανεβαίναμε τραγουδώντας προς το Πρώτο Νεκροταφείο. Από τα ανοικτά παράθυρα των πολυκατοικιών ξεπρόβαλλαν κάμερες που κινηματογραφούσαν την πορεία. Ήταν συνεργεία διεθνών μέσων ενημέρωσης; Ήταν της ασφάλειας; Πιθανόν και τα δύο. Η μέθη και η συγκίνηση της πρώτης οιονεί διαδήλωσης χαράχτηκε στην μνήμη. Ήταν μια περίεργη πορεία με λίγα συνθήματα και πολύ Θεοδωράκη, περισσότερο μια προθέρμανση για τον αγώνα που θα ακολουθούσε. Ο κόσμος ηλικιακά μισός-μισός. Πολλοί είχαν συμμετάσχει στις προδικτατορικές κινητοποιήσεις, αλλά πάρα πολλοί παίρνανε το βάπτισμα του πυρός. Όλο το δίχτυ από παρέες και επαφές που είχε φτιαχτεί με υπομονή την προηγούμενη χρονιά, χωρίς προσυνεννόηση, από εσωτερική παρόρμηση ήταν εκεί. Με όλα αυτά τα νεανικά πρόσωπα διασταυρωνόμουν συνέχεια τα επόμενα τρία χρόνια. Όλοι τραγουδούσαν, λιγότεροι φώναζαν συνθήματα, πιο μαχητικοί οι νεότεροι που είχαν άγνοια κινδύνου, πιο συγκρατημένοι οι μεγαλύτεροι που είχαν δει πολλά τα μάτια τους. Ακριβώς πίσω μου μια παρέα από Λαμπράκηδες έριχνε τα συνθήματα. Στο «Ελευθερία» και «Δημοκρατία» ακολουθούσε μεγάλο κομμάτι των διαδηλωτών. Μόλις, όμως, κάποιοι έριξαν το σύνθημα «Έξω οι Αμερικάνοι» η πορεία πάγωσε. Η γλώσσα του σώματος των πορευόμενων ήταν πιο χαρακτηριστική από την σιωπή που ακολούθησε και άφησε μετέωρες τις φωνές των μαχητικών νέων. Ανήσυχα βλέμματα, διάχυτος φόβος, δυσανασχέτηση, ερωτηματικά για το άκαιρο, την γνησιότητα ή το προβοκατόρικο του συνθήματος. Η εναλλαγή τραγουδιών και συνθημάτων που τροφοδοτούσε με κέφι και ενθουσιασμό την πορεία σταμάτησε. Ο κίνδυνος να κάνει κοιλιά η αντιδικτατορική εκδήλωση και ακόμα χειρότερα να γίνει δυο ταχυτήτων ήταν ορατός. Τότε με την άκρη του ματιού μου είδα ένα μεσόκοπο γκριζομάλλη, κατακόκκινο από τα νεύρα του, να στέκεται μπροστά στον σκληρό πυρήνα των Λαμπράκηδων και να τους κατσαδιάζει: «Καλά τρελοί είσαστε; Είναι ώρα για τέτοια συνθήματα; Ήρθατε εδώ για να βγάλετε τα απωθημένα σας;». Και χωρίς ανάσα ξεκίνησε να τραγουδά την «Μαργαρίτα-Μαργαρώ». Ακαριαία ο μουδιασμένος κόσμος βρήκε διέξοδο και για λίγο η πένθιμη πομπή χόρευε και λικνίζονταν στον γνωστό ρυθμό. Αμέσως μετά το σύνθημα ‘ελευθερία’ ακούστηκε από περισσότερα χείλη. Πολύτιμα, δωρεάν μαθήματα τακτικής από τον παλιό αριστερό που συμπαθούσε τους Αμερικάνους, όσο και οι μαχητικοί Λαμπράκηδες. Τον έφερα πολλές φορές στο μυαλό μου όταν δεκαεπτά μήνες μετά στην ταράτσα της Νομικής προσπαθούσα να πείσω έναν άλλο σκληρό πυρήνα μεθυσμένων φοιτητών από τον αέρα της ελευθερίας που φυσούσε εκεί πάνω, ότι κυρίαρχο σύνθημα για λόγους τακτικής και υποστήριξης της κατάληψης από τους πολίτες πρέπει να είναι «Συμπαράσταση Λαέ» και «Φέρτε πίσω τα αδέλφια μας» και όχι αντιαμερικανικά συνθήματα.»

Έτσι έζησα την κηδεία του Σεφέρη. Κανείς δεν μπορεί να ζει μόνο με το παρελθόν, η πανούργα ζωή πάντα βρίσκει πρωτότυπους δρόμους. Αλλά και τίποτα δεν είναι μια για πάντα κατακτημένο όπως αποδεικνύεται από τα ζόμπι που ξαναβγήκαν στην ελληνική γη. Η γνώση του παρελθόντος είναι πάντα χρήσιμη για την Δημοκρατία μας. Και η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη ήταν μια κορυφαία στιγμή ενότητας ενός λαού που έχει έφεση στον διχασμό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News