505
|

«Ψήσου γίδα, ψήσου, και ροδοκοκκινίσου»

Νίνα Μαρία Πασχαλίδου Νίνα Μαρία Πασχαλίδου 22 Φεβρουαρίου 2014, 00:40

«Ψήσου γίδα, ψήσου, και ροδοκοκκινίσου»

Νίνα Μαρία Πασχαλίδου Νίνα Μαρία Πασχαλίδου 22 Φεβρουαρίου 2014, 00:40

Eίναι πολλές οι συζητήσεις που ακούει κανείς σε ένα ταξί. Οι συζητήσεις αυτές είναι πολλές φορές αντιπροσωπευτικές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ρεπορτάζ των New York Times πριν από δέκα χρόνια περίπου, για τα νυχτερινά τηλεφωνήματα των οδηγών, τις ώρες που οι εταιρίες έχουν τις φθηνότερες χρεώσεις. Ένας δημοσιογράφος κατέγραψε με ένα μαγνητοφωνάκι Ινδούς, Αφγανούς, Ιρανούς να μιλούν με την πατρίδα τους, με τη μάνα, τη αδερφή τους πολλές φορές και με την εξ’ αποστάσεως νύφη τους. Όλη η μεταναστευτική κρίση των ΗΠΑ αλλά και η πολιτική κατάσταση των χωρών αυτών καταγράφηκε σε αυτό το περίφημο ρεπορτάζ. Η πιο χαρακτηριστική ατάκα που θυμάμαι είναι ενός Ιρανού που έλεγε πώς το να ζει ανάμεσα σε ηλίθιους Αμερικανούς ήταν ο μεγαλύτερος συμβιβασμός που έκανε στη ζωή του.

Εδώ στην Ελλάδα η κρίση παίζει αναμφισβήτητα πρωταγωνιστικό ρόλο. Με τον έναν ή άλλον τρόπο διέπει όλες τις κλήσεις των οδηγών ταξί. Από το «θα μου πάρουν το ταξί, Γιάννη μου», έως το «Θα το ρίξω δαγκωτό Χρυσή Αυγή», έως το πιο ρομαντικό «μωρό μου, θα σου πάρω δώρο, θα βρω τα χρήματα», η οικονομική συμφορά έχει κατακλύσει τις συζητήσεις με κάθε τρόπο. Δεν θα ξεχάσω όμως νομίζω τον χθεσινό διάλογο της Τσικνοπέμπτης, σε ένα ταξί προς την Αθήνα. Καθώς οδεύαμε στην οδό Πανεπιστημίου ανάμεσα σε δεκάδες άλλα ταξί, άδεια τα περισσότερα, ο ταξιτζής αφού εξέφρασε τη γνωστή δυσαρέσκειά του λόγω κίνησης, μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν έχει ρέστα και με ρώτησε αν έχω ψιλά. Όταν συναίνεσα έδειξε ανακουφισμένος. «Θα τσικνίσετε;» με ρώτησε. «Όχι», απάντησα. Η περιορισμένη διάθεσή μου για κουβεντούλα τον ώθησε σε ένα τηλεφώνημα στον Γ. «Έλα». «Καταστραφήκαμε, Γ., σου λέω, καταστραφήκαμε». «Δεν έχει μείνει τίποτε». «Θα μας τα πάρουν όλα». «Θα φύγει και εκείνη, θα φύγει, πού θα πάει». «Δεν πληρώνω τίποτε, δεν έχω, θα με πάνε μέσα». «Όλους θα μας πάνε μέσα».

Στο επόμενο φανάρι έκανε μια παύση για να με ρωτήσει αν θα με πείραζε να με αφήσει στην απέναντι κατεύθυνση. Και συνέχισε. «Τι λέει τούτος, Γ. μου, τι λέει, τίποτε δεν λέει». «Καταστράφηκα, καταστράφηκα, τέτοια καταστροφή έχουμε να δούμε από τον πόλεμο». «Πεινάμε, Γ. μου, πεινάμε». Όμως λίγο πριν από την Ομόνοια, τη στιγμή που διασχίζαμε την πλατεία προς την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, η φουρτούνα φαίνεται να πέρασε, οι σύμφορες έμειναν πίσω, και έγινε εκεχειρία. Η συζήτηση με τον Γ. συνεχίστηκε. «Ναι, βάλε και κοψίδια. Ένα κιλό αρνί, σουβλάκια, κεμπάπ, είκοσι μπιφτέκια και κοκορέτσι. Πατάτες, και μήπως έχει και κατσίκι. Ε, βάλε και λίγο κατσικάκι. Έχει και γουρουνόπουλο;  Τζατζίκι, και μια σαλάτα. Θα περάσω να τα πάρω μόλις αφήσω».

Έτσι, με το τέλος του πόλεμου φτάσαμε στον προορισμό μου. Η κρίση μας είχε ξεπεράσει όλους. Νομίζω ότι τούτη η συζήτηση συνοψίζει την Ελλάδα του σήμερα. Σε ποια κρίση τρώνε κοψίδια; Σε ποιον πόλεμο σφάζουν αρνιά;  Θα μου πείτε, είναι Τσικνοπέμπτη, ο κόσμος γύρω μας πεινάει. Ναι, είναι αλήθεια, υπάρχει κόσμος γύρω μας που πεινάει, και κάποιοι οδύρονται για την κρίση χωρίς να γνωρίζουν τι πραγματικά σημαίνει κρίση. Και τη χρησιμοποιούν σαν μια πολύ καλή δικαιολογία για λίγη ακόμη δυστυχία, λίγη ακόμη μιζέρια, λίγη ακόμη λαιμαργία.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News