Για να υποδυθεί τον πολωνοεβραίο πιανίστα Βουαντίσουαφ Σπίλμαν, έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος, στον «Πιανίστα» του Ρομάν Πολάνσκι, ο Εϊντριεν Μπρόντι έμαθε να μιλάει πολωνικά και να παίζει Σοπέν, ενώ έχασε τουλάχιστον 13 κιλά, έχοντας υποβάλει τον εαυτό του σε σχεδόν απόλυτη απομόνωση για αισθητό χρονικό διάστημα, ώστε να ταυτιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο με τον Σπίλμαν, ο οποίος κατάφερε να επιβιώσει στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Βαρσοβία από την αρχή έως το τέλος του πολέμου. Για εκείνη την εξαιρετική ερμηνεία κέρδισε το 2003, σε ηλικία 29 ετών, το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Φέτος, 22 χρόνια μετά, ο αμερικανός ηθοποιός είναι πολύ πιθανό να κερδίσει το δεύτερο χρυσό του αγαλματίδιο για τον ρόλο του στην ταινία «The Brutalist» του Μπρέιντι Κόρμπετ, όπου ερμηνεύει επίσης ένας επιζώντα του Ολοκαυτώματος (αν και στην προκειμένη πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο), τον ουγγροεβραίο αρχιτέκτονα Λάζλο Τοτ.
«Εχουν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από τον “Πιανίστα”. Τότε είχα κάνει τα πάντα για να κατανοήσω τον αγώνα του Σπίλμαν για επιβίωση. Είχα εξουθενωθεί. Η φρίκη εκείνης της εποχής με στοιχειώνει ακόμα. Αυτή τη φορά άντλησα στοιχεία από τη δική μου οικογενειακή ιστορία, ειδικά από την οικογένεια της μητέρας μου, και επικεντρώθηκα σε αυτά που άφησαν πίσω τους η ίδια και οι παππούδες μου όταν έφυγαν από την Ουγγαρία, όπως ο Λάζλο Τοτ, αν και σε διαφορετικές περιόδους» είπε ο Εϊντριεν Μπρόντι συνομιλώντας με τη Στεφάνια Ουλίβι της Corriere della Sera.
Η εβραία γιαγιά του του, από την πλευρά της μητέρας του, κατάφερε να επιβιώσει στην κατεχομένη από τους ναζί Βουδαπέστη, κρυμμένη όπως ο Σπίλμαν στην κατεχόμενη από τους ναζί Βαρσοβία. Η μητέρα του, η φωτογράφος Σίλβια Πλάτσι, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, μαζί με τους γονείς της, μετά την Εξέγερση του 1956. Ο αρχιτέκτονας Λάζλο Τοτ μετανάστευσε επίσης στις ΗΠΑ μετά το τέλος του B’ Παγκόσμιου Πολέμου, έχοντας γλιτώσει από τον θάνατο στο κολαστήριο του Νταχάου και επιδιώκοντας να αρχίσει μια νέα ζωή στη μακρινή Αμερική.
Μιλώντας για το «The Brutalist», ο Μπρέιντι Κόρμπετ είχε πει πως κανένας δεν πίστευε σε ένα φιλμ διάρκειας τρεισήμισι ωρών για έναν φανταστικό αρχιτέκτονα του περασμένου αιώνα. Τελικά όμως κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας, ενώ ο Κόρμπετ τιμήθηκε ως Καλύτερος Σκηνοθέτης. Ο Εϊντριεν Μπρόντι, ο οποίος επίσης βραβεύθηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Ηθοποιού, δεν είχε από την αρχή καμία αμφιβολία ότι θα σημείωνε επιτυχία. Και δεν έπεσε έξω, καθώς η ταινία είναι υποψήφια για δέκα Οσκαρ.
Τι τον έπεισε να δεχτεί αμέσως τον ρόλο; «Η πολυπλοκότητά της. Και με συγκινεί το ότι παίρνει τόσα βραβεία και επαίνους, παρ’ όλο που εδώ και χρόνια έλεγαν στον Κόρμπετ πως ήταν τρελός. Το να γίνεσαι κατανοητός είναι ήδη ένα βραβείο από μόνο του» είπε ο 51χρονος ηθοποιός.
Το ντεμπούτο του στην μεγάλη οθόνη ο Εϊντριεν Μπρόντι το έκανε σε πολύ μικρή ηλικία, χάρη μάλιστα σε έναν θρύλο του κινηματογράφου, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα: «Ημουν 12 ετών και η μητέρα μου με είχε εγγράψει σε έναν κύκλο μαθημάτων υποκριτικής. Ο πατέρας μου, που πάντα με υποστήριζε, με συνόδευσε στην οντισιόν. Επρόκειτο για έναν μικρό ρόλο στο σκετς της ταινίας “New York Stories” που σκηνοθέτησε ο Κόπολα (τα άλλα δύο τα σκηνοθέτησαν ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Γούντι Αλεν, ΣτΜ). Υπήρχε μια τεράστια ουρά, αλλά τελικά πήραν εμένα. Στάθηκα τυχερός».
Οσο για τη συνέχεια, διακρίθηκε τόσο για το ταλέντο του όσο και για την ευελιξία του, με την ιταλίδα δημοσιογράφο να αναφέρεται ενδεικτικά στις πολλές συνεργασίες του με τον Γουές Αντερσον, στον ρόλο του ως Σαλβαδόρ Νταλί στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» του Γούντι Αλεν, στο «Κινγκ Κονγκ» του Πίτερ Τζάκσον, αλλά και σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «Succession» και το «Peaky Blinders». «Πάντα έδινα χώρο στον πειραματισμό. Πήρα ρίσκα, αλλά αισθάνομαι καλύτερα κάνοντας διαφορετικά πράγματα. Και, το πιο σημαντικό, δεν εγκαταλείπω το θέατρο» εξήγησε ο Μπρόντι.
Τον κάνει, όμως, αυτή η ιδιαίτερη πορεία του να αισθάνεται ξένος στο Χόλιγουντ; «Οχι. Νιώθω ότι με αγαπούν και με σέβονται, αυτούς τους τελευταίους μήνες λαμβάνω τόσα πολλά – και δεν αναφέρομαι μόνο στα βραβεία» απάντησε. «Η πορεία μου είναι ξεχωριστή, αυτό είναι αλήθεια. Είναι η φύση αυτής της δουλειάς, πρέπει να αισθάνεσαι ικανοποίηση, να κρατάς το πάθος ζωντανό. Αυτή είναι η ευθύνη. Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Αλλά μου αρέσει η αλλαγή. Είμαι ευγνώμων στον Μπρέιντι Κόρμπετ που με επέλεξε, νομίζω ότι η ταινία θα αγγίξει πολλούς, παρά την πολυπλοκότητά της. Είναι αρκετά νέος, ζωηρός, περίεργος, παθιασμένος. Ξέρει πώς να εμπλέκει τους πάντες στο όραμά του. Αυτό κάνει τη διαφορά για μένα, αυτό εξακολουθώ να αναζητώ στη δουλειά μου».
