To τελικό αποτέλεσμα του πρώτο αγώνα μεταξύ Παρί και Σίτι | (Reuters / John Sibley
Επικαιρότητα

Champions League/ Ο τελικός του μέλλοντος

Οι παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις της Ευρώπης περιγελούν, την Παρί Σεν Ζερμέν και τη Μάντσεστερ Σίτι, ως νεόπλουτες. Αλλά δεν είναι μακριά η μέρα, που η «κούπα με τα μεγάλα αφτιά» θα καταλήξει σε αραβικά χέρια
Sportscaster

Τη μοναδική φορά που είχαν συναντηθεί ξανά, τον Δεκέμβριο του 2008 στο Europa League, ήταν οι φτωχοί συγγενείς του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.Το βράδυ της Τετάρτης, στο «Παρκ ντε Πρενς», η Παρί Σεν Ζερμέν και η Μάντσεστερ Σίτι έδωσαν την πρώτη τους μάχη (2-2) για μια θέση στους ημιτελικούς του Champions League. Σε αυτά τα σχεδόν επτάμισι χρόνια που μεσολάβησαν, έκαναν -και οι δυο- τεράστια βήματα προόδου. Σήμερα, είναι οι πιο διψασμένοι -για τρόπαια- πλούσιοι σύλλογοι της Ευρώπης. «Αύριο», θα είναι το ζευγάρι του Τελικού. Αργά ή γρήγορα, η «κούπα με τα μεγάλα αφτιά» θα καταλήξει σε αραβικά χέρια.

Η συνολική αξία των δυο κλαμπ αποτιμάται -από το Forbes- στα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αγγλική ομάδα κατατάσσεται στο Νο 5 της λίστας, ενώ η γαλλική στο Νο 12. Απέχουν πολύ -ακόμη- από τη Ρεάλ, την Μπαρτσελόνα, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή την Μπάγερν, όμως η μεγάλη απόσταση που κάλυψαν σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δείχνει οτι καλπάζουν προς την κορυφή πιο γρήγορα από κάθε άλλη ομάδα. Οι -εντυπωσιακές- ιστορίες τους μοιάζουν πολύ. Αλλά, σε δεύτερη ανάγνωση, ο τρόπος με τον οποίο κυνηγούν το όνειρό τους είναι εντελώς διαφορετικός.

Το ξεπέταγμα της Παρί Σεν Ζερμέν δεν έχει προηγούμενο. Ο σύλλογος που -για τέταρτη διαδοχική σεζόν φέτος- επιδιώκει να τρυπώσει στους τέσσερις κορυφαίους της Ευρώπης, δεν έχει συμπληρώσει καν τα 50 του χρόνια. Ιδρύθηκε μόλις το 1970, με τη συγχώνευση δυο ομάδων του Παρισιού, και αγωνίζεται στην Α’ Κατηγορία της Γαλλίας από το 1974. Τότε που η Μπάγερν Μονάχου κατακτούσε το πρώτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών, η Ρεάλ Μαδρίτης μετρούσε ήδη έξι τρόπαια και ο Αγιαξ τρία, ενώ το είχαν πάρει -από δυο φορές- η Ιντερ, η Μίλαν, ακόμη και η Μπενφίκα. Μέχρι… προχθές, το 2013, η Παρί είχε στην τροπαιοθήκη της μόλις δυο Σαμπιονά (Πρωταθλήματα Γαλλίας): του 1986 και του 1994. Επίσης, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων πριν από 20 χρόνια. Ωσπου ήρθαν τα πετροδολάρια από το Κατάρ και όλα άλλαξαν.

Νταβίντ Λουίζ και Σέρχιο Αγουέρο σε μία από τις πολλές τους κόντρες στον αγώνα (Reuters / John Sibley)

Το deal έγινε, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, στα Ηλύσια Πεδία, τον Νοέμβριο του 2010. Ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, φανατικός οπαδός της Παρί, συμφώνησε με τους Αραβες ένα «πακέτο» που περιελάμβανε την υποστήριξη της υποψηφιότητας του Κατάρ για τη διοργάνωση του Μουντιάλ (στο τραπέζι ήταν καλεσμένος και ο πρόεδρος της UEFA, Μισέλ Πλατινί) και την αγορά της γαλλικής ομάδας. Στις 31 Μαΐου 2011, με τις ευλογίες του δημάρχου του Παρισιού, ανακοινώθηκε η εξαγορά του 70% των μετοχών του συλλόγου από την «Qatar Sports Investments», έναντι μόλις 50 εκατ. ευρώ, καθώς το έλλειμμα εκείνης της σεζόν και τα συσσωρευμένα χρέη της ομάδας ήταν σχεδόν άλλα τόσα.

Μέσα σε μόλις μία πενταετία η QSI δαπάνησε -μόνο για μετεγγραφές- το ιλιγγιώδες ποσό των 600 εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι μισθοί των παικτών και οι φόροι που ανέλαβε να πληρώνει η επενδυτική εταιρεία. Με τα χρήματα από τη Μέση Ανατολή κατέφθασαν στο Παρίσι αστέρες όπως ο Τιάγκο Σίλβα, ο Καβάνι, ο Βεράτι, ο Λαβέτσι, ο Ντι Μαρία και -πάνω απ’ όλους- ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, στον οποίο σήμερα η Παρί καταβάλλει 380.000 ευρώ την εβδομάδα.

Από τον πρώτο κιόλας μήνα είχε αποκτηθεί μία ενδεκάδα εξαιρετικών ποδοσφαιριστών και είχαν δαπανηθεί τα 90 από τα 150 εκατ. ευρώ που οι Αραβες είχαν εγκρίνει για τα πρώτα τρία χρόνια. Ο πρόεδρος του καταριανού ομίλου, Αλ-Κελαΐφι, ήταν εξαιρετικά βιαστικός. Παρουσίασε, μάλιστα, ένα πενταετές project, το οποίο θα ανέβαζε την Παρί στην κορυφή της Γαλλίας και της Ευρώπης.

Ο Εντισον Καβάνι στην φάση του δεύτερου γκολ της Παρί (Reuters / Benoit Tessier)

Ο εγχώριος στόχος επιτεύχθηκε εύκολα και σύντομα. Η Παρί κατέκτησε τον τίτλο το 2013 και, έκτοτε, τον μονοπωλεί. Φέτος έγινε η γρηγορότερη πρωταθλήτρια στη Γαλλία τα τελευταία 20 χρόνια, αφού τον εξασφάλισε οκτώ αγωνιστικές πριν από το φινάλε – με τεράστια βαθμολογική διαφορά από τους διώκτες της. Ο προπονητής της, Λοράν Μπλαν, έφτασε τους εννέα τίτλους – τους περισσότερους στην ιστορία του συλλόγου. Και η ομάδα του έχει μπροστά της τον Τελικό του γαλλικού Λιγκ Καπ (με τη Λιλ στις 23 Απριλίου) και το Κύπελλο Γαλλίας. Πιθανότατα, θα τα σαρώσει και τα δυο. Αλλά, πλέον, για την Παρί το μέτρο της επιτυχίας είναι αν θα προκριθεί στους ημιτελικούς του Champions League. Το πενταετές πλάνο ολοκληρώνεται φέτος, και οι Αραβες δεν έχουν δει -ακόμη- την ομάδα τους να προχωρεί πέρα από τη φάση των «οκτώ».

Το βέβαιο είναι, οτι το χρήμα από το Κατάρ δεν θα πάψει να ρέει, μέχρι το μεγάλο τρόπαιο να φτάσει στο Παρίσι. Και, επειδή η UEFA απαγορεύει στους συλλόγους να δαπανούν πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο (ανάλογο των εσόδων τους), ο Αλ-Κελαΐφι έχει ήδη βρει τον τρόπο να ξεπεράσει τον σκόπελο του Financial Fair Play. Είναι η χορηγική συμφωνία – μαμούθ της Παρί με μια από τις εταιρείες του, την Qatar Tourism Authority, μέσω της οποίας χρηματοδοτεί τον σύλλογο με 200 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον, κάθε χρόνο. Το μοναδικό πρόβλημα που δεν λύνεται με τα λεφτά του Αραβα μεγιστάνα, είναι ο χαμηλός ανταγωνισμός που χαρακτηρίζει το γαλλικό πρωτάθλημα, ο οποίος επηρεάζει αρνητικά την Παρί στα ευρωπαϊκά γήπεδα.

Χάρη και στην κληρωτίδα, που τις έφερε αντιμέτωπες, μια από αυτές τις δυο φιλόδοξες ομάδες θα προκριθεί -επιτέλους- στην ημιτελική φάση του Champions League

Η ιστορία της Μάντσεστερ Σίτι, τα τελευταία χρόνια, μοιάζει πολύ με εκείνη της Παρί Σεν Ζερμέν. Αναστήθηκε κι αυτή με αραβικά κεφάλαια, κατέκτησε την κορυφή στο εγχώριο πρωτάθλημα, έχει ξοδέψει απίστευτα εκατομμύρια, όμως δεν έχει καταφέρει -ακόμη- να κάνει το βήμα παραπάνω στην Ευρώπη. Φέτος είναι η πρώτη φορά που έφτασε στους προημιτελικούς του Champions League.

Το 2007, η Σίτι ήταν ένας υπερχρεωμένος σύλλογος, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να διεκδικήσει τον τίτλο στην Αγγλία μετά την περίοδο 1967-1968. Ολα αρχισαν να αλλάζουν, όταν -εκείνη τη χρονιά- ο εξόριστος πρώην πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Τακσίν Σιναβάτρα, εξαγόρασε (αντί 165 εκατομμυρίων δολαρίων) το 75% του κλαμπ. Αφού, προηγουμένως, είχε προσπαθήσει να αποκτήσει τη Λίβερπουλ.

Ενα χρόνο αργότερα, αν και είχε ήδη ξοδέψει περίπου 100 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση της ομάδας, ο Σιναβάτρα την πούλησε (σε τιμή υπερδιπλάσια από εκείνη στην οποία την είχε αγοράσει) σε ένα επενδυτικό σχήμα που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του δισεκατομμυριούχου σεΐχη του Αμπου Ντάμπι, Μανσούρ μπιν Ζαγέντ Αλ Ναχιάν. Σχεδόν αμέσως, ο σεΐχης δαπάνησε 45 εκατ. ευρώ για να φέρει στο Μάντσεστερ τον βραζιλιάνο Ρομπίνιο (από τη Ρεάλ Μαδρίτης), το πιο καυτό όνομα που υπήρχε στο παζάρι εκείνη την εποχή. Εδωσε ακόμα 100 εκατομμύρια για άλλους πέντε ποδοσφαιριστές. Το μπάσιμό του στον κόσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου ήταν  το ίδιο εντυπωσιακό με εκείνο που είχε κάνει -μερικά χρόνια πριν- ο Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι.

Οι ποδοσφαιριστές της αγγλικής ομάδας πανηγυρίζουν μετά το τέλος του αγώνα (Reuters / Benoit Tessier)

Οκτώ χρόνια μετά, ο Μανσούρ -που η προσωπική του περιουσία εκτιμάται σε πάνω από 20 δισ. ευρώ- έχει σπαταλήσει για την ενίσχυση της ομάδας σχεδόν 2 δισ. ευρώ. Κατάφερε να την ανεβάσει στην κορυφή της Premier League -το 2012- όμως έκτοτε έμεινε με το απωθημένο της ευρωπαϊκής διάκρισης. Δεν του την πρόσφεραν, ούτε ο Μαντσίνι ούτε ο Πελεγκρίνι. Γι’ αυτό και αποφάσισε να προσλάβει τον καλύτερο αρχιτέκτονα του ποδοσφαίρου: τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Και να στρώσει στα πόδια του, το προσεχές καλοκαίρι, 250 εκατ. ευρώ για μετεγγραφές. Για να χτίσει σχεδόν από την αρχή, μια ομάδα η οποία σήμερα διαθέτει 11 παίκτες που εχουν κοστίσει από 25 έως 70 εκατ. ευρώ ο καθένας… Οπως και ο Αλ-Κελαΐφι, ο Μανσούρ δεν θα σταματήσει να ξοδεύει, αν δεν δει την ομάδα του Πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Οι στόχοι των δυο συλλόγων είναι ίδιοι, τα ατελείωτα χρήματα που υπάρχουν για ξόδεμα είναι το κοινό τους σημείο, όμως κάπου εδώ αρχίζουν οι μεγάλες αντιθέσεις. Η πρώτη αφορά τον -πραγματικό- απώτερο σκοπό. Οι επενδυτές από το Κατάρ απέκτησαν την Παρί Σεν Ζερμέν για να προωθήσουν τα υπόλοιπα (πιο σημαντικά) σχέδιά τους. Κυρίως το Μουντιάλ που ήθελαν να φιλοξενήσουν. Επέλεξαν την Παρί επειδή κατοικοεδρεύει σε μια λαμπερή πρωτεύουσα της Ευρώπης (η ευρύτερη περιοχή του Παρισιού, με πληθυσμό 13 εκατομμυρίων, δεν εκπροσωπείται από άλλη σπουδαία ομάδα) και προσφέρεται για μάρκετινγκ. Επιπλέον, διότι ο πρόεδρος της UEFA -τον οποίο ήθελαν σύμμαχο- ήταν Γάλλος. Ο Αλ-Κελαΐφι δεν σκαμπάζει από ποδόσφαιρο. Αλλωστε, στην ουσία, η Παρί δεν αγοράστηκε απ’ αυτόν, αλλά από ένα ολόκληρο κράτος που θέλει να προωθήσει τα συμφέροντά του.

Αντιθέτως ο σεΐχης Μανσούρ εξαγόρασε τη Σίτι (και) με καθαρά ποδοσφαιρικά κίνητρα. Εχει διοικήσει και στο παρελθόν ομάδα (των Εμιράτων), ενώ οι γνωρίζοντες λένε οτι λατρεύει το σπορ – και το γνωρίζει αρκετά. Αν και έκανε αρκετές μετεγγραφές εντυπωσιασμού -χωρίς αγωνιστική λογική- για να «ζεστάνει» το κοινό της Σίτι και να προσελκύσει δημοσιότητα, δεν αρκέστηκε σε αυτές. Δημιούργησε το «Etihad Campus», πιθανώς το κορυφαίο προπονητικό κέντρο στον κόσμο (κόστισε πάνω από 250 εκατ. ευρώ) και αγόρασε το «City of Manchester», το γήπεδο που μετονόμασε σε «Etihad», επεκτείνοντας τη χωρητικότητά του κατά 8.500 θέσεις. Επίσης, προσπαθεί να «δέσει» την ομάδα με την τοπική κοινωνία. Με μια χορηγία 20 εκατ. ευρώ στον δήμο του Μάντσεστερ και διάφορες δωρεές σε νοσοκομεία και πανεπιστήμια.

Χάρη και στην κληρωτίδα, που τις έφερε αντιμέτωπες, μια από αυτές τις δυο φιλόδοξες ομάδες θα προκριθεί -επιτέλους- στην ημιτελική φάση του Champions League. Θα πλησιάσει, φέτος, τον στόχο περισσότερο από ποτέ. Αν και οι παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις της Ευρώπης τις περιγελούν, ως νεόπλουτες, η Μάντσεστερ Σίτι και η Παρί Σεν Ζερμέν μαθαίνουν -σιγά σιγά- πώς παίζεται το παιχνίδι. Εστω κι αν αυτά τα μαθήματα τα πληρώνουν πανάκριβα. Οταν, εκτός από χρήματα, θα διαθέτουν και την απαραίτητη τεχνογνωσία, το Champions League θα ζήσει τον Τελικό του μέλλοντος. Είναι ζήτημα χρόνου.