Τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζωπύρωσαν τη συζήτηση σχετικά με το αν ο Ντόναλντ Τραμπ έχει φτάσει στο απόγειο και ενδεχομένως αν αρχίζει η κάμψη της πολιτικής ισχύος του. Παρά τη μακροχρόνια ανθεκτικότητά του, οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ρωγμές στην έως τώρα κυριαρχία του.
Η πρόσφατη πολιτική ιστορία των ΗΠΑ είναι γεμάτη πρόωρες δηλώσεις και εκτιμήσεις για το «πολιτικό τέλος» του Ντόναλντ Τραμπ. «Ομως», γράφει ο Εντουαρντ Λους στους Financial Times, «οι Δημοκρατικοί αυτή τη φορά είναι δικαιολογημένοι που είδαν στα εκλογικά τους επιτεύγματα αυτής της εβδομάδας μια πρόγευση της πτώσης του Τραμπ». Τόσο οι κεντρώοι όσο και οι σοσιαλιστές Δημοκρατικοί κέρδισαν στη Βιρτζίνια, το Νιου Τζέρσι, τη Νέα Υόρκη και σε άλλες περιοχές και μάλιστα με μεγάλη συμμετοχή ψηφοφόρων. Παραδοσιακά, οι ενδιάμεσες εκλογές δεν κινητοποιούν μαζικά το εκλογικό σώμα, όμως αυτή τη φορά οι ισπανόφωνοι και οι νεαροί άνδρες κάθε φυλής προσήλθαν σε μεγάλα ποσοστά στις κάλπες. Η υποτιθέμενη «πολυφυλετική εργατική συμμαχία» του Τραμπ αποδείχθηκε προσωρινή.
Μετά την επανεκλογή του Τραμπ πέρυσι, οι Δημοκρατικοί έμοιαζαν πολιτικά αποπροσανατολισμένοι. Γερασμένες ηγεσίες, κουρασμένες από την επιθετικότητα του Τραμπ, κρατούσαν το κόμμα σε χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας. Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών άλλαξαν τη δυναμική. Ενα κόμμα που έδειχνε εξαντλημένο, βρέθηκε ξαφνικά με σημαντικές νίκες στα χέρια του. Οι υποψήφιοί του, σημειώνουν οι Financial Times, κατάφεραν να στρέψουν τα όπλα του Τραμπ εναντίον του.
Η ήττα της Κάμαλα Χάρις από τον Τραμπ το 2024 βασίστηκε κυρίως στην οικονομία. Τόσο ο Τζο Μπάιντεν όσο και η ίδια η Χάρις επέμεναν ότι οι Αμερικανοί «δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ τόσο καλά», αγνοώντας τα δεδομένα. Αντί να αναγνωρίσουν την οικονομική δυσφορία των πολιτών, κατηγόρησαν, για την ήττα τους, την κακή επικοινωνία.
Ο Τραμπ, αντιθέτως, υποσχέθηκε να διορθώσει ό,τι εξόργιζε τους ψηφοφόρους και πρωτίστως τον πληθωρισμό. Παράλληλα, δεσμεύτηκε να τερματίσει την «εποχή των Δημοκρατικών» που, όπως έλεγε, ήταν απορροφημένοι από συζητήσεις περί πολιτικής ορθότητας. «Η Κάμαλα ασχολείται με τα they/them», έλεγε ένα από τα πιο αποτελεσματικά προεκλογικά του σποτ. «Ο πρόεδρος Τραμπ ασχολείται με εσένα».
Οι φετινοί νικητές φαίνεται ότι άντλησαν μαθήματα από αυτό, εξηγούν οι Financial Times. Ολοι επικεντρώθηκαν στην ακρίβεια και στις τιμές. Ακόμα και ο Ζοράν Μαμντάνι, ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, μιλούσε σχεδόν αποκλειστικά για την «κρίση του κόστους ζωής» και πρότεινε ριζοσπαστικά μέτρα όπως πάγωμα ενοικίων. Παρόμοια στρατηγική ακολούθησαν και οι νέες κυβερνήτριες της Βιρτζίνια και του Νιου Τζέρσι, Αμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ και Μίκι Σέριλ, αντίστοιχα. Οι Ρεπουμπλικανοί προσπάθησαν να τις εμπλέξουν στα ζητήματα ταυτότητας, αλλά βρέθηκαν να πολεμούν σε ένα «φανταστικό πολιτισμικό πόλεμο».
Ο Τραμπ, από την άλλη, άρχισε να ακούγεται σαν τον Μπάιντεν, γράφουν οι Financial Times. Σε συνέντευξή του είπε: «Δεν έχουμε πληθωρισμό. Τα πράγματα είναι φθηνότερα. Είμαστε έτοιμοι να απογειωθούμε». Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι πάνω από 60% των Αμερικανών θεωρούν τον Τραμπ υπεύθυνο για την κακή κατάσταση της οικονομίας. Η αντίφαση αυτή τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Η λογική του κίνηση θα ήταν να αναγνωρίσει την οργή για το κόστος ζωής και να αναλάβει δράση πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Αν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν τότε να πάρουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, ο Τραμπ θα καταλήξει ένας πρόεδρος χωρίς πολιτική δύναμη.
Ωστόσο, είναι απίθανο να αλλάξει πορεία. Ο Τραμπ έχει συνδέσει την οικονομική πολιτική του με τους δασμούς, τους οποίους θεωρεί κύριο εργαλείο τόσο στην οικονομία όσο και στη διεθνή σκηνή. Αυτοαποκαλείται «ο Ανθρωπος των Δασμών». Πρόσφατα, πάντως, βρήκε προσωρινή σωτηρία από την Κίνα: κατά τη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ, στη Νότια Κορέα, συμφώνησαν σε ετήσια ανακωχή στον εμπορικό πόλεμο των δύο χωρών. Ο Τραμπ πανηγύρισε υπερβολικά, ενώ ο Σι παρέμεινε ήρεμος· μια ένδειξη ότι ο κινέζος ηγέτης είχε καταφέρει να επιβάλει τη δική του ατζέντα μέσω της απειλής για περιορισμό εξαγωγών σπάνιων γαιών. Ετσι, ο Τραμπ έχει πλέον κίνητρο να αναζητήσει αντίστοιχες «νίκες» και με άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ινδία ή ο Καναδάς, που υπήρξαν στόχοι των εμπορικών του επιθέσεων.
Την επομένη των εκλογών, σύμφωνα με τους Financial Times, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άρχισε να εξετάζει τη νομιμότητα των δασμών του Τραμπ. Κάποιοι συντηρητικοί δικαστές έδειξαν πρόθυμοι να τους αμφισβητήσουν. Εάν τελικά τους ακυρώσουν, θα μπορούσαν –παραδόξως– να του προσφέρουν πολιτική διέξοδο, απαλλάσσοντάς τον από μια πολιτική που ο ίδιος δύσκολα θα εγκατέλειπε.
Σε κάθε περίπτωση, η «πρώτη πράξη» της δεύτερης θητείας του Τραμπ μοιάζει να έχει τελειώσει. Οι πιστοί του εξακολουθούν να ελέγχουν κρίσιμα υπουργεία και υπηρεσίες, όπως το υπουργείο Δικαιοσύνης, το FBI, την ICE και το Πεντάγωνο, και αναμένεται να τα χρησιμοποιήσει δυναμικά εν όψει των επόμενων εκλογών. Η ήττα της προηγούμενης πιθανότατα θα ενισχύσει τα αυταρχικά του ένστικτα. Μόνο οι αφελείς θα πόνταραν σε «ήρεμες» ενδιάμεσες εκλογές το 2026.
Παρά ταύτα, για πρώτη φορά μετά από καιρό, οι Δημοκρατικοί βλέπουν φως στο τούνελ, καταλήγουν οι Financial Times. Οι μεγάλες εκλογικές νίκες είναι η καλύτερη ασπίδα απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις. Και αν κάτι έδειξαν οι φετινές κάλπες, είναι ότι οι ψηφοφόροι μπορούν ακόμη να κινητοποιηθούν απέναντι στον τραμπισμό, ειδικά όταν η καθημερινή τους ζωή, η ακρίβεια και η οικονομική αστάθεια βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας.
