Αν ο Κώστας Σημίτης είχε το «μπλοκάκι» του ως οδηγό για τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε ότι χρειάζεται η Ελλάδα, και αυτό τον οδήγησε σε δυο νικηφόρες εκλογικές αναμετρήσεις, τον Σεπτέμβριο του 1996 και τον Απρίλιο του 2000, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τη δική του εμμονή: την πιστή εφαρμογή, πάνω απ’ όλα, του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης της οικονομίας, την οποία παρέλαβε το 2019 με όλες τις δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου.
Αυτό αποτυπώνεται στον «πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό», όπως αποκαλείται πλέον, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας» που υποχρεώθηκαν να ακολουθούν οι χώρες της ευρωζώνης μετά την κρίση χρέους που έπληξε ολόκληρη την ΕΕ (και όχι μόνο την Ελλάδα) την περασμένη δεκαετία.
Μέσα σε αυτόν τον σχεδιασμό, τον «οδικό χάρτη», όπως οι Βρυξέλλες αποκαλούν τις δεσμεύσεις και τα αυστηρά όρια δαπανών που έχουν θέσει στις κυβερνήσεις –με στόχο να τιθασευθούν πρώτα τα ελλείματα και ακολούθως να μειωθεί το δημόσιο χρέος, που παραμένει το υπ΄ αριθμόν 1 πρόβλημα της «γηραιάς» ευρωπαϊκής οικονομίας– πρέπει να χωρέσουν και οι εκλογικοί σχεδιασμοί της κάθε χώρας.
Αλλωστε αυτός είναι ο πρώτος στόχος κάθε πρωθυπουργού την ημέρα που ορκίζεται: Πώς θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Ο Κώστας Σημίτης, ορκίστηκε τρεις φορές πρωθυπουργός. Στις 18 Ιανουαρίου 1996 διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου (με απόφαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ) στην πρωθυπουργία και επανεξελέγη πρωθυπουργός μετά τη νίκη του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και τέσσερα χρόνια αργότερα, του Απριλίου του 2000.
Θα μπορούσε να πει κανείς, τι σχέση έχει η ιστορία αυτή με το σήμερα; Τότε, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, το μεγαλύτερο βάρος στο εκλογικό αποτέλεσμα είχε η πορεία της οικονομίας και οι επιπτώσεις των αποφάσεων στο εισόδημα και στην τσέπη των νοικοκυριών.
Οσοι γνώρισαν τον Κώστα Σημίτη θυμούνται ότι αυτό που παρακολουθούσε προτού πάρει τις αποφάσεις του για τη στιγμή που θα προκηρύξει εκλογές, ήταν ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης και οι μετρήσεις της κοινής γνώμης (δημοσκοπήσεις) για την οικονομία.
Αυτά, όμως ανήκουν στο παρελθόν. Αν επιστρέψουμε στην εικόνα του σήμερα διακρίνουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει στα χέρια του τον «οδικό χάρτη» με τους στόχους και τα ορόσημα της κυβέρνησης για τα εισοδήματα, τα ελλείματα και τη μείωση του δημοσίου χρέους, με ορίζοντα το 2029. Οπως είπε ο ίδιος σε βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στο καφενείο της Βουλής, οι εκλογές θα γίνουν την άνοιξη (σ.σ.: ανάλογα με το πότε πέφτει το Πάσχα) του 2027.
Η πρόθεσή του αυτή, ο σχεδιασμός του, το μπλοκάκι (ή, επί το πιο Μητσοτακικό, η ταμπλέτα), θα έλεγε κανείς, επιβεβαιώνεται από τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, ο οποίος με την «ευχή» του Πρωθυπουργού διεκδικεί τη θέση του πρώτου έλληνα προέδρου στο Eurogroup.
Προσλήψεις στον δρόμο προς τις κάλπες
Εκεί φαίνονται ανάγλυφα και τα «όπλα» στην πορεία προς τις εκλογές που έχει, απ’ ότι φαίνεται, προετοιμάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο συντονιστής των παροχών αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θάνος Πετραλιάς.
Το πρώτο από αυτά είναι οι προσλήψεις στο Δημόσιο με το επιχείρημα ότι «ο Ελληνας δεν αλλάζει». Ετσι, οι νέες προσλήψεις που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση, με την έγκριση των Βρυξελλών, ξεκίνησαν ήδη εφέτος και θα συνεχιστούν μέχρι το 2029.
Στην πενταετία θα αποχωρήσουν 109.540 υπάλληλοι από το Δημόσιο και τους φορείς γενικής κυβέρνησης και θα προσληφθούν 148.533 νέοι υπάλληλοι, ενώ στον αριθμό αυτόν δεν περιλαμβάνονται οι προσλήψεις έκτακτων και υπαλλήλων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην ΕΡΤ ή στα υπουργικά γραφεία, και αλλού).
Τι λένε οι αριθμοί
- Το 2025 θα αποχωρήσουν 22.963 υπάλληλοι και θα προσληφθούν 31.434
- Το 2026 θα αποχωρήσουν 21.646 υπάλληλοι και θα προσληφθούν 35.840
- Το 2027 θα αποχωρήσουν 21.644 υπάλληλοι και θα προσληφθούν 26.875
- Το 2028 θα αποχωρήσουν 21.644 υπάλληλοι και θα προσληφθούν 27.108
- Το 2029 θα αποχωρήσουν 21.644 υπάλληλοι και θα προσληφθούν 27.277
Αυξήσεις 5-6% στους μισθούς το 2026
Το δεύτερο «όπλο» είναι οι αυξήσεις στους μισθούς. Η κυβέρνηση θα καθορίσει τον κατώτατο μηνιαίο μισθό τον ερχόμενο Μάρτιο (οι αυξήσεις προβλέπεται ότι θα κινηθούν μεταξύ 5% και 6% και θα ισχύσουν από την 1η Απριλίου) με στόχο να φτάσει στα 920-930 ευρώ. Η κυβερνητική δέσμευση παραμένει, τον Απρίλιο του 2027 ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 950 ευρώ και, αν υπάρξει συμφωνία με τους εργοδότες, να αγγίξει τα 1.000 ευρώ.
Ταυτόχρονα έδωσε σήμα στους εργοδότες να είναι «γενναιόδωροι», αφού και οι ανάγκες των εργαζομένων είναι μεγάλες και ο εκλογικός κύκλος το επιβάλλει.
Με αυτά τα δεδομένα και διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την… «ταμπλέτα», θα διαπιστώσει ότι η καλύτερη χρονιά για την οικονομία θα είναι το 2026, και όχι το 2027.
Σύμφωνα με το σχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή για εφέτος, ο πήχης της ανάπτυξης χαμήλωσε, στο 2,2%, αλλά ανεβαίνει στο 2,4% το 2026, που είναι και τελική ευθεία για την είσπραξη των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
«Είναι πολλά τα λεφτά»
Από το Ταμείο η Ελλάδα έχει να λάβει:
- Μέσα στο Δεκέμβριο την 7η δόση δανείων 1,94 δισ. ευρώ και την 7η δόση επιδοτήσεων ύψους 1,95 δισ. ευρώ (3,89 δισ. ευρώ). Επειδή έχει καθυστερήσει η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων δράσεων, η είσπραξη μετατέθηκε για τον Ιανουάριο του νέου έτους.
- Α’ Τρίμηνο 2026: 8η δόση δανείων, 0,4 δισ. ευρώ.
- Β’ Τρίμηνο 2026: 9η δόση δανείων, ύψους 2,61 δισ. ευρώ, και 8η δόση επιδοτήσεων, ύψους 1,7 δισ. ευρώ (4,31 δισ. ευρώ).
- Γ’ Τρίμηνο 2026: 9η δόση επιδοτήσεων, ύψους 3,5 δισ. ευρώ.
Ομως η λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τους επίσημους δείκτες, θα έχει στα επόμενα χρόνια σοβαρές επιπτώσεις. Η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί, στο 1,7% το 2027, στο 1,6% το 2028 και στο 1,3% το 2029.
Πτωτική θα είναι συνακόλουθα και η πορεία των επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), καθώς από το 4,1% το 2027, θα πέσουν στο 0,9% το 2028 και στο 0,8% το 2029.
Ετσι, εκ των πραγμάτων, από το 2027 το αφήγημα για την ανάπτυξη της οικονομίας θα αλλάξει, καθώς στους υπολογισμούς που γίνονται η βασική διαπίστωση είναι ότι από εφέτος οι δυσκολίες που υπάρχουν στο διεθνές περιβάλλον έγιναν ορατές.
Ο λόγος για τη διεθνή αβεβαιότητα που έχουν φέρει στο παγκόσμιο εμπόριο οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ και η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει με ρυθμό 2,5% και η βιομηχανία «κουμπώνεται» λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους στην παραγωγή της.
Με αυτά τα δεδομένα, η υπόσχεση για «καλύτερες ημέρες» μπορεί να τηρηθεί το 2026, που είναι και η τελευταία χρονιά λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης και θα μπουν στα δημόσια ταμεία πάνω από 12 δισ. ευρώ –τα οποία όμως δεν θα υπάρχουν το 2027–, για επενδύσεις και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, πράσινα κτίρια και ανακαινίσεις νοσοκομείων.
Τι θα συμβεί το 2027
Οπως γράφει ο κ. Πετραλιάς στο εισηγητικό σημείωμα του πολυετούς σχεδίου για την οικονομία, «το 2027, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με βάση τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί ή ανακοινωθεί έως σήμερα, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πιθανές νέες παρεμβάσεις, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,7%, παραμένοντας σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 1,4% το 2027, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της ΕΕ».
Το ερώτημα, λοιπόν, που απασχολεί τα κυβερνητικά στελέχη, καθώς βλέπουν ξεκάθαρα το πότε θα πέσει ο ρυθμός ανάπτυξης, είναι το εξής: Ποια είναι η καλύτερη στιγμή του κύκλου για να γίνουν εκλογές;
