Στη θέση που ανασκάπτεται από το 1997 έχει έρθει στο φως μια εκτεταμένη εγκατάσταση και ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα στο κεντρικό Αιγαίο. Τα πρωιμότερα δείγματα δραστηριότητας ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ενώ η περίοδος της ύψιστης ακμής τεκμηριώνεται περίπου στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όταν ιδρύεται το οριοθετημένο με περίβολο τέμενος του Απόλλωνα έκτασης 1600 τ.μ.. Η ανασκαφή έχει ως σήμερα αποκαλύψει 88 θραύσματα μαρμάρινων κούρων και 40 μαρμάρινες βάσεις αγαλμάτων διαφορετικών τύπων που αποτελούν και τα εντυπωσιακότερα αναθήματα στο ιερό συνιστώντας το μεγαλύτερο γνωστό σήμερα σύνολο στις Κυκλάδες.
Εκτός τεμένους αναπτύσσεται μία μεγάλη εγκατάσταση με κτίρια και κτιριακά συγκροτήματα ποικίλης χρήσης (κατοικίες, εστιατόρια, αποθήκες, χώροι φύλαξης ζώων κ.ά.). Ενδεικτική του μεγέθους της εγκατάστασης ήταν η αποκάλυψη το 2020 ενός εκτενούς και πολύπλοκου συστήματος συλλογής και διαχείρισης υδάτων αποτελούμενου από δεξαμενές και κτιστό αγωγό, που εκτεινόταν στις υπώρειες του λόφου νότια του ιερού.
Ανασκαφή: Οι φετινές ανασκαφικές εργασίες επικεντρώθηκαν στο σύστημα των δεξαμενών καθώς και στην περιοχή νότια του τεμένους, στο Ανατολικό Συγκρότημα και στο Κτίριο Π. Συγκεκριμένα, συνεχίστηκε η ανασκαφή της κεντρικής (Δεξαμενή 1), αλλά και της νοτιότερης κυκλικής δεξαμενής (Δεξαμενή 3). Με βάση τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις της κεντρικής δεξαμενής κατά την αρχαιότητα. Αρχικά, είχε ορθογώνια κάτοψη με εσωτερικές διαστάσεις 5,50 x 7 μ., βάθος περί τα 4 μ. και χωρητικότητα 154 κυβικά μέτρα. Ενώ πέρσι είχαν αποκαλυφθεί πλήρως μόνο ο νότιος και ανατολικός τοίχος, φέτος – μετά από ιδιαίτερα επίπονη και απαιτητική εργασία – αποκαλύφθηκαν σε όλο το μήκος και ύψος τους ο βόρειος και ο δυτικός τοίχος της αρχικής φάσης της.
Ολοι οι τοίχοι είναι ιδιαίτερα ισχυροί με πλάτος 0,70-0,80 μ. Για την κατασκευή τους θα πρέπει να αξιοποιήθηκε το φυσικό ανάγλυφο και κάποια υπάρχουσα φυσική κοιλότητα. Η θεμελίωσή τους ύψους 0,40 μ. είναι ιδιαίτερα ισχυρή και εξέχει της ανωδομής περίπου 0,10 μ. αποτελούμενη από μεγάλες πλάκες γνευσίου μήκους 0,50-0,80 μ. Το ανώτερο τμήμα των τοίχων είναι κτισμένο με ορθογωνισμένους λίθους γνευσίου πάχους 0,10-0,15 μ. και μήκους 0,20-0,30 μ. Η δόμησή είναι ιδιαίτερα προσεγμένη με ελάχιστα κενά στους αρμούς μεταξύ των λίθων. Οι όψεις των λίθων δεν είναι λειασμένες, πιθανότατα σκόπιμα, έτσι ώστε να εφαρμόζει καλύτερα ανάμεσα στους αρμούς το παχύ υδραυλικό κονίαμα υπόλευκου χρώματος που κάλυπτε όλη την επιφάνεια των τοίχων. Με το ίδιο κονίαμα είναι επιστρωμένος και ο πυθμένας της δεξαμενής. Τμήμα του σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση κατά μήκος του ανατολικού και νότιου τοίχου.
Μετά την απομάκρυνση λίθων και χώματος που είχαν καταρρεύσει πάνω και μπροστά από το βόρειο και το δυτικό τοίχο ήρθε στο φως μία κατασκευή σχήματος Π, τμήμα της οποίας είχε αποκαλυφθεί το 2021 σε επαφή και κατά μήκος του βόρειου και ανατολικού τοίχου της δεξαμενής. Η βόρεια πλευρά της σώζεται σε ύψος 0,80 μ. και έχει πλάτος 0,60 μ. Αποτελείται από τρεις σειρές ορθογώνιων δόμων με επιμελημένες όψεις που μιμούνται ισοδομικό σύστημα τοιχοποιίας. Στο κατώτερο τμήμα τους σώζουν την επένδυση από κονίαμα. Ίδιας κατασκευής είναι και το ανατολικό και δυτικό τμήμα της που σώζονται σε μικρότερο μήκος. Η άνω επιφάνεια των τριών πλευρών της κατασκευής αποτελείται από επίπεδες πλάκες, στοιχείο που πιθανόν παραπέμπει σε χρήση της κατασκευής ως θρανίο.
Συνεχίστηκε η διερεύνηση του εσωτερικού της κυκλικής Δεξαμενή 3 που εντοπίστηκε το 2021. Λόγω του όγκου της επίχωσης, αποφασίστηκε να ανοιχθεί δοκιμαστική τομή πλάτους 0,50 μ. σε επαφή με το εσωτερικό της, ώστε να αποκαλυφθεί η εσωτερική όψη της τοιχοποιίας της. Σε απόσταση σχεδόν 1,5 μ. δυτικά από το νότιο άνοιγμα της και σε ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο εντοπίστηκε τμήμα ορθογώνιου, αβαθούς κτίσματος που φαίνεται να διαιρείται σε δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό). Πρόκειται πιθανόν για μικρή δεξαμενή ή προλάκκιο, αλλά χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Στο Ανατολικό Συγκρότημα συνεχίστηκε η διερεύνηση του ΝΔ τμήματος του, όπου είχε ήδη αποκαλυφθεί τμήμα μεγάλου πλακόστρωτου χώρου. Διερευνήθηκε ένα ορθογώνιο δωμάτιο νότια του πλακόστρωτου και κατέστη σαφές ότι οι χώροι του Συγκροτήματος εκτείνονται περαιτέρω νότια και ανατολικά. Σημαντικό βάρος δόθηκε στην ανασκαφή της περιοχής νότια του ναόσχημου Κτιρίου Π. Το κτίριο χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και λόγω κάτοψης και ευρημάτων μπορεί να συνδεθεί με λατρευτικές πρακτικές. Νότια του κτιρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα πλακόστρωτου υπαίθριου χώρου, τα όρια του οποίου δεν ήταν σαφή.
Φέτος ήρθε στο φως ο περίβολος που όριζε τον χώρο αυτό από ανατολικά, και τμήμα του τοίχου που τον όριζε από νότο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η διαδοχή των φάσεων χρήσης του χώρου και τα ευρήματα από αυτόν. Στο επίπεδο της θεμελίωσης του αρχαϊκού ανατολικού τοίχου του υπαίθριου χώρου, σε απόσταση περί τα 4 μ. νότια του Κτιρίου Π, εντοπίστηκαν 3 μαρμάρινες βάσεις, πιθανότατα από περιρραντήρια, που μπορούν να χρονολογηθούν στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο, καθώς και σημαντική ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής (ενεπίγραφα όστρακα, σκύφοι, λεκανίδες, όλπες κ.α.) και μεταλλικά αντικείμενα.
Στα υψηλότερα ανασκαφικά στρώματα, πάνω από και νότια του αρχαϊκού τοίχου αποκαλύφθηκαν τέσσερεις τοίχοι που ορίζουν τρεις τουλάχιστον χώρους, η κεραμική από το εσωτερικό των οποίων μπορεί να χρονολογηθεί στους ύστερους Κλασικούς χρόνους. Εντοπίστηκαν, επίσης, δύο μαγειρικά σκεύη στην αρχική θέση τους, στο δάπεδο των χώρων.
Η ανασκαφή διεξήχθη υπό τη διεύθυνση του Γ. Κουράγιου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ίλιας Νταϊφά και Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Επικ. καθηγ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Συμμετείχαν επίσης οι Χριστίνα Κωνσταντακοπούλου (ΕΙΕ, Birkbeck College), Caspar Meyer (Bard Graduate Center), Erica Angliker (ICS London) και Luigi Lafasciano, μεταπτυχιακοί φοιτητές και απόφοιτοι από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Λουίζα Πανοπούλου, Ιγνάτιος Ασσάτωφ, Μάτα Σαμιώτη, Αναστασία Μαλλικοπουλου, Δέσποινα Καπετανίδου, Χριστίνα Γιαμούζη) και το Bard Graduate Center (New York), καθώς και προπτυχιακοί φοιτητές από το College Year in Athens, το Birkbeck College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Sao Paolo (Βραζιλία).
Αναστήλωση: Μετά την ολοκλήρωση της αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και εστιατορίου του τεμένους, και στο πλαίσιο της ανάγκης προστασίας και αποκατάστασης εν γένει του αρχαϊκού τεμένους του ιερού εκπονήθηκε και η μελέτη αποκατάστασης του Κτιρίου Δ, του τρίτου καλύτερα σωζόμενου οικοδομήματος στο ιερό, μετά το ναό και το εστιατόριο που δεσπόζει στη ΒΑ γωνία του τεμένους και ήταν άρρηκτα συνδεμένο με τις λατρευτικές πρακτικές. Χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και έχει διμερή κάτοψη με διαστάσεις 9.40μ.χ 12.50μ. Η πρόσοψη του κτιρίου αναπαρίσταται με τέσσερις κίονες εν παραστάσει και βάσει της εγκεκριμένης από το ΚΑΣ μελέτης του αρχιτέκτονα Γ. Ορεστίδη, η υπόβαση και ο στυλοβάτης της κύριας όψης του κτιρίου συμπληρώνονται με αρχαίο και νέο υλικό ώστε να τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση οι βάσεις και οι κατώτεροι σπόνδυλοι των κιόνων του προστώου. Πέρα από την κιονοστοιχία προβλέπεται αναστήλωση σε μικρό ύψος της ανατολικής και δυτικής παραστάδας και συμπλήρωση 3 έως 6 σειρών (δόμων) μαρμάρινων λιθόπλινθων στον εσωτερικό (θυραίο) τοίχο του προστώου και περιμετρικά του κτιρίου τοποθέτηση του κατωφλιού της θύρας του σηκού, και δύο θυραίων παραστάδων. Οι αναστηλωτικές εργασίες διήρκησαν 3 εβδομάδες και πραγματοποιήθηκαν από τους εξειδικευμένους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή. Μ. Αρμάο, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη, Λ. Ιωάννου, Γ. Κοντονικολάου. Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώθηκε η υπόβαση του στυλοβάτη και τοποθετήθηκαν οι βάσεις των κιόνων, τοποθετήθηκε το κατώφλι του σηκού και ξεκίνησε η διαμόρφωση της νότιας πρόσοψης του κτιρίου, της βόρειας και νότιας παραστάδας.
Τόσο οι ανασκαφικές όσο και οι αναστηλωτικές εργασίες δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν χωρίς τη στήριξη των: ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Αθανάσιος & Μαρίνα Μαρτίνου), Ίδρυμα Π&Α Κανελλοπούλου, Ιδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, ΔΙΚΕΜΕΣ (C.Y.A), Ίδρυμα Ι. Λάτση, Μarion Stassinopoulos, Σύλλογος «Οι Φίλοι της Πάρου» και πολλοί ιδιώτες φίλοι της ανασκαφής.