. | Shutterstock
Επικαιρότητα

Ανάλυση: Ενωση αξιών ή συμμαχία συμφερόντων η ΕΕ;

Το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι πολύ πιο ισχυρό από όσο θεωρούσαν οι επικριτές του: διότι «τα 27 μικρού ή μεσαίου μεγέθους κράτη–μέλη της ΕΕ έχουν κοινό συμφέρον να προστατέψουν την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά απέναντι στους Αμερικανούς και στους Κινέζους» σημειώνει στους Financial Times o έγκριτος αρθρογράφος Γκίντεον Ράχμαν
Protagon Team

Το ότι η ΕΕ είναι διχασμένη σίγουρα δεν αποτελεί είδηση. Η Πολωνία βρίσκεται στο στόχαστρο της Κομισιόν για καταπάτηση βασικών ευρωπαϊκών αξιών όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι μαλώνουν για σύνορα και προϋπολογισμούς, οι Ούγγροι και οι Γερμανοί διαφωνούν για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ενώ δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η Ελλάδα κινδύνεψε σοβαρά να βρεθεί εκτός της Ευρωζώνης.

Υπάρχει, φυσικά, και ο βραχνάς του Brexit κατά τη διαδικασία του οποίου η Βρετανία αποπειράθηκε να διχάσει την Ευρώπη των 27. Αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, προς μεγάλη έκπληξη των αρχών τόσο στο Λονδίνο όσο και στις Βρυξέλλες, καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση ανταποκρίθηκε στο όνομά της, και τα κράτη που τη συναποτελούν παρέμειναν ενωμένα. Αυτή η επίδειξη ενότητας, ωστόσο, δεν ήταν συμπτωματική ούτε προέκυψε λόγω των ειδικών περιστάσεων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Γκίντεον Ράχμαν, το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι πολύ πιο ισχυρό από όσο θεωρούσαν οι επικριτές του: διότι «τα 27 μικρού ή μεσαίου μεγέθους κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν κοινό συμφέρον να προστατέψουν την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά».

Αυτή η «στρατηγική επιταγή», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής αρθρογράφος των Financial Times για διεθνή ζητήματα, θα γίνεται ολοένα πιο αισθητή σε έναν κόσμο που κυριαρχούν δύο υπερδυνάμεις -οι ΗΠΑ και η Κίνα- οι οποίες χρησιμοποιούν το εμπόριο και τις επενδύσεις ως μέσα άσκησης πολιτικής πίεσης. Οι 27 χώρες-μέλη της ΕΕ γνωρίζουν ότι μεμονωμένα δεν μπορούν να αναμετρηθούν με τους Κινέζους και τους Αμερικανούς. Αποτελώντας, ωστόσο, στο σύνολό τους τη μεγαλύτερη διασυνοριακή αγορά στον κόσμο, γνωρίζουν επίσης πως η ενωμένη Ευρώπη έχει την απαραίτητη ισχύ ώστε να αντιμετωπίσει τις όποιες προκλήσεις της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου.

Συνεπώς συμπεραίνεται ότι τα εσωτερικά ζητήματα που διχάζουν τους Ευρωπαίους είναι λιγότερο ισχυρά από τις εξωτερικές πιέσεις που τους κρατάνε ενωμένους, γεγονός το οποίο συχνά παραβλέπεται, ακόμα και στις Βρυξέλλες, κυρίως «γιατί η ΕΕ αρέσκεται να αυτοχαρακτηρίζεται ως μια ένωση αξιών», υποστηρίζει ο Ράχμαν.

Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται διαφορετική. Ειδικά το τελευταίο διάστημα. Γιατί ο Βίκτορ Ορμπαν και ο Ματέο Σαλβίνι έχουν περισσότερα κοινά στοιχεία με τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ή και τον Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ρωσία παρά με τον Εμανουέλ Μακρόν ή την Ανγκελα Μέρκελ. Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις της Ιταλίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας βάλλουν κατά των Βρυξελλών με τρόπο εφάμιλλο με των βρετανών ευρωσκεπτικιστών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποκλίνουν από τη γραμμή της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για το Brexit γιατί αντιλαμβάνονται πως τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντά τους εξυπηρετούνται καλύτερα παραμένοντας εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

«Κατ’ αυτήν την έννοια, η ΕΕ μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια συμμαχία που βασίζεται σε κοινά συμφέροντα παρά με μια ένωση αξιών. Ο λόγος περί συμμαχιών προκαλεί ρίγη στις Βρυξέλλες επειδή παραπέμπει στους πολέμους της Ευρώπης. Αλλά στον 21ο αιώνα είναι προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών χωρών να συμμαχούν μεταξύ τους παρά να εναντιώνονται η μία στην άλλη, όπως κατά το παρελθόν» υπενθυμίζει ο Ράχμαν.

Αναντικατάστατο το ευρωπαϊκό πακέτο προνομίων

Αντιμετωπίζοντας την ΕΕ ως μια συμμαχία, γίνεται κατανοητό γιατί δεν υπάρχει ακόμα ένας ευρωπαϊκός στρατός. Οι 27 χώρες-μέλη της Ενωσης δεν έχουν, και δύσκολα θα αποκτήσουν, κοινές ένοπλες δυνάμεις γιατί δεν αποτελούν ένα ενιαίο κράτος. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να σχηματίσουν μια στενή στρατιωτική συμμαχία με μια ρήτρα αμοιβαίας άμυνας. Και εάν έως και πριν από λίγα χρόνια η σύναψη μιας τέτοιας συμμαχίας έμοιαζε να είναι περιττή ή και επικίνδυνη, καθώς θα υπονόμευε το ΝΑΤΟ, σήμερα οι έντονες επικρίσεις του Ντόναλντ Τραμπ για το καθεστώς λειτουργίας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα πρέπει να θορυβήσουν και να κινητοποιήσουν τους Ευρωπαίους ώστε να μεριμνήσουν οι ίδιοι για την ασφάλειά τους.

Δύσκολα η Ευρώπη θα μεταλλαχτεί από τη μία μέρα στην άλλη σε στρατιωτική υπερδύναμη. Αλλά είναι ήδη μια εμπορική και επιχειρηματική υπερδύναμη. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί στην πυρηνική εποχή, οι όποιοι πόλεμοι διεξάγονται περισσότερο με οικονομικά παρά με στρατιωτικά μέσα. «Η Κομισιόν αμφισβητεί ήδη τη μονοπωλιακή ισχύ των κορυφαίων επιχειρήσεων της Σίλικον Βάλεϊ όπως η Apple, η Amazon, το Facebook και η Google και αναζητά νέους τρόπους εποπτείας των κινεζικών εταιρικών εξαγορών στην Ευρώπη».

Ειδικά όσον αφορά την Κίνα ο Ράχμαν αναφέρει πως το Πεκίνο έχει καταλήξει να είναι εξπέρ στη διάλυση συμμαχιών, εστιάζοντας στους πιο αδύναμους κρίκους. Μέσω της χάραξης, για παράδειγμα, του νέου Δρόμου του Μεταξιού προσφέρει σημαντικά κίνητρα (επενδύσεις για έργα υποδομών) στα μικρότερα κράτη (μέλη της ΕΕ) της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να εναντιωθούν στις Βρυξέλλες στην περίπτωση που επιδιώξουν να σκληρύνουν τη στάση τους έναντι των Κινέζων. «Αλλά η ΕΕ θα ξεπεράσει την παροδική διαίρεση με αφορμή τις πολιτικές προς τις ΗΠΑ ή την Κίνα (γιατί) το πακέτο προνομίων που προσφέρει δεν μπορεί να αναπαραχθεί από τις ΗΠΑ ή την Κίνα».

Η ευρωπαϊκή ενιαία αγορά προσφέρει εγγύτητα, μέγεθος, νομική ασφάλεια, ελεύθερη μετακίνηση των προσώπων και το δικαίωμα ψήφου για τη θέσπιση νέων νόμων και κανονισμών. Για αυτόν τον λόγο χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι οποίες δεν σταματούν να διαμαρτύρονται κατά των Βρυξελλών, είναι απίθανο να διακινδυνεύσουν να εγκαταλείψουν την ΕΕ. Στη Βαρσοβία υπάρχουν αρκετοί που προβλέπουν ότι η Πολωνία θα αποχωρήσει από την ΕΕ την ημέρα που θα σταματήσουν τα παχυλά πακέτα στήριξης. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ακόμα και οι χώρες που κυρίως συνεισφέρουν στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, χάνουν πολλά στην περίπτωση αποχώρησής τους. Οποιος αμφιβάλλει για αυτό «ας ρωτήσει τη Βρετανία του Brexit» καταλήγει ο βρετανός δημοσιογράφος.