Σεπτέμβριος 2015, ο Αγγελος Δεληβορριάς στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη | Menelaos Myrillas / SOOC
Επικαιρότητα

Ο διευθυντής του Μουσείου που «αγάπησε ο Θεός»

Η είδηση του θανάτου του Αγγελου Δεληβορριά πάγωσε την Ελλάδα, και όχι μόνο τον χώρο του Πολιτισμού. Η πορεία του αρχαιολόγου, του αναμορφωτή του Μπενάκη, από τις σπουδές, στην Ακαδημία Αθηνών, στο ανασκαφικό σκάμμα, στην αγκαλιά των εγγονών του
Κατερίνα I. Ανέστη

«Mε κατηγορούν για ελληνομανία. Ε, λοιπόν σας ενημερώνω ότι είμαι περήφανος για αυτήν». Ο Αγγελος Δεληβορριάς ολοκληρώνει τη φράση με αυτό το χαρακτηριστικό, εκφραστικό, πλήρες βραχνό γέλιο του που τον χαρακτήριζε, σαν την υπογραφή του, σαν την χειραψία του, ζεστό και κυρίως ανεπιτήδευτο. Το να γράψεις την νεκρολογία του αναφερόμενος στους σταθμούς και τα επιτεύγματα της καριέρας του που καλύπτουν αρκετές σελίδες, είναι απλώς ανεπαρκές. Είναι ένα μικρό θραύσμα αυτού του σπουδαίου Ολου που αποτελούσε ο αρχαιολόγος, ενεργός ανασκαφέας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, Ακαδημαϊκός, του οποίου η καρδιά δεν άντεξε και λύγισε μετά από νοσηλεία αρκετών ημερών (από τη Μεγάλη Εβδομάδα) με συμπτώματα πνευμονίας σε ιδιωτικό θεραπευτήριο.

Ογδόντα ενός ετών έφηβος ήταν ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ογδόντα ενός ετών έφηβος και ταυτόχρονα προαιώνιος, μια κιβωτός γνώσης και πίστης στις ιδέες, στην ομορφιά, στην αυθεντικότητα, στην αλήθεια, στην Ελλάδα πέρα από κάθε εθνικιστική φόρτιση. Αν και η αρχαιολογία ήταν ο τομέας όπου διέπρεψε διεθνώς, αν και η διεύθυνση μουσείων ήταν αυτό που ίσως και να τον έβαλε στο Γκίνες αφού υπήρξε επί 41 χρόνια διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, περνώντας συμπληγάδες και δημιουργώντας μικρά θαύματα, ο Δεληβορριάς ήταν ηγετική μορφή στις Τέχνες, στα Γράμματα, στον Πολιτισμό, στην Κοινωνία. Γι αυτό και το πένθος για την απώλειά του είναι εθνικό – όσο περνούν τα χρόνια η έλλειψή του θα βαθαίνει μέσα μας όλο και πιο πολύ και τα λόγια του θα επιστρέφουν ξανά και ξανά δικαιωμένα.

Γεννήθηκε το 1937. Αθηναίος. Μεγαλωμένος σε ένα σπίτι γεμάτο με βιβλία και έναν πατέρα που τον ωθούσε να μαθαίνει διαρκώς, να στοχάζεται, να κρίνει και να παίρνει θέση. Από παιδί έκανε μαζί του διαλόγους για θέματα κρίσιμα κοινωνικά, αλλά και πολιτικά. Μπολιάστηκε με το υλικό του ενεργού πολίτη, του πολίτη που παρεμβαίνει και δεν ακολουθεί το ρεύμα. Σπουδές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γερμανία, Σορβόνη, ενδιάμεσα διορισμός στην Εθνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και εργασία στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωσπου το 1973, ενώ ήταν 36 ετών, η σπουδαία Ειρήνη Καλλιγά του ζητά να αναλάβει το Μουσείο Μπενάκη. Ηταν Αύγουστος όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στο ιστορικό κτίριο της οδού Κουμπάρη, στο δροσερό υπόγειο που έγινε επί 41 χρόνια το σπίτι του. Εκεί έφτανε με το πρώτο φως του ήλιου, έξι το πρωί, μόνος. Αυτός με τον φύλακα, ακόμα και τις Κυριακές από νωρίς εκεί. Όμως οι αναταράξεις δεν έλειψαν. Κυρίως στην αρχή.

Η μάχη για να επιβληθεί

Ανέλαβε το Μουσείο 19 χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή του, Αντώνη Μπενάκη. Μια ουσιαστικά ιδιωτική συλλογή, ένα μουσείο με πλήθος κτιριακών και όχι μόνο προβλημάτων, που είχε πολλά να πει, είχε μια θέση σημαντική να βρει στο παγκόσμιο χάρτη, αλλά δεν ήξερε πώς να το καταφέρει. Χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να καταρτίσει το πλήρες πρόγραμμα, να καταγράψει και οργανώσει το όραμά του για το μουσείο. Τέλη του 1974 κατέθεσε αυτό το όραμα στη Διοικητική Επιτροπή και ακολούθησε μια σκληρή μάχη. Ούτως ή άλλως έβλεπαν με στραβό μάτι αυτό τον πληθωρικό, άοκνο, οραματιστή, πληθωρικό, νεαρό διευθυντή.

Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει η πρόεδρος του Μουσείου, Αιμιλία Γερουλάνου, εκείνη την εποχή και την σύγκρουση μέσα στην επιτροπή. «Δόθηκε μάχη. Με την επιμονή, τον αγώνα και την “αντρίκια” υποστήριξη της Ειρήνης Καλλιγά κατόρθωσε να εφαρμόσει το πρόγραμμα όμως». Θέριεψε το Μουσείο στην οδό Κουμπάρη. Είκοσι έξι χρόνια μετά, το 2003, έγινε μια τομή στον σύγχρονο πολιτισμό στην Ελλάδα με την δημιουργία του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς. Ακολούθησε το 2004 το μικρό αλλά αριστουργηματικό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης στον Κεραμεικό και, τελευταία, το 2012, η Πινακοθήκη Γκίκα στην Κριεζώτου. Υπό την διεύθυνσή του οργανώθηκαν περί τις 140 εκθέσεις στην Αθήνα και σχεδόν 40 στο εξωτερικό, πρεσβευτές της ελληνικής Τέχνης και Ιστορίας.

Ο Αγγελος Δεληβορριάς έλεγε ότι «το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα μουσείο τυχερό. Το αγαπάει ο Θεός». Σαράντα ένα χρόνια μετά, με την παρουσία του ιδίου στην διεύθυνσή του ως το 2014 και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια που δεν έλειψε από αυτό ούτε μέρα ως σύμβουλος και εργάτης μαζί, («ένα τραπέζι με περιμένει πάντα στο μουσείο», έλεγε) είναι προφανές ότι το Μουσείο Μπενάκη ήταν τυχερό επειδή βρέθηκε στο τιμόνι του ο Δεληβορριάς. Όταν ανακοίνωσε η Αιμιλία Γερουλάνου την απόφαση του να παραιτηθεί προσπάθησε να βάλει σε μια φράση τα βασικά χαρακτηριστικά του: «Θάρρος, τόλμη, αφάνταστη νεανικότητα, άοκνη επιμονή, επιστημονικό εύρος, ανήσυχο μυαλό, ήθος, ψυχική γενναιοδωρία, επίγνωση ευθυνών».

Με τις σκονισμένες μπότες

Οσο και αν ταυτίστηκε με το Μουσείο ανυπομονούσε να μπει στο αυτοκίνητο και να βρεθεί στη Λακωνία, στην ανασκαφή του. Να βάλει τις μπότες και να χωθεί στο σκάμμα, να γεννήσει νέες αφηγήσεις. Εργο ζωής η ανασκαφή στο Ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνος κοντά στη Σπάρτη, για την ακρίβεια στην αριστερή όχθη του Ευρώτα. Μια ανασκαφή ενεργή που έδωσε πολλές διεθνείς ανακοινώσεις με την υπογραφή του Δεληβορριά. Εντρύφησε όμως και στην τέχνη του Σκόπα, με την εξέταση των γλυπτών της Τεγέας.

Το 2014 αποφασίζει να αποχωρήσει από τη διεύθυνση του Μουσείου. Κάτι που ήθελε να κάνει εδώ και χρόνια, όμως βλέποντας το μουσείο να ταλανίζεται οικονομικά έμεινε να συνεχίζει να δίνει τον αγώνα. «Κουράστηκα», μου έλεγε τότε. Είχε εκτός των άλλων επιφορτιστεί και σημαντικό μέρος της προσέλκυσης δωρεών – ήταν τόσο σαγηνευτικός που δύσκολα μπορούσες να του αρνηθείς κάτι. Γοήτευε ακόμα και τους πιο δύσκολους χορηγούς. Ενεργός πολίτης, παρακολουθεί στενά τις πολιτικές εξελίξεις και δεν διστάζει να ταχθεί στο πλευρό του Σταύρου Θεοδωράκη όταν δημιούργησε το Ποτάμι, όχι αξιώνοντας εκλόγιμες θέσεις (θα τις είχε στο τσεπάκι) αλλά με έναν ρόλο συμβουλευτικό. Και μόνο το να τον αντικρίζεις τότε στις πρώτες σειρές των ομιλιών και διεργασιών του κόμματος σού έδινε μια ελπίδα.

Ο τρυφερός παππούς

Επί 41 χρόνια διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη και επί 40 χρόνια στο πλευρό της Μαρίας, της συζύγου του, την οποία συνεχώς μνημόνευε, είτε για να επαινέσει την αντοχή της πλάι του, είτε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για όσα του προσφέρει, είτε για να αστειευτεί για το πώς προσπαθεί να τον πείσει να δουλεύει λιγότερο. Να προσέχει τον εαυτό του. Μαζί απόκτησαν έναν γιο και μια κόρη και τρία εγγόνια, δύο κόρες από την θυγατέρα τους και ένα αγόρι από τον γιο τους. Πλήρης σε όλους τους τομείς του ζωής του. Και τα είχε υπολογίσει τα πράγματα κάπως έτσι, αν και η πνευμονία του άλλαξε όλα τα δεδομένα που ήθελε για το τέλος της ζωής του. Ευχόταν να έχει αυτή τη διαύγεια ως τα 90 του χρόνια για να ολοκληρώσει την έρευνα και το συγγραφικό του έργο. Ένα χρόνο πριν του προτάθηκε ανεπίσημα να αναλάβει την Προεδρία του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που μόλις είχε χηρεύσει μετά την επεισοδιακή αποχώρηση του Γιώργου Κιμούλη. Είπε όχι – αν ήμουν δέκα χρόνια νεότερος, ίσως, έλεγε σε φίλους του. Οσοι είχαν μάθει τότε ότι είναι πιθανό να αναλάβει τη θέση σχεδόν παρακαλούσαν αυτός ο διοικητικά έμπειρος, ο οραματιστής, ο σκληρά εργαζόμενος, κοσμοπολίτης, τρυφερός, δίκαιος, αρχαιολόγος να αναλάβει τη θέση.

Γοητευτικός άνθρωπος. Μαγνήτης, σε έσπρωχνε να σταθείς δίπλα του και αυτό πάντα προσέφερε μια αγκαλιά, ένα πλατύ γέλιο, ένα μικρό αστείο και μαζί ένα θραύσμα γνώσης που σε άφηνε άφωνο. Ερωτικός, θελκτικός, ακαταμάχητος, δεινός αφηγητής, ακούραστος, δοτικός, οι νέοι ήθελαν να είναι δίπλα του. Ο καπνός τον συνόδευε, κάπνιζε αρειμανίως, με λαχτάρα. Οσοι τον γνώρισαν έστω και απλώς κοινωνικά βιώνουν την απώλειά του σαν προσωπική. Αν και είναι οπωσδήποτε, όπως εξαρχής είπαμε, εθνική.

Την Παρασκευή, στις 2.00 το μεσημέρι, στο Α΄Νεκροταφείο, θα γίνει δημοσία δαπάνη η κηδεία του. Προσωπικότητες από όλο τον κόσμο επιθυμούν να βρεθούν εδώ για το κατευόδιο στον Αγγελο Δεληβορριά. Και μαζί η Ελλάς. Ευγνωμονούσα.