Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, αφεντικό του Ολυμπιακού, πήρε το ρίσκο να αλλάξει προπονητή | ΙΝΤΙΜΕ/ΒΗΧΟΣ ΝΙΚΟΣ
Επικαιρότητα

Γιατί ο Μαρινάκης έριξε τη «ζαριά»;

Εάν ήμασταν στον Ιούνιο, τον Γκαρσία θα τον προσλάμβανε και ο ίδιος ο Λεμονής. Εχουμε, όμως, Ιανουάριο. Το ρίσκο που συνοδεύει κάθε αλλαγή προπονητή, πολλαπλασιάζεται. Ο Μαρινάκης αποφάσισε να το αναλάβει. Γιατί, αφού ο Ολυμπιακός είναι πρώτος;
Sportscaster

Πάει και ο Τάκης. Δύο εικοσιτετράωρα μετά το «δεν υπάρχει θέμα Γκαρσία» και «το μυαλό μας είναι στη Λάρισα», η ΠΑΕ Ολυμπιακός διέψευσε -πάλι- τη διάψευσή της. Οπως τότε που… δεν υπήρχε θέμα Μπέντο (παραμονές της απόλυσής του), αλλά και σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις.

Οι σύλλογοι συμπεριφέρονται, πλέον, σαν τις κυβερνήσεις: δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να πουν ένα ψέμα που, αύριο – μεθαύριο, θα αποκαλυφθεί. Αρκεί να τους βολεύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Το τέλος της συνεργασίας με τον Λεμονή ανακοινώθηκε στον επίσημο ιστότοπο του Ολυμπιακού, όμως όχι -σε πρώτη φάση- και στους λογαριασμούς των «ερυθρολεύκων» στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: το Facebook, το Twitter και το Instagram.

Ο λόγος, προφανής. Θέλησαν να αποφύγουν τα οργισμένα σχόλια μεγάλης μερίδας οπαδών που τον Τάκη τον λατρεύουν. Σε αρκετές ψηφοφορίες στο Διαδίκτυο, απ’ αυτές που γίνονται με αφορμή τον απολογισμό της χρονιάς, τον επέλεξαν ως τον καλύτερο προπονητή του πρώτου μισού του Πρωταθλήματος. Για να του εκδηλώσουν, έτσι, τη συμπαράστασή τους.

Στο πρόσωπό του, σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας των φίλων του Ολυμπιακού βλέπει τον «καλό στρατιώτη» -όπως ο ίδιος έχει αυτοπροσδιοριστεί- που είναι έτοιμος να θυσιαστεί για το καλό της ομάδας. Είναι το «μπλοκάκι» που προθύμως αναλαμβάνει να τακτοποιήσει το χάος που άφησαν πίσω τους τα αορίστου χρόνου συμβόλαια με τα δύο εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Οι οπαδοί ταυτίζονται μαζί του γιατί είναι ο «Ολυμπιακάρας» της διπλανής θέσης, που κατεβαίνει από την εξέδρα στον πάγκο για να βοηθήσει κι έπειτα επιστρέφει στο κάθισμά του.

Σε αυτή την τέταρτη θητεία του, η αυτοθυσία του «καλού στρατιώτη» ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Δέχτηκε να οδηγήσει τον διαλυμένο στρατό που άφησε πίσω του ο Μπέσνικ Χάσι, στις μάχες με τη Γιουβέντους (στο Τορίνο) και την Μπαρτσελόνα (μέσα – έξω). Εβαλε το κεφάλι του στη λαιμητόμο της ιστορίας του συλλόγου, διακινδυνεύοντας να συνδέσει το όνομά του με συντριβές επικών διαστάσεων. Τελικώς, τις απέφυγε. Πήρε και μία ισοπαλία από τον Μέσι. Και -το κυριότερο- επανέφερε την ομάδα, που βρισκόταν στους -5, στην κορυφή της βαθμολογίας του ελληνικού Πρωταθλήματος.

Πολλοί Ολυμπιακοί πιστεύουν ότι ο Λεμονής άξιζε να ολοκληρώσει τη σεζόν. Θεωρούν την αιφνίδια απομάκρυνσή του, αχαριστία. Ελλειψη σεβασμού προς έναν προπονητή που βοήθησε τον σύλλογο -με επιτυχία- σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Κρίνουν με το συναίσθημα. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, αντιθέτως, τον ζύγισε με την ψυχρή λογική. Παρά τη βαθμολογική της αντεπίθεση, η ομάδα εξακολουθεί να έχει άλυτα αγωνιστικά προβλήματα. Δέχεται φθηνά γκολ σε όλα τα ματς και σχεδόν κάθε αγώνας της είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά. Επιπλέον, τα κρούσματα απειθαρχίας έχουν πυκνώσει επικίνδυνα. Ναι, ο Λεμονής έβαλε φρένο στον κατήφορο του Ολυμπιακού. Αλλά τώρα, στον ανήφορο προς τον τίτλο, κάποιος πρέπει να πατήσει το γκάζι.

Επί της ουσίας, ο Λεμονής ήταν «τελειωμένος» πολλές εβδομάδες προτού οι Ισπανοί (El Mundo Deportivo, Sport και As) αποκαλύψουν τη συμφωνία με τον Οσκαρ Γκαρσία. Η ήττα από τον καταταλαιπωρημένο Παναθηναϊκό (28 Οκτωβρίου) και η απόφαση του προπονητή να παίξει χωρίς φορ στη Λισαβόνα -σε ένα ματς στο οποίο η ισοπαλία θα ήταν άχρηστη- άλλαξε εντελώς τις διαθέσεις της διοίκησης απέναντί του. Η αντικατάστασή του ήταν ζήτημα χρόνου. Απέμενε, μόνο, να βρεθεί ο κατάλληλος για να τον διαδεχθεί.

Ο Ολυμπιακός (φαίνεται πως) τον βρήκε στο πρόσωπο του Οσκαρ Γκαρσία που, θεωρητικώς, πληροί όλες τις προδιαγραφές. Είναι νέος (45 ετών) και φιλόδοξος. Είναι Καταλανός – ο Μαρινάκης τρέφει απεριόριστη εκτίμηση στην ισπανική σχολή. Είναι υπέρμαχος του επιθετικού, θεαματικού ποδοσφαίρου, ως γνήσιο τέκνο της Μπαρτσελόνα (φοίτησε στις ακαδημίες της και έπαιξε στην πρώτη της ομάδα -από το 1993 έως το 1999- ως μεσοεπιθετικός). Είναι «παιδί του Γιόχαν Κρόιφ» (διετέλεσε βοηθός του στην εθνική ομάδα της Καταλωνίας). Διαθέτει μεγάλη εμπειρία πρωταθλητισμού, αφού έχει κατακτήσει τίτλο με τη Μακάμπι στο Ισραήλ (στα 39 του) και δύο νταμπλ με τη Ζάλτσμπουργκ στην Αυστρία. Κι έρχεται με τις συστάσεις του Ερνέστο Βαλβέρδε.

Ο Οσκαρ Γκαρσία. Ερχεται με τις συστάσεις του Βαλβέρδε

Εάν ήμασταν στον Ιούνιο, θα τον προσλάμβανε και ο ίδιος ο Λεμονής. Εχουμε, όμως, Ιανουάριο. Το αναπόφευκτο ρίσκο που συνοδεύει κάθε επιλογή νέου προπονητή, πολλαπλασιάζεται. Ο Γκαρσία θα έρθει να διδάξει καινούργια πράγματα σε παίκτες με τους οποίους δεν έχει ξανασυνεργαστεί, σε ένα Πρωτάθλημα γεμάτο κακοτοπιές που δεν γνωρίζει, και σε μία χρονική περίοδο στην οποία κάθε βαθμολογική απώλεια μπορεί να στοιχίσει τον τίτλο. Παρόλα αυτά, ο Μαρινάκης αποφάσισε να ρίξει τη «ζαριά». Επειδή, μετρώντας τις πιθανότητες του Ολυμπιακού με τον Λεμονή, τις βρήκε λιγότερες. Αλλά και διότι οι δυο τρεις ακριβές μετεγγραφές με τις οποίες σκοπεύει να προικίσει τον Γκαρσία, μπορεί να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ των Πρωταθλητών.

Ακόμη κι αν αποδειχθεί λανθασμένη, η επιλογή του Μαρινάκη είναι γενναία. Εάν το Πρωτάθλημα χαθεί, οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν πρόκειται να τα βάλουν με τον Γκαρσία. Θα τους φταίει, αποκλειστικώς, ο ηγέτης τους που έδιωξε τον Λεμονή. Τον «δικό τους άνθρωπο», που είχε την ομάδα στην κορυφή. Επιπλέον, ο επικεφαλής του αγωνιστικού project για την επόμενη σεζόν θα έχει «καεί».

Ακόμη κι αν αποδειχθεί σωστή, η επιλογή του Μαρινάκη συντηρεί τη φήμη του συλλόγου που αλλάζει τρεις προπονητές τη χρονιά. Είναι ό,τι χειρότερο για μία ομάδα, οι παίκτες της να θεωρούν τον διοικητή τους αναλώσιμο, ευάλωτο. Κι όσο οι πριμαντόνες του Ολυμπιακού θα νιώθουν πως κάποιος άλλος θα πληρώσει (και) το δικό τους μερίδιο ευθύνης, τόσο ο Λεμονής θα επιστρέφει για να διορθώσει τα αδιόρθωτα.