Η Μπρουνχίλντε Πόμσελ δεν είναι μετανιωμένη, απλώς έτοιμη να φύγει από τη ζωή... | Blackbox Film & Medienproduktion GmbH/YouTube
Επικαιρότητα

Η γραμματέας του Γκέμπελς «δεν ήξερε τίποτα»

Εργάστηκε στην καρδιά του ναζιστικού καθεστώτος υπό τις οδηγίες του διαβόητου Γιόζεφ Γκέμπελς. Πώς τον θυμάται; Πώς αισθάνεται σήμερα; Τι γνώριζε τότε και γιατί ένιωθε περήφανη για τη δουλειά που έκανε; Στα 105 της η Μπρουνχίλντε Πόμσελ έδωσε την πρώτη και τελευταία συνέντευξη της ζωής της
Protagon Team

Πώς τον θυμάται; Κοντό, καλά κρατημένο. Είχε τον αέρα του τζέντλεμαν. Πάντοτε ντυμένος με το πιο καλό ύφασμα και πάντα ελαφρά μαυρισμένος. Τα χέρια του, πολύ προσεγμένα. Πρέπει να έκανε μανικιούρ κάθε μέρα! Κούτσαινε ελαφρά, αλλά δεν μπορούσες να τον λυπηθείς, ήταν πολύ αλαζονικός και επιβλητικός. Βέβαια δεν προλάβαινε να τον μελετήσει παραπάνω, καθώς τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα αλλά για πολύ λίγο. Οταν τον έβλεπε για περισσότερη ώρα, επί σκηνής, ήταν άλλος άνθρωπος. Ο πολιτισμένος, σοβαρός κύριος μετατρεπόταν σε έναν άγριο φωνακλά! Εξαφανιζόταν η κομψότητα του τζέντλεμαν. Ξαφνικά γινόταν ένας λυσσασμένος νάνος.

«Ο Γκέμπελς ήταν ένας πολύ καλός ηθοποιός», λέει η Μπρουνχίλντε Πόμσελ στη μοναδική και τελευταία συνέντευξη της ζωής της στη Guardian. Γιατί περίμενε να φτάσει τα 105 έτη για να μιλήσει για τη «γερμανική ζωή» της; «Ενα είναι σίγουρο, δεν το κάνω για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου», τονίζει. Ηταν δακτυλογράφος σε ένα γραφείο. «Απλώς μία ακόμη θέση εργασίας». Στο μυαλό της, «απλώς» έπρεπε να πειράζει λίγο –προς τα κάτω- τα στατιστικά στοιχεία για τους πεσόντες στρατιώτες και να φουσκώνει όσο πιο πολύ μπορούσε τα νούμερα βιασμών που υπέστησαν γερμανίδες γυναίκες από άνδρες του Κόκκινου Στρατού. «Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να δακτυλογραφώ στο γραφείο του Γκέμπελς».

Αναγνωρίζει ότι είχε -ακόμη έχει- μέσα της από την αγνή πρωσική πειθαρχία. Μεγαλώνοντας έπρεπε να σκληρύνει γρήγορα. Οταν επέστρεψε ο πατέρας της από τον «Μεγάλο Πόλεμο» απαγόρευσε τα γιο – γιο από το υπνοδωμάτιο των παιδιών. «Επρεπε να ξεπεράσουμε τον φόβο μας για τα κακά πνεύματα και τις μάγισσες μέχρι να φτάσουμε στην εξωτερική τουαλέτα». Και φυσικά κάθε φορά που τα παιδιά ήταν ανυπάκουα έτρωγαν μαστιγώματα, ο πατέρας τους χρησιμοποιούσε έναν κόπανο! «Αυτό μου έμεινε», εξηγεί η ίδια. Οχι το τραύμα, «η αίσθηση του καθήκοντος».

Σε νεαρή ηλικία, ως γραμματέας του Γιόζεφ Γκέμπελς, φορώντας το σακάκι που της χάρισε η κυρία Γκέμπελς (Blackbox Film & Medienproduktion GmbH)

Και στο γραφείο του Γκέμπελς, εκτελούσε το καθήκον της. Αλλωστε, εκείνη ήταν ένα γρανάζι στην καρδιά της προπαγανδιστικής μηχανής των Ναζί. Οι υπόλοιποι Γερμανοί συμμετείχαν κάνοντας κάτι άλλο. «Οσοι από τους σημερινούς Γερμανούς λένε ότι αν ζούσαν τότε θα αντιστέκονταν, το πιστεύουν, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα το έκαναν», υποστηρίζει η ίδια. Ξαφνικά ήταν σαν ολόκληρος ο γερμανικός λαός να ήταν μαγεμένος. Στην πραγματικότητα δεν ήξεραν ακριβώς τι γινόταν, αλλά ούτε παιδευόντουσαν ιδιαιτέρως για να μάθουν. Η ίδια η Πόμσελ έβλεπε ότι η ζωή της κοκκινομάλλας Εβραίας φίλης της ξαφνικά «δυσκόλευε». Πίστεψε αυτό που της είπαν. Οτι η Εύα και όσοι Εβραίοι ξαφνικά εξαφανίζονταν μεταφέρονταν σε χωριά στη Σουδητία, αραιοκατοικημένη περιοχή που είχε ανάγκη από πληθυσμιακή αύξηση. «Το πιστέψαμε, το κατάπιαμε, έμοιαζε εντελώς αληθοφανές».

Μα βρισκόταν μέσα στο σύστημα που μετέτρεπε ψέματα σε Τέχνη, στο ίδιο το υπουργείο της Προπαγάνδας! Πώς γίνεται να μην γνώριζε ποια ήταν η πραγματικότητα; Της έδιναν φακέλους με ονόματα, σαν κι αυτό της ακτιβίστριας νεαρής φοιτήτριας, Σοφί Σκολ, μέλος του αντιστασιακού κινήματος Λευκό Ρόδο. Εκτελέστηκε για προδοσία τον Φεβρουάριο του 1943. «Ενας από τους στενούς σύμβουλους του Γκέμπελς μου είπε να το βάλω στο χρηματοκιβώτιο, χωρίς να τον ανοίξω. Οπότε δεν το έκανα. Η τιμή που αισθάνθηκα για την εμπιστοσύνη που μου έδειχναν ξεπερνούσε την περιέργειά μου».

Ανέλαβε γραμματέας του Γκέμπελς το 1942. «Τίποτε δεν θα με σταματούσε. Μόνο μία μεταδοτική ασθένεια. Ημουν κολακευμένη, καθώς ήταν μία επιβράβευση για το ότι ήμουν η πιο γρήγορη δακτυλογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό». Αλλωστε, πίσω από τους τοίχους του γραφείου, ήταν κατά κάποιον τρόπο προστατευμένη. Δακτυλογραφούσε. Εβλεπε τον Γκέμπελς όταν έφευγε από το γραφείο του. Κάποιες φορές έρχονταν να τον χαιρετήσουν τα «πολύ ευγενικά» παιδιά του, με ένα Ερντεϊλ Τεριέ. Υποκλίνονταν και έκαναν χειραψίες. Οι Γκέμπελς ήταν «πολύ καλοί μαζί μου», θυμάται σαν να μιλάει για τους κουνιάδους της. Οταν βομβαρδίστηκε το διαμέρισμα όπου διέμενε η ίδια με τους γονείς της, η Μάγκντα, κυρία Γκέμπελς, της χάρισε ένα σακάκι από μαλλί Cheviot, με επένδυση από μετάξι.

Η φαμίλια των Γκέμπελς, το 1942. Ο ένστολος άνδρας, ο γιος της Μάγκντα Γκέμπελς από τον πρώτο γάμο της, προστέθηκε αργότερα με ρετουσάρισμα καθώς ήταν στον στρατό (Wikipedia)

Το τέλος αυτής της ζωής, ήρθε μία μέρα μετά τα γενέθλια του Χίτλερ, το 1945. Οταν ο Γκέμπελς και οι συνεργάτες του έλαβαν την εντολή να κατευθυνθούν στο καταφύγιο, το Führerbunker, καθώς τελείωνε ο πόλεμος. «Ενιωσα ότι κάτι μέσα μου πέθανε», λέει. Επρεπε να έχουν αποθέματα αλκοόλ, για να «διατηρήσουμε το μούδιασμα». Στις 30 Απριλίου έμαθαν τα νέα από τον Γούντερ Σουάγκερμαν. Ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει, μετά ακολούθησε και ο Γκέμπελς, η γυναίκα του που της είχε χαρίσει το μεταξωτό ρούχο και τα παιδιά που της υποκλίνονταν μέσα στο γραφείο.

Υστερα η ίδια και οι συνάδελφοί γραμματείς έκοψαν πανιά από σάκους με τρόφιμα για να φτιάξουν μία μεγάλη λευκή σημαία, να παραδοθούν στους Ρώσους. Η ίδια είχε προετοιμαστεί, θα έλεγε την αλήθεια: «Δούλεψα ως στενογράφος στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς». Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και βρέθηκε σε διάφορα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα και γύρω από το Βερολίνο. «Δεν ήταν και ρόδινη ζωή», περιορίζεται να πει. Μόνο όταν επέστρεψε σπίτι της έμαθε για το «ζήτημα των Εβραίων», όπως το αποκαλεί ακόμα και σήμερα: «Ζήτημα», όχι Ολοκαύτωμα, ούτε τίποτε άλλο, απλά «ζήτημα». Αρχισε τη δεύτερη ζωή της, ξανά ως γραμματέας στο κρατικό ραδιόφωνο, αλλά σε μία διαφορετική χώρα.

Επρεπε να περάσουν 60 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, μέχρι να πείσει τον εαυτό της να ταξιδέψει στο Μόναχο, στο κέντρο πληροφοριών για να αναζητήσει την Εύα. Η κοκκινομάλλα φίλη της που εξαφανίστηκε είχε σταλεί στο Αουσβιτς τον Νοέμβριο του 1943 και ανακηρύχθηκε νεκρή το 1945. Και έπρεπε να περάσουν 70 χρόνια μέχρι να συμφωνήσει να μιλήσει για το πρώτο μέρος της ζωής της, για το ντοκιμαντέρ «Μία γερμανική ζωή».

Είναι 105 ετών, έχει χάσει την όρασή της, αισθάνεται ανακούφιση που οι μέρες της είναι μετρημένες. Οχι, δεν έχει κανένα βάρος στη συνείδησή της. Απλώς εύχεται να έχει μπροστά της μήνες και όχι χρόνια. Ελπίζει ο κόσμος να μην αναποδογυρίσει, όπως συνέβη τότε. «Οι εξελίξεις είναι ανησυχητικές ε; Χαίρομαι που δεν έχω κάνει παιδιά και δεν έχω κανένα άγχος».

ΥΓ. Το ντοκιμαντέρ «Μία γερμανική ζωή» προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ κινηματογράφου στο Μόναχο. Χρειάστηκαν 30 ώρες συζητήσεων μαζί με τη γερμανίδα πρώην γραμματέα για να ολοκληρωθεί το φιλμ.