O Αλέξης Τσίπρας καλωσορίζει τον πρόεδρο της COSCO Ξου Λιρόνγκ στο Μαξίμου για τη συμφωνία | INTIMENEWS
Επικαιρότητα

Πρώτη φορά αριστερά ιδιωτικά λιμάνια

Η υπογραφή στο Μαξίμου της συμφωνίας εκχώρησης του ελέγχου του λιμένα του Πειραιά στην κινεζική COSCO σηματοδοτεί μια γενικότερη στροφή της χώρας και το τέλος της παρουσίας του Δημοσίου στη λειτουργία βασικών υποδομών μεταφορών στην Ελλάδα
Protagon Team

Αν η πολιτική είναι θέμα ημερομηνιών, τότε η Παρασκευή 8 Απριλίου 2016 μπορεί να καταγραφεί ως αυτή που μια κυβέρνηση (της Αριστεράς) υπέγραψε το τέλος της παρουσίας του Δημοσίου στη λειτουργία βασικών υποδομών μεταφορών στη χώρα.

Την ώρα που στο Σύνταγμα οι αστυνομικές δυνάμεις – πάλι της κυβέρνησης της Αριστεράς – ψέκαζαν με χημικά τους διαδηλωτές λιμενεργάτες που διαμαρτύρονταν για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, ο πρώτος αριστερός Πρωθυπουργός καλωσόριζε τους επικεφαλής της κινεζικής COSCO για την υπογραφή της συμφωνίας εκχώρησης του 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά. Είχαν περάσει μόλις 16 μήνες από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε τους πάντες ότι «το λιμάνι του Πειραιά δεν πωλείται», αλλά τόσα πολλά άλλαξαν από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος – και ο Πειραιάς δεν είναι εξαίρεση. Αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας είπε πως «η Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα φάση, όπου η έμφαση δίνεται στην ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη της οικονομίας» και σημείωσε πως με τη συμφωνία με την COSCO «συντομεύει ο δρόμος του μεταξιού».

Από το Μαξίμου βέβαια έσπευσαν οι γνωστές «κυβερνητικές πηγές» να τονίσουν ότι δεν πωλείται το λιμάνι αλλά «πωλείται η εταιρεία που διαχειρίζεται τις λιμενικές υποδομές».

Το τελικό συμπέρασμα όμως είναι ότι ο έλεγχος του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας περνάει πλέον σε κινεζικά χέρια. Μετά την πρώτη σύμβαση παραχώρησης επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή πλέον η Cosco αναλαμβάνει τον έλεγχο του 67% της εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ.

Η συνολική αξία της συμφωνίας πώλησης του ΟΛΠ ανέρχεται σύμφωνα με το ΤΑΙΠΕΔ σε 1,5 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την προσφορά των 368,5 εκατ. ευρώ για την απόκτηση του 67% της εταιρείας ΟΛΠ ΑΕ, υποχρεωτικές επενδύσεις ύψους 350 εκατ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από τη σύμβαση παραχώρησης (αντάλλαγμα παραχώρησης σε ποσοστό 3,5% του κύκλου εργασιών του ΟΛΠ), αναμενόμενου συνολικού ύψους της τάξης των 410 εκατ. ευρώ. Στο ποσό του 1,5 δισ. συνυπολογίζονται και τα αναμενόμενα μερίσματα και οι τόκοι που θα εισπραχθούν από το ΤΑΙΠΕΔ, καθώς και οι εκτιμώμενες (πέραν των ελάχιστων υποχρεωτικών) επενδύσεις μέχρι την λήξη της παραχώρησης το 2052.

Στιγμιότυπο από τα επεισόδια που σημειώθηκαν το μεσημέρι στο Σύνταγμα με δυνάμεις των ΜΑΤ και λιμενεργάτες που διαμαρτύρονταν για την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ (INTIMENEWS)

Εντύπωση πάντως, έκανε το γεγονός ότι τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο αρμόδιος υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας δεν εμφανίστηκαν στην ειδική τελετή για τη συμφωνία που είχε προγραμματιστεί να γίνει στο Ζάππειο μετά τις υπογραφές στο Μαξίμου.

Και καλά, ο κ. Δρίτσας που μέχρι πρότινος έθετε εμπόδια για την ολοκλήρωση της συμφωνίας και βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τον πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιο Πιτσιόρλα ήταν αναμενόμενο να λείπει – ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ Γιώργος Κουμουτσάκος, πάντως, είπε ότι μια ενδεχόμενη παραίτηση του υπουργού Ναυτιλίας θα έπρεπε να απασχολήσει την κυβέρνηση, για την οποία σχολίασε ότι «καλωσορίζουμε την καθυστερημένη της προσχώρηση στην πραγματικότητα».

Αλλά ο κ. Τσίπρας γιατί να απουσιάζει από το Ζάππειο, από μια συμφωνία τέτοιου μεγέθους που κατά τα λεγόμενά του βοηθά στην ανασυγκρότηση της χώρας; Σύμφωνα με την κυβερνητική γραμμή ο Πρωθυπουργός είχε να κάνει σημαντικά τηλεφωνήματα για τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς και δεν ήταν δυνατή η παρουσία του στο Ζάππειο – όπου βέβαια θα είχε να αντιμετωπίσει όλους τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ και όχι μόνο αυτούς των κρατικών ΜΜΕ που χώρεσαν στο Μαξίμου. Και θα έπρεπε να τον απαθανατίσουν να επιχαίρει για μια υπόθεση, την οποία όσο ήταν στην αντιπολίτευση είχε κάνει σημαία αντίστασης. Ετσι, επειδή η πολιτική είναι όχι μόνο θέμα ημερομηνιών αλλά και συμβολισμών και photo opportunities, στο Ζάππειο την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο αντιπρόεδρος Γιάννης Δραγασάκης.

Ο Γιάννης Δραγασάκης στην εκδήλωση στο Ζάππειο για την παραχώρηση του ΟΛΠ στην COSCO (ΙΝΤΙΜENEWS)

Δεν είναι βέβαια μόνο ο Πειραιάς, που παρεμπιπτόντως συνιστά τη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», που ήδη τελεί υπό τον πλειοψηφικό έλεγχο ξένων επενδυτών και εκκρεμεί η αύξηση του ποσοστού τους και έπειτα από το πρώτο λιμάνι της χώρας που πέρασε σε κινεζικά χέρια, έπονται το λιμάνι της Θεσσαλονίκης καθώς και τα 14 Περιφερειακά Αεροδρόμια – ένας όγκος υποδομών που συνιστά στρατηγική μεταστροφή της χώρας προς τον ιδιωτικό τομέα.

Εντός του Ιουλίου αναμένεται να κατατεθούν τελικά, κατόπιν τρίμηνης παράτασης, οι δεσμευτικές προσφορές στο πλαίσιο του διαγωνισμού για την πώληση πακέτου μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ ΑΕ).

Μεταξύ των οκτώ επιχειρηματικών σχημάτων, που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εταιρεία στην προηγούμενη φάση του διαγωνισμού, τουλάχιστον τέσσερα φαίνεται ότι το διατηρούν, καθώς ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του ΤΑΙΠΕΔ για επικαιροποίησή του, όπως δήλωσε την Πέμπτη ο διευθύνων σύμβουλος της ΟΛΘ ΑΕ, Δημήτρης Μακρής, στη διάρκεια εκδήλωσης παρουσίασης των οικονομικών αποτελεσμάτων της εισηγμένης σε επενδυτές.

Παραλληλα η ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενέκρινε τη συγκέντρωση που αφορά στην απόκτηση από την κοινοπραξία της Fraport AG του αποκλειστικού ελέγχου των περιφερειακών αεροδρομίων της λεγόμενης Ομάδας Α (1. Θεσσαλονίκης, 2. Κέρκυρας, 3. Ζακύνθου, 4. Κεφαλονιάς, 5. Ακτίου, 6. Καβάλας και 7. Χανίων) και της Ομάδας Β (1. Ρόδου, 2. Κω, 3. Σαντορίνης, 4. Μυκόνου, 5. Μυτιλήνης, 6. Σκιάθου και 7. Σάμου), μέσω της παραχώρησης ύστερα από δημόσιους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ για τη χρηματοδότηση, αναβάθμιση, συντήρηση, διαχείριση και λειτουργία των συγκεκριμένων Περιφερειακών Αεροδρομίων Οπως εξήγησε σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η εν λόγω συγκέντρωση δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές στις οποίες αφορά.