Επικαιρότητα

Μια 70αρα για ξεφύλλισμα

«Τα χρόνια που πέρασαν απομόνωσαν τον γερμανό αναγνώστη από τον υπόλοιπο κόσμο, τον τύλιξαν μέσα στο νέφος της προπαγάνδας». Ηταν τα πρώτα λόγια της Die Zeit στο παρθενικό της φύλλο την 21η Φεβρουαρίου 1946. Η εμβληματική εφημερίδα του Αμβούργου γιόρτασε την έβδομη δεκαετία της ζωής της με ένα επετειακό φύλλο. Το οποίο ξεφυλλίσαμε
Κατερίνα Οικονομάκου

Για κάποιον που αγαπάει τις εφημερίδες, που επιμένει να τις αγοράζει στην τυπωμένη μόρφη τους για να διαβάσει -έστω από επαγγελματική διαστροφή- μέχρι και τα αθλητικά, η επετειακή έκδοση για τα 70 χρόνια της Die Zeit θα έπρεπε να μοιάζει περίπου με δώρο: 73 νέοι και παλιότεροι συντάκτες της, από έναν νεαρό επιστημονικό ρεπόρτερ «που έκανε το πρώτο ραντεβού του με τον αρχισυντάκτη αφού ήπιε πρώτα τρία φλυτζάνια από ένα καταπραϋντικό ρόφημα» -όπως αστειεύεται στο κεντρικό άρθρο του φύλλου ο διευθυντής Τζιοβάνι Ντι Λορέντσο- μέχρι τον 85χρονο Τεντ Ζόμερ που έγραφε για την εφημερίδα ήδη στο πρώτο φύλλο της 21ης Φεβρουαρίου του 1946 γράφουν, σε προσωπικό ύφος, για τα ρεπορτάζ και τις συναντήσεις που τους σημάδεψαν. Σύμφωνα με τον Ντι Λορέντσο, σε αυτές τις προσωπικές ιστορίες καθρεφτίζεται συγκλονιστικά μια ολόκληρη εποχή.

Παίρνω καφέ και αρχίζω να ξεφυλλίζω την επετειακή έκδοση. Σκοπεύω να περάσω τις επόμενες ώρες ξεκοκαλίζοντάς την. Η απόλαυση της ανάγνωσης θα μετριαστεί λίγο αργότερα: Διαβάζω πως το ρεπορτάζ που σημάδεψε τη ζωή του Μπερντ Λόποφ και το οποίο θυμάται με περηφάνεια καθώς έγινε αφορμή να εισπράξει τον ετεροχρονισμένο έπαινο του Χέλμουτ Σμιτ, αφορά ακριβώς την Ελλάδα. «Θα ήθελα να επαναλάβω το μεγάλο κομπλιμέντο που σας έκανα στην αρχή της συζήτησής μας» γράφει ο Λόποφ πως του είχε πει ο πρώην καγκελάριος, στο τέλος μιας κουβέντας που μέτρησε 16 τσιγάρα. Το κομπλιμέντο αφορούσε ένα ρεπορτάζ που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα ο Λόποφ το 1986, με τίτλο «Φέτα από την Δανία». Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση, η εφημερίδα Handelsblatt το είχε ανακαλύψει και αναδημοσιεύσει, προκειμένου να καταδείξει το χρονικό βάθος της ελληνικής οικονομικής κρίσης, σχολιάζοντας πως οι διαπιστώσεις του τότε 27χρονου μαθητευόμενοι οικονομικού συντάκτη δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες του ΔΝΤ.

Ο Λόποφ, που είχε βρεθεί στην Αθήνα το 1983 για τις ανάγκες μιας εργασίας σχετικά με την ελληνική γεωργία, γράφει σήμερα πως «το γραφείο δίπλα μου (στο υπουργείο) ανήκε σε έναν υπάλληλο που παράλληλα δούλευε και ως οδηγός ταξί, στο διπλανό δωμάτιο εργάζονταν κανονικά δύο δημόσιοι υπάλληλοι ο ένας εκ των οποίων είχε περίπτερο στο Σύνταγμα και ο άλλος σουβλατζίδικο στην Πλάκα. Εμφανίζονταν αραιά και πού….» Κανείς δεν είχε τότε δώσει σημασία στο ρεπορτάζ του, γράφει ο Λόποφ. Και συνεχίζει, λέγοντας πως ο Χέλμουτ Σμιτ του ανέφερε πως είχε συμφωνήσει με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, υποκύπτοντας στην απαίτηση του καλού φίλου του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, που ήθελε τη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία να είναι οπωσδήποτε μέρος της. «Κοιτάζοντας πίσω, αυτό ήταν ένα μεγάλο σφάλμα». Εντάξει, γνωρίζουμε ήδη την άποψη που είχε ο Σμιτ, αλλά παραμένει πάντα δυσάρεστο όταν την βλέπω -ξανά- τυπωμένη. Φτάνει, γυρίζω σελίδα.

Μπορεί αυτή να είναι η πιο επιτυχημένη εφημερίδα στην Ευρώπη; Κρίνοντας από την αναγνωσιμότητα, την αξιοπιστία, το κύρος και οπωσδήποτε την οικονομική ευρωστία, η Die Zeit αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται σε εκείνα τα ευρωπαϊκά φύλλα που καταγράφουν την ιστορία της εποχής τους με τη μεγαλύτερη επιτυχία. Η εβδομαδιαία Die Zeit, που αυτές τις μέρες γιορτάζει 70 χρόνια ζωής, έχει ένα αναγνωστικό κοινό το οποίο ξεπερνάει κατά πολύ τους 500.000 αναγνώστες που κάθε Πέμπτη πληρώνουν 4,70 ευρώ για να την αγοράσουν. Υπολογίζεται πως είναι το φύλλο που πάει από χέρι σε χέρι, και μέσα στη διάρκεια των επτά ημερών που μεσολαβούν ανάμεσα σε κάθε νέα έκδοση, διαβάζεται από 2.000.000 ανθρώπους.

 

Το παρθενικό φύλλο της Die Zeit, 21 Φεβρουαρίου 1946.

«Τα χρόνια που πέρασαν απομόνωσαν τον γερμανό αναγνώστη από τον υπόλοιπο κόσμο, τον τύλιξαν μέσα στο νέφος της προπαγάνδας, αποκρύπτοντας τη σκληρή γλώσσα των γεγονότων. Σήμερα δεν αρκεί να απομακρύνουμε τα ερείπια από τους δρόμους των βομβαρδισμένων πόλεων, αλλά και εκείνα τα πνευματικά βαρίδια μιας εποχής παρακμής. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν έχει κανείς τη γενναιότητα να πει την ωμή αλήθεια. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου η αλήθεια κατονομάζεται χωρίς συμβιβασμούς, μπορεί να αρχίσει πάλι να καλλιεργείται η εμπιστοσύνη». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε η πρώτη συντακτική ομάδα της εφημερίδας την αποστολή της, εγκαινιάζοντας το πρώτο φύλλο, της 21ης Φεβρουαρίου 1946, σε μια Γερμανία που έβγαινε κατεστραμμένη και ντροπιασμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το μεταπολεμικό Αμβούργο, όπου η εφημερίδα έχει την έδρα της βρίσκεται στη βρετανική ζώνη κατοχής. Οι εκδότες δεν αρκεί να πάρουν άδεια για να βγάλουν την εφημερίδα, αλλά είναι υποχρεωμένοι να έχουν και την έγκριση της βρετανικής λογοκρισίας για κάθε κείμενο που τυπώνεται. Με το χαρτί σε έλλειψη, η πρώτη έκδοση θα αριθμεί μόνο οκτώ σελίδες και θα έχει τιράζ μόλις 25.000 φύλλων. Οι Βρετανοί παρακολουθούν πολύ στενά της πορεία αυτής της νέας εφημερίδας και ήδη τον Αύγουστο του 1946, παρεμβαίνουν για να απαιτήσουν την απομάκρυνση του πρώτου διευθυντή, του Ερνστ Σάμχαμπερ, όχι μόνο επειδή έχει ασκήσει έντονη κριτική στην πολιτική κατοχής των βρετανών, όσο γιατί αποκαλύπτεται πως ο Σάμχαμπερ είχε εργαστεί στη διάρκεια του πολέμου για το Υπουργείο Προπαγάνδας. Θα τον διαδεχτεί ο πολιτικά συντηρητικός Ρίχαρντ Τύγκελ, υπό τη διεύθυνση του οποίου η εφημερίδα τοποθετείται ανοιχτά στη δεξιά.

 

Δύο από τα τελευταία πρωτοσέλιδα της Die Zeit

Εκείνη που μερικά χρόνια αργότερα θα συμβάλλει καθοριστικά στην κεντρώα, φιλελεύθερη στροφή της εφημερίδας θα είναι η Μάριον Γκρέφιν Ντένχοφ, που στα 37 της χρόνια προσλαμβάνεται ως πολιτική συντάκτρια. Η δημοσιογράφος που είχε λάβει μέρος στην αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος, θα βρίσκεται ήδη από το 1946 διαρκώς σε αντιπαράθεση με τον διευθυντή της, τασσόμενη στο πλευρό του συνεκδότη της Zeit, Γκερντ Μπουτσέριους. Αλλά η οριστική ρήξη ανάμεσα στους δύο θα έρθει το 1954. Τον Ιούλιο αυτής της χρονιάς, ο Ρίχαρντ Τύγκελ θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα άρθρο του Καρλ Σμιτ – του διάσημου, όσο και αμφιλεγόμενου πολιτειολόγου που είχε υποστηρίξει θεωρητικά τον εθνικοσοσιαλισμό.«Εάν γράψει στην Zeit ο Καρλ Σμιτ, εγώ φεύγω», είχε προειδοποιήσει η Ντένχοφ. Οπως και έκανε: Χωρίς να πει κουβέντα, άδειασε το γραφείο της και εγκατέλειψε το κτίριο της εφημερίδας.

Τα επόμενα χρόνια θα την βρουν να στέλνει ανταποκρίσεις από τις ΗΠΑ για την Die Welt και στη συνέχεια να γράφει για τον βρετανικό Observer, στο Λονδίνο. Το 1955 ο Τύγκελ απολύεται και ο Μπουτσέριους καλεί πίσω την Ντένχοφ, για να της αναθέσει την αρχισυνταξία των πολιτικών σελίδων της εφημερίδας. Το 1968 θα γίνει διευθύντρια και το 1973 εκδότρια. Η Ντένχοφ είχε με σθένος υποστηρίξει την προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τα κράτη του ανατολικού μπλοκ. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο Βίλι Μπραντ είχε δηλώσει ότι η εφημερίδα στην πραγματικότητα προετοίμασε το έδαφος προκειμένου εκείνος να μπορέσει να υλοποιήσει την Oστπολιτικ. Στο πλάι της, ως συνεκδότης της εφημερίδας, θα είναι από το 1983 έως τον θάνατό του, πέρυσι, ο Χέλμουτ Σμιτ.

Τη σοβαρότερη οικονομική κρίση της θα περάσει ο εκδοτικός οργανισμός της Zeit κατά τη δεκαετία του 1990. Οι συνδρομές παρουσιάζουν ύφεση και οι πωλήσεις πέφτουν ανησυχητικά. Η εφημερίδα θα εγκαινιάσει το 1996 την ψηφιακή της έκδοση. Το 1998 επανασχεδιάζεται το φύλλο και το 1999 εκδίδεται το ένθετο περιοδικό. Σήμερα όλα δείχνουν ότι, ανάμεσα σε όλες τις γερμανικές εφημερίδες, η Zeit έκανε το πιο πετυχημένο πέρασμα στην ψηφιακή εποχή. Ωστόσο η οικονομική ευρωστία της οφείλει πολλά στις υπόλοιπες επιχειρήσεις του εκδοτικού οργανισμού – η Die Zeit είναι πλέον ισχυρό brand name.

Με τον τίτλο «Ενα υπέροχα αντιφατικό επάγγελμα», απευθύνεται ο διευθυντής της εφημερίδας Τζιοβάνι Ντι Λορέντσο στους αναγνώστες, από τις σελίδες του επετειακού φύλλου, που κυκλοφόρησε τη Δευτέρα. Ο 56χρονος Ντι Λορέντσο ανακαλεί την επίδραση που είχε πάνω του η πρώτη ουσιαστική γνωριμία του με τον δημοσιογραφικό λόγο, όταν, παιδί ακόμη και παρά την ρητή απαγόρευση των γονιών του που θεωρούσαν πως ήταν πολύ σκληρό για την ηλικία του, διάβασε ένα βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι. «Η καλή δημοσιογραφία ούτε απλώς περιγράφει, ούτε απλώς αξιολογεί τα γεγονότα της επικαιρότητας», γράφει ο Ντι Λορέντσο, «αλλά μπορεί να κάνει τον κόσμο λίγο πιο ανεκτό. Ισως μάλιστα πρέπει να το θυμάται κανείς ειδικά στις μέρες μας, καθώς πάνω από τα μέσα ενημέρωσης επικρέμαται η σκιά της υποψίας πως τα κατευθύνουν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις.» Δεν χαίρομαι καθόλου που με αυτά τα λόγια του Σμιτ κλείνει ο Λούποφ το άρθρο του, αλλά το καταπίνω.

Το δικό του πρώτο κομμάτι για την Zeit το έγραψε στα 22 χρόνια του μόλις, πολλά χρόνια πριν κληθεί να αναλάβει το τιμόνι της. Είχε γράψει την ιστορία ενός ακροδεξιού τρομοκράτη, με τον οποίο είχαν υπάρξει συμμαθητές. Θυμάται ότι τον πήρε τηλέφωνο ο αρχισυντάκτης: «Συναρπαστική ιστορία. Αλλά πώς ξέρουμε ότι δεν μας δουλεύετε;» του είπε. Κοιτάζοντας πίσω, λέει ο Ντι Λορέντσο πως «οφείλω να παραδεχτώ πως ήταν μια πολύ καλή ερώτηση».