Αν ανατρέξει κάποιος στους ανασχηματισμούς των κυβερνήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, δύσκολα θα τους χαρακτήριζε εντυπωσιακούς, θεαματικούς ή, εν τέλει, αποτελεσματικούς.
Ειδικώς ο τελευταίος, που ήλθε ως αντίδραση στο σοκ των ευρωεκλογών, συνδυάστηκε με μία παρατεταμένη αδράνεια της κυβέρνησης και έφερε τα πράγματα στο σημερινό σημείο.
Σε συνέχεια της καταψήφισης της πρότασης δυσπιστίας, ο Πρωθυπουργός βρίσκεται και πάλι μπροστά στα διλήμματα ενός ανασχηματισμού, που παρεμπιπτόντως και προς διάψευση του γνωστού αποφθέγματος, έχει προαναγγελθεί. Το γεγονός αυτό έχει ήδη κάποιες παρενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πρόβλημα για την κυβέρνηση και τη χώρα, αν δεν υπάρξει αποφασιστική και αποτελεσματική παρέμβαση. Ο μόνος που μπορεί να την κάνει είναι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι παρενέργειες εν όψει των αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα είναι ορατές στα δημοσιεύματα και στις παραπολιτικές στήλες των ημερών. Οχι τόσο στην ονοματολογία, όσο σε κάτι άλλο, που για πρώτη ίσως φορά εκδηλώνεται με τέτοια ένταση: υπουργοί διακινούν επίμονα δήθεν πληροφορίες για το αν θα διατηρήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους ή για την άρνησή τους να μετακινηθούν σε άλλο υπουργείο, την οποία φυσικά έχουν κοινοποιήσει στον Πρωθυπουργό. Ετσι διαμορφώνεται ένα «κλίμα» και γίνεται «παιχνίδι», με το βλέμμα βεβαίως στις εκλογές ή και την επόμενη ημέρα στη ΝΔ, για την οποία ορισμένοι φαίνεται ότι βιάζονται. Παρεμπιπτόντως, η παράμετρος «κόμμα», είναι επίσης κάτι που θα πρέπει να εξετάσει ο Πρωθυπουργός, με καίριες παρεμβάσεις και αλλαγές.
Τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης ελάχιστοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή. Ισως η μοναδική βάσιμη πληροφορία είναι ότι διαμηνύει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να παζαρέψει θέσεις στο υπουργικό συμβούλιο και ότι όποιος αρνηθεί κάποια πρότασή του, θα μείνει εκτός κυβέρνησης.
Αυτό θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και μένει να φανεί αν η αποφασιστικότητα του Πρωθυπουργού θα αντικατοπτριστεί στο νέο κυβερνητικό σχήμα.
Στην πραγματικότητα και επειδή τα πράγματα στη χώρα και στο διεθνές περιβάλλον είναι σοβαρότερα από ό,τι πολλοί νομίζουν, ο ανασχηματισμός θα πρέπει να λειτουργήσει σαν ηλεκτροσόκ για την κυβέρνηση. Οπως αναφέρουν έμπειρα πολιτικά πρόσωπα, αν δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ίσως θα ήταν και καλύτερο να μην γίνει. Και πάντως, εφόσον ο Πρωθυπουργός προέταξε προ ημερών το θέμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο, ο ίδιος θα πρέπει να δείξει πρώτος πώς αξιολογεί την κυβέρνησή του και τις επιδόσεις των υπουργών του.
Δεν είναι ώρα για προσπάθειες τήρησης ισορροπιών στην ΚΟ ή για αγωνίες μήπως δυσαρεστηθεί ο ένας ή ο άλλος. Αντιθέτως· είναι ίσως η καταλληλότερη στιγμή για να αποδειχθεί ότι η πολιτική αποφασιστικότητα έχει μεγαλύτερο όφελος παρά πολιτικό κόστος.
Με όσα έχουν προηγηθεί, αυτό που απομένει να φανεί είναι ότι το σοκ που υπέστη η κυβέρνηση από τα πρόσφατα συλλαλητήρια δεν θα την οδηγήσει σε παράλυση, αλλά σε ανάταξη. Δεδομένου και του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο ο Πρωθυπουργός μπορεί να «διαβάσει» καλά, απαιτείται ρεαλιστική ιεράρχηση προτεραιοτήτων και στόχων, με ταυτόχρονη ανάθεση αρμοδιοτήτων και αποστολών στα κατάλληλα πρόσωπα.
Δεν έχει περιθώρια η κυβέρνηση να συνεχίσει να αποποιείται ευθύνες. Η αντιμετώπιση της ακρίβειας ή η ενίσχυση των εισοδημάτων, όπως και η σοβαρή ενασχόληση με το στεγαστικό και τα ενοίκια, δεν μπορεί να παραμένουν ανεφάρμοστες εξαγγελίες ή κουβέντες στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, δίχως αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Το ίδιο ισχύει και για τις παρεμβάσεις στην Υγεία και, φυσικά, στις Μεταφορές, στην Χωροταξία και το ξεχαρβαλωμένο νομικό πλαίσιο δόμησης που μόνο το περιβάλλον δεν προστατεύει, τον έλεγχο του ανταγωνισμού ή την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του Δημοσίου. Για όσους το έχουν λησμονήσει, κεντρική εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από τις εκλογές του 2023 ήταν η σύγκρουση με το «βαθύ κράτος».
Εν αναμονή των αποφάσεων του Πρωθυπουργού, οφείλει να εμπεδωθεί από όλους μία παράμετρος, με τη βασική μέριμνα γι’ αυτό να ανήκει στο Μέγαρο Μαξίμου: ότι στο ρευστό και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που διαθέτει σταθερή κυβέρνηση, με σχετικά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επαρκή πολιτικό χρόνο για τη διαχείριση ή αντιμετώπιση προβλημάτων. Είτε αρέσει, είτε όχι, είναι μία προνομιακή συνθήκη και δεν πρέπει να υποτιμάται.
Η χώρα δεν κυβερνιέται με οδηγό τις δημοσκοπήσεις, αλλά με το σχέδιο που θα πρέπει να (επανα)καταρτίσει ο Πρωθυπουργός. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ανασχηματισμός είναι εν τέλει μία ευκαιρία, ενδεχομένως η τελευταία. Και πολύ απλά δεν θα πρέπει να πάει χαμένη.
