Η υπόθεση «Τσατάνη κατά Ελλάδος» είναι ίσως περίπλοκη για τους μη έχοντες καλή μνήμη, αλλά αξίζει τον κόπο να αναλυθεί. Κομίζει, εξάλλου, μια επιπλέον καταδίκη για τη χώρα, πριν από λίγες ημέρες, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μια υπόθεση που είχε απασχολήσει την πολιτική και δικαστική ατζέντα, είχε «χτυπηθεί» σε πρωτοσέλιδα, είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις, ασίγαστους εμφυλίους, δικαστικά πάθη.
Το σύντομο ιστορικό είναι απαραίτητο για να κατανοήσει κανείς τις εξελίξεις.
Πρωταγωνίστριες στην ιστορία αυτή ήταν – το 2016 – η τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, η οποία θήτευσε ως υπηρεσιακή Πρωθυπουργός της χώρας τον Σεπτέμβριο του 2015, και η Γεωργία Τσατάνη, τότε εισαγγελέας Εφετών. Στο φόντο, ένας εκλιπών πια, επιχειρηματίας, ο Ανδρέας Βγενόπουλος. Και θρυαλλίδα, η υπόθεση των δανείων της Λαϊκής Τράπεζας, σκέλος της οποίας διερευνούσε τότε και η κυπριακή δημοκρατία.
Η κυρία Τσατάνη, έχοντας στα χέρια της το κομμάτι της δικογραφίας που άγγιζε την Ελλάδα, κατήγγειλε ότι είχε επιχειρήσει να παρέμβει στο έργο της ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος. Βαριές κουβέντες είχαν ακουστεί, τι «θρασύ», τι «συκοφάντη», τον είχε πει…
Η κυρία Θάνου, όμως, είχε άχτι την κυρία Τσατάνη, καθώς θεωρούσε – σε απλά ελληνικά, διότι θα πάρει πολλές λέξεις η εξιστόρηση με λεπτομέρειες – ότι η εισαγγελέας είχε ευνοήσει την εκλογή του Ισίδωρου Ντογιάκου στην Εισαγγελία του Εφετείου Αθηνών (η εκλογή απεδείχθη, παρεμπιπτόντως, νόμιμη).
Οταν σε μεταγενέστερη φάση είδε το φως της δημοσιότητας το πόρισμα της κυρίας Τσατάνη, με το οποίο αρχειοθετούσε την υπόθεση με τα δάνεια της Λαϊκής Τράπεζας, έβαζε δηλαδή τελεία στην ποινική διερεύνησή της στην Ελλάδα (σ.σ.: στην Κύπρο ήταν ακόμη ανοικτή και κύπριοι αξιωματούχοι έπνεαν μένεα για την αρχειοθέτηση), η κυρία Θάνου είπε να την κυνηγήσει εκ νέου. Και αποφάσισε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου πειθαρχική έρευνα σε βάρος της, ως προς τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στα χέρια της η δικογραφία.
Την ώρα της κρίσης, η κυρία Τσατάνη ζήτησε την εξαίρεση της κυρίας Θάνου από την προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα, με το επιχείρημα ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν μπορούσε να είναι αμερόληπτη, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς της ως υπηρεσιακής Πρωθυπουργού και των σχέσεών της με τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος μάλιστα είχε αναφερθεί δημόσια στην εκκρεμή πειθαρχική έρευνα, στη Βουλή, παρά τον απόρρητο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Η εισαγγελέας εκτιμούσε, δε, την εποχή εκείνη ότι η ιδιότητα της υπηρεσιακής Πρωθυπουργού συνέδεε την κυρία Θάνου και με τον Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τον υπουργό Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστώντας σοβαρό κώλυμα για τη συμμετοχή της στο πειθαρχικό.
Η κυρία Τσατάνη «έχασε» τότε, διότι και η αίτησή της απορρίφθηκε, και τα Πειθαρχικά Συμβούλια του Αρείου Πάγου την έκριναν ένοχη βαριάς αμέλειας, επιβάλλοντάς της ποινή στέρησης αποδοχών δύο μηνών.
Κερδίζει, όμως, σήμερα.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, έρχεται το Δικαστήριο του Στρασβούργου και την δικαιώνει. Την είδηση γνωστοποίησε με ανάρτησή του στα social media ο συνήγορος της κυρίας Τσατάνη, Θέμης Σοφός. «Λέει» το διεθνές δικαστήριο ότι η πειθαρχική δίωξη κρίθηκε σε βάρος της χωρίς τις αναγκαίες εγγυήσεις αμεροληψίας, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν ήταν παράλογες, υποκειμενικές ή αδικαιολόγητες οι ανησυχίες της κυρίας Τσατάνη, ως προς την αμεροληψία της διαδικασίας. Υπήρξε, άλλωστε, και εκείνο το επίσημο δελτίο Τύπου που είχε εκδώσει η κυρία Θάνου κατά τη διάρκεια της μυστικής πειθαρχικής έρευνας, στο οποίο είχε τοποθετηθεί δημόσια και επιθετικά επί του αιτήματος εξαίρεσης, χαρακτηρίζοντάς το «καταχρηστικό».
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μια τέτοια δημόσια παρέμβαση μπορούσε να θίξει την εικόνα ουδέτερης κρίσης. Δεν ήταν οποιαδήποτε η κυρία Θάνου, είχε ιδιότητες με περίσσιο λούστρο. Η αμεροληψία πρέπει όχι μόνο να υφίσταται, αλλά και να διαφαίνεται, επέμεινε το Δικαστήριο – ιδίως όταν πρόκειται για πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστικών λειτουργών.
Και κάπως έτσι, η Ελλάδα καταδικάστηκε.
Το «ηθικό δίδαγμα» είναι πολυδιάστατο και απείρως ενδιαφέρον.
Η κρίση που δοκιμάζει σήμερα τους θεσμούς δεν είναι λουλούδι που φύτρωσε ξαφνικά και δικαιολογείται να μας αφήνει έκπληκτους. Είναι αποκύημα μακράς «προσπάθειας» λειτουργών και πολιτικών προσώπων που συνήθιζαν να δρουν, αν δεν συνεχίζουν να δρουν ακόμη, στην κουΐντα. Πολλοί έχουν βάλει το χέρι τους για να αποσαθρωθεί το οικοδόμημα, με ασκήσεις εξουσίας και παρασκηνιακά αλισβερίσια.
Ουδείς μπορεί, βεβαίως, να μπει στην ουσία της υπόθεσης και να ξέρει αν η κυρία Τσατάνη έκανε καλά τη δουλειά της ή όχι στην υπόθεση Βγενόπουλου. Το διεθνές δικαστήριο δεν έκρινε εξάλλου την παράμετρο αυτή. Εκρινε –μεταξύ μας, και σε ελεύθερη μετάφραση– το γεγονός ότι η εισαγγελέας δεν γλίτωσε από την εμπαθή συμπεριφορά της κυρίας Θάνου. Χωρίς μέτρο, στο πλαίσιο προφανώς μιας ίντριγκας δικαστικής – πολιτικής – προσωπικής, και ποιος ξέρει ποιας άλλης υφής. Απροσχημάτιστα, απροκάλυπτα, χωρίς αιδώ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η καταδίκη της χώρας στην υπόθεση αυτή καταδεικνύει την αξία που έχουν τα πρόσωπα, όταν υπηρετούν θεσμούς μείζονος σημασίας. Τη σπουδαιότητα του ρόλου ενός προέδρου ανώτατου δικαστηρίου, που μάλλον δεν είναι αυτονόητη στα καθ’ ημάς. Η έκβαση της υπόθεσης αυτής, με τη Συνταγματική Αναθεώρηση προ των πυλών, «δείχνει» στην κατεύθυνση αλλαγής του τρόπου με τον οποίο επιλέγονται οι επικεφαλής των ανώτατων δικαστηρίων. Αν μη τι άλλο, έχουμε και την εκπεφρασμένη πρόθεση του Πρωθυπουργού να τον αλλάξει.
Διαφορετικά, ίσως έχουμε και στο μέλλον πολλές «Τσατάνη κατά Ελλάδος». Που για να λέμε και του στραβού το δίκιο, «Θάνου κατά Ελλάδος» έπρεπε να επιγράφεται. Πού ακούστηκε μια λειτουργός που έχει υπηρετήσει την Ελλάδα από το δεύτερο κατά σειρά πολιτειακό αξίωμα, να «ευθύνεται» για την καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ;
