685
Ιλυα Λιβυκού, Βασίλης Λογοθετίδης και Βαγγέλης Πρωτόπαπας στην «Κάλπικη Λίρα» (1955) | CreativeProtagon

Βγάλε τις λίρες από το σεντούκι

Λίλα Σταμπούλογλου Λίλα Σταμπούλογλου 10 Οκτωβρίου 2025, 19:05
Ιλυα Λιβυκού, Βασίλης Λογοθετίδης και Βαγγέλης Πρωτόπαπας στην «Κάλπικη Λίρα» (1955)
|CreativeProtagon

Βγάλε τις λίρες από το σεντούκι

Λίλα Σταμπούλογλου Λίλα Σταμπούλογλου 10 Οκτωβρίου 2025, 19:05

Σεντούκια ίσως δεν υπάρχουν πια, ούτε κρυψώνες κάτω από τα μαξιλάρια. Υπάρχουν θυρίδες στις τράπεζες οι οποίες κρύβουν μέσα τους ό,τι έχει απομείνει στον Eλληνα. Λίγες ή περισσότερες λίρες μέσα σε όλα τα υπόλοιπα πολύτιμά του, περασμένες από τα χέρια των προγόνων στα δικά του. Δώρο των γονιών για τον γάμο του και για τη γέννηση των παιδιών του, αποκτήματα των παππούδων που τα φύλαξαν με νύχια και με δόντια για να τα δώσουν στους επόμενους της γενιάς τους με μία και μόνη συμβουλή: φυλάξτε τα, ο χρυσός δεν χάνει την αξία του.

Χρυσός και γη, οι δύο θησαυροί του έθνους. Τη γη την πληρώσαμε ακριβά με τους φόρους, και ακριβότερα αν είχε ακίνητο πάνω της. Μας έμεινε ο χρυσός, που δεν ήταν μόνο ένα μέταλλο με αξία. Η χρυσή λίρα είναι μνήμη, παράδοση και συναίσθημα. Ενα ιερό κειμήλιο που έγινε σύμβολο σιγουριάς, από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι τις δεκαετίες της μετανάστευσης και της οικονομικής ευμάρειας.

Κάποτε τυλιγμένη στο στρίφωμα ενός ρούχου ή σε ένα κομμάτι χαρτί, τοποθετούνταν ευλαβικά σε κρυφά σημεία μέσα στα σπίτια, σαν μια βουβή προσευχή για το αύριο. Ο Ελληνας ορκιζόταν στον χρυσό και, καχύποπτος απέναντι σε νομίσματα που αλλάζουν αξία, πίστευε ακράδαντα ότι αυτό το μέταλλο δεν θα τον προδώσει ποτέ.

Η οικονομική κρίση με την αστάθεια των τραπεζών και τα capital controls αναθέρμανε τη σχέση μας με τον χρυσό. Τρέξαμε να αγοράσουμε χρυσές λίρες, ενώ την ίδια στιγμή τα ενεχυροδανειστήρια ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια σε κάθε γωνιά κάθε πόλης. Ο φοβισμένος πολίτης εναπόθεσε τις ελπίδες του στο πολύτιμο μέταλλο και επένδυσε σε αυτό με την πίστη ότι έτσι θα έχει κάτι δικό του αν όλα καταρρεύσουν.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τίποτα δεν θυμίζει εκείνο τον μικροεπενδυτή που κρύβαμε μέσα μας, ο οποίος φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού το χρυσό του, από τις λίρες μέχρι το σταυρουδάκι και την αλυσίδα της γιαγιάς. Η τιμή του χρυσού ανεβαίνει σε ιστορικά υψηλά, οι ειδικοί μιλάνε για ρεκόρ επίδοσης από το 1970 και ο Ελληνας, διψασμένος όσο ποτέ άλλοτε για ζεστό χρήμα στην τσέπη του, βγάζει ό,τι έχει και δεν έχει σε χρυσό και το κάνει χαρτονόμισμα. Στην Τράπεζα της Ελλάδος υπάρχουν λίστες αναμονής και τα καταστήματα αγοράς χρυσού βλέπουν τον έναν πελάτη μετά τον άλλον να καταφθάνει με κάτι λαμπερό στα χέρια του.

Οι προγονοί μας θα μας έριχναν μια μούντζα από εκεί που βρίσκονται αν μπορούσαν να δουν πώς ξεπουλάμε μια παράδοση αιώνων. Κουτορνίθια θα μας αποκαλούσαν, αδύναμους κρίκους της αλυσίδας που σπάσαμε από την οικονομική στενότητα και της επιτρέψαμε να μαγαρίσει τα πολύτιμα προικιά μας. Οι παλιοί θα μας έλεγαν ειρωνικά ότι και εκείνοι πέρασαν ζόρια, αλλά τα κατάφεραν.

Εμείς, βέβαια, θα τους απαντούσαμε ότι οι εποχές άλλαξαν. Οι αυξημένες τιμές, τα δάνεια, η ενεργειακή πίεση και το καθημερινό κόστος ζωής μάς οδήγησαν σε αυτή την «προδοσία», να μετατρέψουμε τα χρυσά φυλαχτά μας σε εργαλείο επιβίωσης. «Να τις φυλάτε για ώρα ανάγκης», είχε πει η μάνα μου δίνοντάς μου κάποτε δέκα χρυσές λίρες. Η ώρα ανάγκης ήρθε, μάνα, αποχαιρέτα τις λίρες σου.

Θα ήταν περιοριστικό να θεωρήσουμε ότι εδώ μιλάμε μόνο για οικονομία. Το φαινόμενο είναι βαθιά κοινωνικό. Καθρεφτίζει παγκόσμιες εξελίξεις και ανακατατάξεις, αλλά και μια εποχή όπου η ελπίδα μετριέται σε χρήμα και το μέλλον χρειάζεται μετρητά για να παραμείνει βιώσιμο. Ο άνθρωπος, απογοητευμένος και δύσπιστος απέναντι σε οτιδήποτε μακροπρόθεσμο, αναζητά άμεσες και πρακτικές λύσεις.

Το ξεπούλημα της χρυσής προίκας δείχνει τον φόβο και την ανάγκη μας. Ισως όμως φανερώνει και την απομάκρυνσή μας από παλιές νοοτροπίες που ήθελαν να κρατάμε οικογενειακά προικιά εσαεί, σαν Σκρουτζ της παράδοσης. Ισως η χρυσή λίρα που τόσο εύκολα πια αποχωριζόμαστε να σημαίνει και μια εσωτερική μετατόπιση: από το «να έχω» στο «να μπορώ». Από την κατοχή στην επιβίωση. Από τη μνήμη στην πράξη.

Το σίγουρο είναι ότι ο χρυσός δεν έχει χάσει τη λάμψη του. Απλώς, κάθε εποχή τον κοιτάζει με άλλο βλέμμα. Και εμείς, σήμερα τον κοιτάμε όχι σαν επένδυση, αλλά σαν ανάσα. Τώρα, πώς θα διαχειριστεί ο καθένας την ανάσα του, αν θα φάει τα λεφτά σε τετριμμένα ή θα τα χρησιμοποιήσει με σύνεση, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. «Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια, να παίρνω με τη σέσουλα να γράφω ραβασάκια», που λέει και ο στίχος.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...