Τι δεν κάνουν καλά εκεί στο Μαξίμου
Απόψεις

Τι δεν κάνουν καλά εκεί στο Μαξίμου

Η κυβέρνηση παρουσιάζει μια αντιφατική εικόνα. Αλλοτε προσπαθεί να πείσει για πράγματα που δεν ισχύουν και άλλοτε αδυνατεί να αντικρούσει τερατολογίες και να παρουσιάσει στην πραγματική τους διάσταση επιτυχίες ή, έστω, τα αυτονόητα. Διαπιστώνεται ότι χρειάζεται μία ανασύνταξη, πρωτίστως στον στενό πυρήνα του επιτελικού κράτους
Αγγελος Κωβαίος

Αν παρακολουθήσει κανείς συστηματικά τον αντιπολιτευτικό Τύπο, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν είναι και τόσο περιορισμένος όσο ορισμένοι ισχυρίζονται, έχει την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα στην οποία όλα δούλευαν άψογα και τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια τα πάντα πήγαν στραβά.

Στη χώρα του «άσπρου-μαύρου» είναι δύσκολη η νηφάλια παρατήρηση και για πολλούς και διάφορους λόγους, οι μεν τείνουν να βλέπουν και να παρουσιάζουν μόνο συμφορές και καταστροφές, οι δε θριάμβους και επιτεύγματα, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο μία μερίδα των πολιτών δεν αντιλαμβάνεται.

Για αυτό το ούτως ή άλλως στρεβλό σκηνικό, την ευθύνη φέρει η κυβέρνηση. Και επειδή έχει κάνει σοβαρά λάθη και παραλείψεις και επειδή, με αφορμές όπως τα Τέμπη και ο ΟΠΕΚΠΕ, αποκαλύπτεται η αβελτηρία της, αλλά και, επίσης, επειδή δεν έχει δώσει την έμφαση που θα όφειλε στην χάραξη στρατηγικής και πολιτικού σχεδιασμού, που είναι κρίσιμα στοιχεία της διακυβέρνησης.

Η έλλειψη σχεδιασμού έχει πολλές εκδοχές και εκδηλώνεται με διαφόρους τρόπους. Είναι φερ’ ειπείν προφανές, ότι τα τελευταία χρόνια η χώρα σχεδόν υπνοβατεί, επαναπαυόμενη στις εύκολες λύσεις και τα έσοδα του τουρισμού και του real estate. Ο πρωτογενής τομέας έχει εγκαταλειφθεί, με ορατό τον κίνδυνο της μόνιμης βλάβης, η εργασία έχει απαξιωθεί, οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ όσα θα μπορούσαν και θα όφειλαν να έχουν γίνει σε νευραλγικούς τομείς, όπως οι χαμηλές βαθμίδες της εκπαίδευσης, δεν έχουν γίνει – και δεν αρκούν οι διαδραστικοί πίνακες, οι οποίοι διαφημίζονται σαν κατόρθωμα.

Περιττό να υπενθυμιστούν αυτά που η κυβέρνηση επιμένει να κάνει πως ξεχνά: η ακρίβεια και το στεγαστικό.

Την ίδια στιγμή όμως, η Ελλάδα δανείζεται φτηνότερα από τη Γαλλία και τη Γερμανία, μειώνει το δημόσιο χρέος της και, καλώς ή κακώς και για οποιονδήποτε λόγο, βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από πολλές ευρωπαϊκές χώρες στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης.

Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει πολλά παραδείγματα προόδου και άλλα τόσα υστέρησης. Λείπει όμως τις περισσότερες φορές από συζητήσεις αυτού του τύπου η επίγνωση των πραγματικών συνθηκών, όπως και η διάθεση να αποδεχθεί η πλειονότητα αυτό το ενοχλητικό αλλά και αληθινό στοιχείο, που είχε περιγραφεί με τη φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε» –  που λίγα χρόνια αργότερα συμπληρώθηκε από το «και συνεχίζουμε να τα τρώμε».

Το ζήτημα δεν είναι εν προκειμένω ο απολογισμός της κυβερνητικής θητείας και το αν είναι θετικός ή αρνητικός.

Είναι η διαπίστωση ότι η ίδια κυβέρνηση, υπό τον ίδιο Πρωθυπουργό, λειτούργησε αποτελεσματικά στο διάστημα 2019-2023 και από τις εκλογές εκείνης της χρονιάς κι έπειτα εμφανίζεται παραλυμένη, αμήχανη, ορισμένες φορές ανίκανη να δράσει και να αντιδράσει.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν κρίσεις όπως εκείνη στον Εβρο, η πρώτη φάση της πανδημίας, η σοβαρή ένταση με την Τουρκία στο Αιγαίο το καλοκαίρι του 2020 και ταυτόχρονα η εντυπωσιακή αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας, ούτε να υποτιμηθούν μπορούν, ούτε να αγνοηθούν.

Από μία στιγμή και έπειτα, όμως, ακολούθησαν τα γνωστά. Δυστύχημα στα Τέμπη, προβληματική διαχείριση της σοβαρής αυτής υπόθεσης σε όλα τα δυνατά πεδία, εκλογική νίκη παρά ταύτα και στη συνέχεια αδράνεια και απουσία αντανακλαστικών.

Σε τι οφείλεται αυτό; Η ανυπαρξία αντιπολίτευσης δεν είναι δικαιολογία, είναι όμως μία σημαντική παράμετρος για τον λήθαργο στον οποίο βυθίστηκε η κυβέρνηση. Δεν είναι όμως ο σημαντικότερος λόγος που προκάλεσε αυτό το πολιτικό τέλμα.

Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η μεταβολή στη σύνθεση του κεντρικού κυβερνητικού επιτελείου, δηλαδή στο Μέγαρο Μαξίμου.

Οι αποχωρήσεις και απομακρύνσεις προσώπων και η σταδιακή αντικατάσταση σχεδόν όλης της ομάδας συνεργατών του Πρωθυπουργού της πρώτης τετραετίας, επέφερε μία νωθρότητα και μία πλαδαρότητα στην καρδιά της κυβέρνησης. Λείπει η προληπτική δράση για την αποτροπή κρίσεων, περισσεύει η επιφανειακή διαχείριση.

Διαπιστώνεται σχεδόν καθημερινώς από πολιτικά στελέχη ότι απουσιάζει ο στρατηγικός σχεδιασμός, η χάραξη μίας συντεταγμένης πορείας και η στενή παρακολούθηση και καθοδήγηση πάνω σε αυτήν. Λείπει όμως και κάτι άλλο, κρίσιμο και νευραλγικής σημασίας: μια ομάδα ή ένας στενός κύκλος προσώπων, που θα πει στον Πρωθυπουργό «όχι» όποτε χρειαστεί, θα του επισημάνει προβλήματα και λάθη και, αν απαιτείται, θα αναλάβει και να φέρει εις πέρας δύσκολες αποστολές.

Κάπως έτσι, χωλαίνει επικίνδυνα και η επικοινωνιακή διαχείριση, που δείχνει να μην έχει περιεχόμενο και να κινείται ασύμπτωτα με την πραγματικότητα. Μοιάζει συχνά το επικοινωνιακό επιτελείο να προσπαθεί να πείσει για πράγματα που δεν ισχύουν και, την ίδια στιγμή, να αδυνατεί να αντικρούσει τερατολογίες και να παρουσιάσει στην πραγματική τους διάσταση επιτυχίες ή, έστω, τα αυτονόητα.

Υπό αυτήν την έννοια, σε μία κρίσιμη καμπή της δεύτερης θητείας της η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίζει δύο αντιφατικά μεταξύ τους πρόσωπα. Είναι είτε ενοχική (όπως σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τα Τέμπη), είτε υπερφίαλη (όπως στα δημοσιονομικά).

Κατά τον τρόπο αυτό, πέφτει εύκολα και σε παγίδες.

Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα συνέβησαν στο πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Αποδείχθηκε δύσκολη αποστολή για την κυβέρνηση και το πρωθυπουργικό επιτελείο να διαχειριστεί το σοκ από την ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν και σχεδόν παρέλυσε στη θέα του πρωτοφανούς σόου που έστησαν στο Λευκό Οίκο οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Χάθηκε έτσι η ευκαιρία να αναδειχθούν οι πραγματικές διαστάσεις, οι προκλήσεις και οι δυσκολίες στη νέα αυτή φάση της αμερικανοτουρκικής σχέσης. Επικράτησε η εντύπωση ότι ο Ερντογάν τα πήρε όλα και ο Μητσοτάκης ταπεινώθηκε.

Δεν φρόντισε το πρωθυπουργικό επιτελείο να εστιάσει στα πραγματικά περιστατικά και παρασύρθηκε από τις εντυπώσεις.

Ετσι, δεν ανέδειξε το καθοριστικό στοιχείο, ότι η Τουρκία δεν πήρε τίποτε χειροπιαστό και ότι της τέθηκαν «βαρείς» όροι από την αμερικανική πλευρά. Μόνο σε επόμενο χρόνο και αφότου μελετήθηκαν νηφάλιες αναλύσεις, έγινε δυνατή η οργάνωση μίας δεύτερης γραμμής άμυνας απέναντι στις ασύμμετρες επιθέσεις που δέχθηκε η κυβέρνηση από τους εγχώριους επικριτές της.

Η εξωτερική πολιτική είναι ένα πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση δέχεται πυρά, δίχως να παρουσιάζει τα αναγκαία αντανακλαστικά αντίδρασης. Η μεγάλη αντίφαση εκδηλώνεται όταν κατηγορείται, είτε από τα δεξιά, είτε από τα αριστερά, ότι περίπου ξεπουλάει σε κάθε πεδίο άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενώ είναι η ίδια κυβέρνηση που διαχειρίστηκε σχεδόν εντυπωσιακά τις κρίσεις του Εβρου και του Αιγαίου, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2020.

Αυτή η αμηχανία των τελευταίων μηνών στα εξωτερικά θέματα οφείλεται εν πολλοίς στους άνευρους χειρισμούς στην υπόθεση του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας. Οι συνολικότεροι χειρισμοί των τελευταίων ετών και οι περιπλοκές που σημειώνονται εξ αιτίας του τουρκολιβυκού μνημονίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την καλλιέργεια εντυπώσεων περί διακύβευσης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, έχουν φέρει την κυβέρνηση σε μία δυσχερή θέση απολογούμενου, ενώ απουσιάζει μία σε βάρος της βάσιμη και τεκμηριωμένη κατηγορία.

Ακόμη και σε αυτό το πεδίο ήταν εμφανής η αμηχανία και η αδράνεια, αφού δεν αναδείχθηκε όσο θα έπρεπε, ότι παρά την αιωρούμενη αίσθηση ότι Τουρκία και Λιβύη περίπου αναδιαμορφώνουν το χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, τα σχέδιά τους φάνηκε να ανατρέπονται από τη ρηματική διακοίνωση της Αιγύπτου, που αμφισβητεί τους λιβυκούς ισχυρισμούς για τις θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή. Πόσο μάλλον καθώς είχαν προηγηθεί οι πρωτοβουλίες για τα θαλάσσια πάρκα και, κυρίως, η έλευση της αμερικανικής Chevron για γεωτρήσεις στα ελληνικά νερά νοτίως της Κρήτης.

Υπό αυτές τις συνθήκες και ενώ, όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, ζητούμενο θα είναι η χάραξη μίας αποτελεσματικής στρατηγικής, αρχίζει να διαφαίνεται η κεντρική προτεραιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι η ουσιαστική ανασύνταξη της στενής ομάδας του Μεγάρου Μαξίμου, η επανασύνδεσή της με την πραγματικότητα και η διαμόρφωση ενός σχεδίου με πραγματικό περιεχόμενο, γύρω από τους βασικούς και κρίσιμους άξονες άσκησης της πολιτικής.

Exit mobile version