Απόψεις

Τι αλλάζει τη Δευτέρα

Η κυβέρνηση θα μείνει στην θέση της, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα συνεχίσουν την κριτική, τόσο προς το Μέγαρο Μαξίμου όσο και προς τον «προοδευτικό αντίπαλο». Τίποτα δεν θα αλλάξει, εκτός από ένα: την αίσθηση ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετράμε πια αντίστροφα
Μυρτώ Λιαλιούτη

Ποιος διαφωνεί πια ότι ο ελληνικός δικομματισμός είναι ανεπαρκής; Η ΝΔ, μετά τη διαχείριση αλεπάλληλων κρίσεων, βρίσκεται ακόμα σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους αντιπάλους της, είναι ένας πόλος που κρατάει γερά ακόμα κι αν φθείρεται. Μέχρι πρότινος έπαιζε σχεδόν μόνη της -όχι γιατί δεν υπήρχαν κόμματα στην αντιπολίτευση, αλλά γιατί είτε δεν ήξεραν πώς να ασκήσουν κριτική είτε βρίσκονταν σε εσωκομματικές διαδικασίες. Τα μεγαλύτερα λάθη της κυβέρνησης έχουν προκύψει από αυτογκόλ: από τις δυσκολίες στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και τη διαχείριση της πρόσφατης κακοκαιρίας έως το βίντεο γονιμότητας με τις μισογύνικες θεωρίες για τις αμβλώσεις και την γυναικεία σεξουαλικότητα που αποσύρθηκε από το υπουργείο μόνο όταν βγήκε στη δημοσιότητα, στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν πρωτίστως να τα βάλουν με τους εαυτούς τους και με τους υπουργούς τους.

Αυτό το τοπίο άλλαξε με την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οχι γιατί θα αλλάξει επί της ουσίας κάτι (η κυβερνητική πλειοψηφία είναι άνετη, άλλωστε), αλλά γιατί φαίνεται πως για πρώτη φορά η αξιωματική αντιπολίτευση αρχίζει να συνέρχεται από το σοκ της ήττας της -κι ας το κάνει άγαρμπα, λαϊκίστικα. Η πρόταση δυσπιστίας ήταν μια απόπειρα αναγνώρισης του ρόλου της μετά από ένα τριήμερο κακών επιλογών και ελλιπούς προετοιμασίας του κρατικού μηχανισμού. «Δεν παίζουμε μπάλα εμείς; Μόνο η ΝΔ παίζει;», αναρωτήθηκε το απόγευμα του Σαββάτου ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από το βήμα – έχοντας προφανώς στο μυαλό του μια «όλη αντιπολίτευση» που την δεδομένη στιγμή δεν υφίσταται.

Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να «παίξει μπάλα» καθυστερημένα και με όρους επιβίωσης: σε λίγο θα μιλάμε πια ξεκάθαρα με όρους προεκλογικής περιόδου, πράγμα που σημαίνει ότι το κόμμα που δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την αποχώρησή του από την κυβέρνηση (και δεν κατάλαβε τους λόγους για τους οποίους απομακρύνθηκε) θα βρεθεί να διεκδικεί και πάλι την εξουσία. Από πίσω του έχει πια άλλον αντίπαλο που τρέχει δημοσκοπικά να τον προλάβει -ο πρόεδρός του όμως είναι εκτός Βουλής, πράγμα που έκανε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη η αντιπολιτευτική κίνηση να είναι κοινοβουλευτική, ώστε ο Αλέξης Τσίπρας να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία από άποψη εικόνας. Χθες, πριν από τις ομιλίες των αρχηγών, εκείνος ήταν που έκανε τις ερωτήσεις στον Πρωθυπουργό για την Αττική Οδό.

Σε αυτή την εικόνα της μονομαχίας μεταξύ των δύο συνέβαλε η επιλογή του Κώστα Τασούλα να ανοίξει συζήτηση για τον χρόνο σύγκλησης της ΚΟ του ΚΙΝΑΛ και της ομιλίας του Νίκου Ανδρουλάκη: και η ΝΔ δείχνει να επιλέγει πια να μην αφήνει τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ στο απυρόβλητο. Οχι γιατί την νοιάζει ιδιαίτερα ποιος θα έχει την πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση (όσο εκείνοι σκοτώνονται μεταξύ τους, άλλωστε, ο γαλάζιος πόλος θα μένει αλώβητος), αλλά γιατί το ποσοστό της εισροής ψηφοφόρων από τη ΝΔ στο ΚΙΝΑΛ καταγράφεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ως το ίδιο με εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ.

Τίποτα δεν θα είναι διαφορετικό το πρωινό της Δευτέρας, μετά από έναν τριήμερο κοινοβουλευτικό καβγά. Η κυβέρνηση θα μείνει στην θέση της, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα συνεχίσουν την κριτική, τόσο προς το Μέγαρο Μαξίμου όσο και προς τον «προοδευτικό αντίπαλο». Τίποτα δεν θα αλλάξει, εκτός από ένα: την αίσθηση ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετράμε πια αντίστροφα. Ο σημερινός ανεπαρκής δικομματισμός όμως δεν μπορεί να είναι αιώνιος.