| CreativeProtagon/Getty Images/ΑΠΕ/ΙntimeNews
Απόψεις

Θα ζήσουμε, θα τους θυμόμαστε;

Σε ένα κόσμο αβαθούς πληροφορίας, παντοκρατορίας του φαίνεσθαι, ανάμειξης σημαντικών και ασήμαντων σε χυδαίο πολτό, ολοένα και λιγότεροι ενδιαφέρονται για το έργο και την προσφορά μιας Παπά, ενός Παντερμαλή, ενός Γκοντάρ, ενός Καζάκου, ακόμη και της βασίλισσας Ελισάβετ...
Ελευθερία Κόλλια

Εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας και υψηλής αναγνωσιμότητας πλήρωσε μια έρευνα πριν από αρκετά χρόνια, στο πλαίσιο της οποίας ζητούσε από νέους να συνδέσουν κλασικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας με τους συγγραφείς τους. Τζίφος. Τα περισσότερα παιδιά δεν ήξεραν ότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον Παπαδιαμάντη πίσω από τη «Φόνισσα», αγνοούσαν την Πηνελόπη Δέλτα ως την «πένα» των «Μυστικών του βάλτου». Το αποτέλεσμα δεν μειώνει ασφαλώς την αξία των συγγραφέων, πλην όμως δείχνει ότι το έργο ενός σημαντικού εκλιπόντος δεν συνιστά ικανή συνθήκη για να μην περάσει στη λήθη το όνομά του.

«Η μνήμη των ανθρώπων που φεύγουν διατηρείται ακέραιη στις επόμενες γενιές μέσα από το έργο τους. (…) «Ο, τι θυμάμαι υπάρχει και ό,τι ξεχνώ πεθαίνει», δήλωσε τρυφερά ο σημαντικός Νίκος Σταμπολίδης, ο πρώτος γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακροπόλεως, με αφορμή τον θάνατο του Δημήτρη Παντερμαλή. Η απώλεια του καθηγητή, ψυχή του συγκεκριμένου Μουσείου, ήλθε να προστεθεί τις τελευταίες μέρες σε σειρά δυσάρεστων ειδήσεων για πρόσωπα σημαντικά, διαφορετικής κλίμακας και βεληνεκούς, από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’ και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ ως την Ειρήνη Παπά και τον Κώστα Καζάκο.

Να ζήσουμε να τους θυμόμαστε: υπήρξαν τρόπον τινά «ευλογημένοι», διεύρυναν τα όριά τους, επέτυχαν να διανύσουν τη δική τους ξεχωριστή πορεία, να αφήσουν το προσωπικό ίχνος τους – αυτό που τους επέτρεψαν το ιστορικό φόντο τους, το ταλέντο τους, το πείσμα στον εσωτερικό στόχο τους, η προσπάθειά τους. Στη δημόσια σφαίρα, η προσφορά ενός εκάστου είναι πολύτιμη και μπορεί παντοτινά να λειτουργεί ως αστείρευτη κοινωνική εφεδρεία, για όσους θέλουν να γνωρίζουν.

Το πρόβλημα είναι ότι ενδιαφέρονται ολοένα και λιγότεροι. Σε έναν κόσμο αβαθούς πληροφορίας, παντοκρατορίας του φαίνεσθαι, ανάμειξης σημαντικών και ασήμαντων σε χυδαίο πολτό. Δεν επιμένει κανείς να μεσουρανούν σήμερα αστέρια που ανήκουν σε άλλες εποχές – κάθε εποχή έχει τη δική της φωτεινή ύλη. Ούτε να πρωτοστατούν πρόσωπα που οφείλουν πια να αποσυρθούν – ήδη έχει εξαϋλωθεί ο κόσμος που κάποτε γνώριζαν. Δεν είναι όμως σίγουρο πώς ακριβώς μπορούν να χωρέσουν πορείες, λάθη, πάθη, στην επικράτεια μιας οθόνης. Πώς μπορεί να ψηφιοποιηθεί σε εικόνες το απείθαρχο πνεύμα κι ο αντικομφορμισμός του Γκοντάρ, το βλέμμα κι η υποκριτική δεινότητα της Παπά σε εμβληματικές αρχαίες τραγωδίες, στη «Μήδεια» και την «Ηλέκτρα», η επιμονή του Παντερμαλή στην ανασκαφή στο Δίον, η γενναιότητα του Καζάκου στην αντιδικτατορική καλλιτεχνική δημιουργία του «Μεγάλου μας Τσίρκου». Η προσήλωση στο θεσμικό καθήκον της βασίλισσας Ελισάβετ Β’.

Παράδοξο: στο γοητευτικό σύμπαν των άπειρων τεχνολογικών δυνατοτήτων, όλα δείχνουν να συρρικνώνονται στο ανάστημα ενός γιγαμπάιτ. Με παρέλαση εγχώριων ειδώλων, κοινωνικά αόρατων οντοτήτων, influencers και τα ρέστα, που προσφέρονται μόνο για χάζι, αδυνατώντας να διαμορφώσουν κοινωνική και ιστορική συνείδηση για τις επόμενες γενιές. Να γίνουν δέκτες και πομποί των αληθινών σημάτων της εποχής τους.

Ποιος θα αφηγηθεί με σύγχρονους όρους την Ιστορία εκείνων που φεύγουν; Ποιοι, και κυρίως πόσοι, θα θέλουν να τη μάθουν; Δεν χρειάζεται άλλωστε να τα ξέρουν όλα. Ούτε να έχουν ακουστά τους 15 Πρωθυπουργούς –από τον Τσόρτσιλ ως την Τρας– της 70χρονης θητείας της Ελισάβετ στον βρετανικό θρόνο ούτε τα Cahiers du Cinema (Γκοντάρ) και το Σχολείο της Αθήνας (Παπά). Αρκεί να απαρνηθούν τον λήθαργο, τη λοβοτομή, το τίποτα.