Δεν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια άλλα τόσο πολυαναμενόμενα γεγονότα όσο η δημοσιοποίηση του πορίσματος της αρμόδιας επιτροπής για το δυστύχημα των Τεμπών και οι διαδηλώσεις της σημαδεμένης 28ης Φεβρουαρίου. Αμφότερα απλώνονται μέσα σε μια τρομακτικά βαριά, αν όχι ζοφερή, ατμόσφαιρα. Οι οικογένειες των 57 θυμάτων και εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου να απαιτούν στους δρόμους απαντήσεις. Ενώ οι εμπειρογνώμονες αναπτύσσουν βήμα-βήμα την καταθλιπτική αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στη μοιραία σύγκρουση των δύο τρένων.
Τα θανατηφόρα κενά σε όλους τους τομείς του σιδηροδρόμου αποδεικνύονται διαχρονικά: σε προσωπικό, χρηματοδότηση, υλικά, ικανότητες και εκπαίδευση των εργαζομένων, φόρτο της καθημερινότητας. Και μαζί η υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση – επιπτώσεις και απότοκα της εποχής των μνημονίων. Τα λάθη, εγκληματικά: η μη υλοποίηση της σύμβασης 717, η αδυναμία του σταθμάρχη να χειριστεί τις απαιτήσεις μιας «δύσκολης μέρας». Και τα αναπάντητα ερωτήματα, αμείλικτα: τι προκάλεσε την πυρόσφαιρα και γιατί αλλοιώθηκε ο περιβάλλων χώρος;
«Η ανυπαρξία του Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών δεν τιμά το ελληνικό κράτος. Το γεγονός αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στη διαχείριση του τόπου του δυστυχήματος. Οι συγγενείς έδωσαν τιτάνιο αγώνα για τη συγκέντρωση στοιχείων». Σε αυτή τη φράση του προέδρου του Οργανισμού συνοψίζεται το πολυεπίπεδο θεσμικό έλλειμμα της χώρας – 51 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, νιώθει κανείς ότι λίγα είναι αυτά που έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Ατομική πρωτοβουλία και «φιλότιμο» αντικαθιστούν τις κρατικές υποχρεώσεις.
Πτυχές και εκφάνσεις αυτού του ελλείμματος –ή αλλιώς της εγγενούς εθνικής αντίφασης– είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα οδηγούν στον τοίχο. Κάποιες φορές αναίμακτα, κάποιες όχι. Οπως ακριβώς συνέβη στα Τέμπη – και έχει συμβεί επανειλημμένως και στο παρελθόν. Στην Ελλάδα του 2025 πληρώνουμε ακριβά τον ερασιτεχνισμό, την αδιαφορία, τον ωχαδερφισμό, αλλά και τις προαιώνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος, το οποίο μεταξύ άλλων αδυνατεί να εγγυηθεί μια σειρά από βασικά δικαιώματα των πολιτών του. Που αφορούν είτε την καθημερινότητα, όπως είναι η ασφάλεια στις μεταφορές, είτε ανάγονται ευρύτερα, όπως η σχέση της κοινωνίας με την πολιτική και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τις δομές εξουσίας του κράτους.
Οσο και αν προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο, η κυβέρνηση στέκεται αμήχανη απέναντι στα μαζικά συλλαλητήρια. Επιχειρεί να διαχωρίσει την πολιτική ουσία της διαμαρτυρίας από το πένθος, αλλά και να απομειώσει το δικό της μερίδιο ευθύνης τόσο από την περιγραφόμενη κακοδαιμονία του σιδηροδρόμου, η οποία δυστυχώς αντανακλά και σε πολλούς άλλους τομείς της ελληνικής διοίκησης, όσο και από το ίδιο το δυστύχημα. Δείχνοντας ως κατεξοχήν αρμόδια προς απόδοση ευθυνών τη Δικαιοσύνη. Για ποια Δικαιοσύνη μιλάμε; Αυτή που στη δημοσκόπηση του Ρrotagon αμφισβητείται από 8 στους 10 Ελληνες; Και γιατί αμφισβητείται; Κυρίως εξαιτίας της εξάρτησής της από το πολιτικό σύστημα.
Τελικά, όμως, αυτή που οφείλει να απαντήσει στο ποιος διέταξε, άρα και ποιος ευθύνεται για το αποκαλούμενο «μπάζωμα» – μια κίνηση που, όπως διευκρίνισε μέλος της επιτροπής Διερεύνησης, παρεμπόδισε τη διαδικασία ακριβούς εντοπισμού «πιθανής παρουσίας αγνώστου καυσίμου» σε κάποια από τις δύο αμαξοστοιχίες, δεν είναι η Δικαιοσύνη. Είναι η κυβέρνηση. Αρα η Βουλή, που ετοιμάζεται από εβδομάδα να στήσει άλλη μια Επιτροπή, αυτή τη φορά Προανακριτική. Εχει σημασία ότι «τα θύματα από τη φωτιά ήταν λίγα»; Ουδεμία. Οι κατηγορίες περί συγκάλυψης –αβάσιμες ή μη– διασταυρώνονται σε αυτά τα δύο ζητήματα (πιθανή ύπαρξη παράνομου φορτίου – σπουδή για «συμμάζεμα» του σημείου μηδέν), καθιστώντας απολύτως κατανοητή τη λαϊκή αντίδραση.
Αντίστοιχες απαντήσεις απαιτούνται και για το έτερο μεγάλο ερώτημα, που αφορά την παρούσα, αλλά και προηγούμενες κυβερνήσεις: Γιατί δεν υλοποιήθηκε η Σύμβαση 717 – κάτι που αν είχε συμβεί θα ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες αντίστοιχου δυστυχήματος; Πώς μεταβολίζει μια ολόκληρη χώρα, αλλά κυρίως η πολιτική τάξη, την ατάκα «αν είχε υλοποιηθεί η σύμβαση δεν θα είχαν σκοτωθεί τα παιδιά»; Γιατί η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής αρνήθηκε να ασχοληθεί με τα σχετικά ευρήματα και τις ευθύνες που εντόπισε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία; Και κυρίως, γιατί η Νέα Δημοκρατία έσπευσε να προστατεύσει πολιτικά τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Αχ. Καραμανλή;
Υποφέρει, λοιπόν, η κυβέρνηση στις μυλόπετρες της κοιλάδας των Τεμπών; Πράγματι – και αυτό έρχεται με πάταγο στην επιφάνεια αν κανείς δει την επιχειρηματολογία των ακραιφνών υποστηρικτών της, που κυκλοφορούσαν τις αφίσες «δεν θα πάω (στο συλλαλητήριο), εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη», ματαιοπονώντας να αναδείξουν τους συμμετέχοντες ως χειραγωγούμενους.
Δεν υποφέρει, όμως, μόνο η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση – τουλάχιστον η «συστημική», δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, που άσκησαν τα τελευταία χρόνια εξουσία. Το πρώτο διότι φέρει ευθύνες για την κατεστημένη λογική περί ιδιοκτησίας του κράτους, αλλά και για το ξεχαρβάλωμα των δημόσιων υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση της δικής του πελατείας. Ο δεύτερος διότι επί δικής του θητείας έπρεπε, εν πρώτοις, να υλοποιηθεί η 717. Τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα, ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-19 είχε θέσει εαυτόν στη διάθεση της Βουλής. Σήμερα δεν είναι ορατός στο πολιτικό σκηνικό.
Πέραν αυτών, όμως, είναι φανερό ότι η συστημική αντιπολίτευση πατάει σε δύο βάρκες. Θέλει να προσεταιριστεί οφέλη της λαϊκής οργής, αλλά προσπαθεί να το κάνει στα κρυφά για να μην κατηγορηθεί περί ποδηγέτησης ενός ακηδεμόνευτου, εκτός κομματικών στεγανών, κινήματος. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ ματαιοπονούν αμφότεροι. Διότι ο κόσμος που βρίσκεται στους δρόμους δεν θέλει ούτε να ακούει για τέτοιου είδους πατρωνίες – όχι μόνο από αυτούς, αλλά από κανένα κόμμα.
Τα συλλαλητήρια είναι σημαίνον πολιτικό γεγονός – παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, δεν κεφαλαιοποιούνται, όμως, κομματικά. Και αυτό αποτελεί απόδειξη ότι το πολιτικό σύστημα συλλήβδην βρίσκεται στα όρια της θραύσης προς πλήρη απονομιμοποίηση. Εξ ου και ο κατακερματισμός που προκύπτει δημοσκοπικά και θα καταγραφόταν σε όλο το του μεγαλείο αν την επόμενη Κυριακή είχαμε εκλογές. Και κάπως έτσι θα οδηγούμασταν στην αποσταθεροποίηση – τον κίνδυνο που επισείει ξανά και ξανά η κυβέρνηση.
Οπως δεν παραβλέπονται οι ευθύνες των φυσικών αυτουργών του δυστυχήματος, ομοίως πρέπει να συμβεί και με αυτές του πολιτικού συστήματος. Υπάρχει οδός διαφυγής προκειμένου να διασωθεί το κύρος των θεσμών και να μην οδηγηθεί η χώρα σε μια νέα διολίσθηση, όπως συνέβη το 2012; Θα σταθούν οι εμπλεκόμενοι στο ύψος των περιστάσεων;
Σε λίγες ημέρες τα κόμματα θα συγκρουστούν στη Βουλή δίχως να υπάρχουν σημάδια περί συνειδητοποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι για ακόμα μια φορά θα κυριαρχήσει η διάθεση για αποκόμιση κομματικού οφέλους. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στην προεξοφλούμενη Προανακριτική Επιτροπή. Στις στάχτες του πιο τραγικού δυστυχήματος της Μεταπολίτευσης, το πολιτικό σύστημα απλώς επιχειρεί την αναπαραγωγή του. Μήπως τελικά η δημοκρατία έχει και αδιέξοδα;
