Την Πέμπτη 26 Ιουνίου, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων βρέθηκε να εξετάζει για μια ακόμη φορά μια τραγική ιστορία: αυτήν της δολοφονίας της Εφης Τσιχλάκη από τον σύζυγό της Κώστα Λεμενιτάκη τον Μάρτιο του 2016. Η υπόθεση, που έχει απασχολήσει επί μακρόν την κοινωνία της Κρήτης, μεταξύ άλλων και λόγω των σφοδρότατων καταγγελιών της οικογένειας του θύματος και των συνηγόρων τους, οι οποίοι έκαναν λόγο για φαινόμενα μαφίας, έφτασε τελικά να απασχολεί και τον Αρειο Πάγο. Ο λόγος; Το ίδιο δικαστήριο που καταδίκασε τον κατηγορούμενο ότι σκότωσε τη γυναίκα του και στη συνέχεια σκηνοθέτησε τον χώρο ώστε να παρουσιάσει τον φόνο ως αυτοκτονία, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά το έγκλημα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός, δικηγόρος, ούτε καν δικαστικός συντάκτης για να καταλάβει την αντινομία. Είναι ζήτημα κοινής λογικής. Αν κάποιος διαπράξει έναν φόνο, μπορεί μετά, είτε να σκηνοθετήσει μια παράσταση για να τον παρουσιάσει ως αυτοκτονία είτε να επιδείξει καλή συμπεριφορά. Σίγουρα, όμως, όχι και τα δύο ταυτόχρονα. Τι μπορεί να οδηγήσει ένα δικαστήριο να αποφανθεί ότι συνέβησαν και τα δύο ταυτόχρονα; Η απάντηση είναι «ένας ελέφαντας στο δωμάτιο για τον οποίον λίγοι μιλούν»: οι ένορκοι.
Ως επιβεβαίωση της απάντησης ήρθε η διαδικασία της επανεξέτασης του ζητήματος. Σε μια διαδικασία με λελογισμένες εντάσεις, όλοι οι δικαστικοί (εισαγγελέας και δικαστές της έδρας) συντάχθηκαν με την ένσταση του Αρείου Πάγου και ψήφισαν την απόρριψη του ελαφρυντικού και στη συνέχεια την επιβολή ισόβιας κάθειρξης. Οι ένορκοι, αντιθέτως, αφού πρώτα διχάστηκαν ακόμα και ως προς την απόρριψη του ελαφρυντικού (το οποίο έτσι έπεσε κατά πλειοψηφία), ψήφισαν ομόφωνα μια πολύ επιεικέστερη ποινή.
Οι συζητήσεις που αφορούσαν τη στάση των ενόρκων έθεσαν διάφορες παραμέτρους. Κάποιοι μιλούσαν για ένα σύστημα τοπικών αλληλογνωριμιών και εξαρτήσεων που σε μια επαρχιακή πόλη δεν είναι πάντα εύκολο να αποφευχθεί. Αλλοι έθεταν το ζήτημα του φόβου για το τι μπορεί να συμβεί την επόμενη μέρα. Και ορισμένοι αρκέστηκαν να διαπιστώσουν ότι οι λαϊκοί δικαστές απλώς έτειναν, από φυσικού τους, όχι σε μια δίκαιη, αλλά σε μια μέση λύση. Σε κάθε περίπτωση –που η εξέτασή της δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον– τα κριτήρια δεν ήταν νομικά. Και για τούτο αρκετοί προεξοφλούσαν ότι ο Αρειος Πάγος θα επανέλθει: ποινή που αποφασίζεται με ψήφο όλων των ενόρκων ενάντια στην ψήφο όλων των δικαστών δύσκολα στέκεται.
Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που έχουμε ένα τέτοιο φαινόμενο. Στην υπόθεση του ειδικού φρουρού Κορκονέα, που σκότωσε τον 14χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο τον Δεκέμβριο του 2008, ο Αρειος Πάγος έστειλε όχι μόνο μία, αλλά δύο φορές πίσω την απόφαση των ενόρκων, μέχρι να αποκλειστεί η πιθανότητα να χορηγηθεί ένα απολύτως διάτρητο ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο.
Αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν είχε καταφύγει σε μια προκλητική προσπάθεια δημιουργίας θεάματος με επίκεντρο την ίδια, η οποία ξεπέρασε τα όρια της γραφικότητας, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με την ουσία μιας καραμπινάτης κακοδικίας σε αυτή την περίπτωση. Σε άλλες περιπτώσεις οι ένορκοι πήραν ολόκληρες αποφάσεις για την ουσία υποθέσεων, με άμεσο αποτέλεσμα να μην ξέρουν στη συνέχεια πώς να συγγράψουν το σκεπτικό της απόφασης.
Εκ των πραγμάτων τίθεται το ερώτημα. Σε τι χρειάζονται οι ένορκοι; Ο θεσμός, ιστορικά, συνδέεται με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και την άρνηση αναγνώρισης αυθεντίας στην εξουσία. Γι’ αυτό συναντάται πρωτίστως σε ρεπουμπλικανικά συστήματα και ιδιαίτερα αυτά που έχουν ιστορικά προκύψει από επαναστάσεις. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν εξακολουθούν να διατηρούν αυτό το προοδευτικό πρόσημο αναλλοίωτο σε αυτούς τους τελευταίους δυο-τρεις αιώνες. Ιδιαίτερα καθώς η ισχυρότερη κριτική που έχει γίνει στον ύστερο καπιταλισμό και στις αστικές κοινωνίες, από κοινωνιολογική σκοπιά, αφορά ακριβώς τον τρόπο χειραγώγησης του περίφημου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» και γενικότερα της κοινής γνώμης και των γενικών πεποιθήσεων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Μεταπολίτευση, ο θεσμός των ενόρκων αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια από την αριστερή πτέρυγα της κοινωνίας, κυρίως επειδή στο κλίμα της εποχής, οι ένορκοι ήταν απρόθυμοι να καταδικάσουν ακτιβιστές με οριακή δράση. Σήμερα, σε μια γενικευμένη συντηρητική στροφή των δυτικών κοινωνιών, ο κίνδυνος να συμβαίνει το ανάποδο είναι υπαρκτός και μεγάλος. Ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια των κοινωνιών εμφανίζονται να έλκονται από τα θέλγητρα του ποινικού λαϊκισμού, να ονειρεύονται την επαναφορά της θανατικής ποινής, να ζητούν γενικευμένη αυστηροποίηση ποινών και την ίδια ακριβώς στιγμή (και αυτό δεν συνιστά αντίφαση) να εμφανίζονται εξαιρετικά συγκαταβατικοί στη βία των ισχυρών επί των αδύναμων. Ο λαϊκισμός και η λατρεία του δυνατού είναι πάντοτε συγγενικά αισθήματα.
Επιπλέον, ας σημειώσουμε κάτι. Σε ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης που κατεξοχήν πάσχει (στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο) στο ζήτημα της ελάχιστης λογοδοσίας, οι λεγόμενοι λαϊκοί δικαστές είναι αυτοί που δεν λογοδοτούν πραγματικά πουθενά. Μπορούν να ψηφίσουν ό,τι θέλουν, να αθωώσουν φονιάδες, να καταδικάσουν αθώους, να συντρίψουν γαβριάδες, χωρίς να υπόκεινται στον οποιονδήποτε έλεγχο, λαϊκό, διοικητικό, δεοντολογικό. Περίεργη ιδέα για τη λαϊκή κυριαρχία, πράγματι!
Η Δικαιοσύνη είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος ασθενής της ελληνικής Πολιτείας. Απολαμβάνει ελάχιστη εμπιστοσύνη από την κοινωνία (για σωστούς και για λάθος λόγους), αργεί πάρα πολύ να πάρει αποφάσεις, ταλαιπωρεί με αδικαιολόγητο και ανεπανόρθωτο τρόπο πολίτες, είναι συχνά αυθαίρετη, μεροληπτική, ταξική, προκατειλημμένη, είναι ανεξέλεγκτη και δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Η τάση της Πολιτείας να ευνοεί πολιτικές «μηδενικής ανοχής» σαν εκείνες του Τζουλιάνι στη Νέα Υόρκη του 2000, που ικανοποιούν τη λαϊκή δίψα για εχθρούς και ποινές χωρίς να αντιμετωπίζουν δομικές αιτίες του εγκλήματος, δεν βοηθάει ούτε ελάχιστα στην αλλαγή αυτής της κατάστασης.
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι η Δικαιοσύνη χρειάζεται μια προοδευτική μεταρρύθμιση, που να διασφαλίζει με καλύτερο τρόπο τη λογοδοσία, την τήρηση του μέτρου, την αναλογικότητα, την επιείκεια σε τελική ανάλυση. Αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η παρουσία «λαϊκών δικαστών» που αποφασίζουν με βάση το θυμικό τους συνεισφέρει σε κάτι από όλα αυτά.
