Σε μια ιδιαίτερη περίοδο, με την οικονομία να αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, τις τιμές στην οικοδομή και στις νέες κατασκευές να καλπάζουν, τα φορολογικά έσοδα να αυξάνονται (λόγω και του πληθωρισμού) και την ίδια ώρα να μένουν στάσιμες οι εξαγωγές και να αυξάνονται οι εισαγωγές έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία.
Η εικόνα αυτή που επιβεβαιώνει ότι δύσκολα μπορεί να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, κάτι το οποίο απαιτεί χρήμα, χρόνο και το κυριότερο πολιτικές αποφάσεις για μεταρρυθμίσεις που ξεπερνούν τον ορίζοντα μιας κυβερνητικής θητείας, αποτυπώνεται ανάγλυφα στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ.
Ο διεθνής Οργανισμός, που εκπροσωπεί τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις ότι εφέτος ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα αγγίξει και ίσως ξεπεράσει το 2% εφέτος αλλά και το 2,1% το 2026, ποσοστό διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωζώνης. Ταυτοχρόνως όμως θέτει το ερώτημα:
Τι θα κάνουμε για να διατηρήσουμε αυτόν τον ρυθμό το 2027, όταν τελειώσουν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης;
Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Πού θα πάνε τον επόμενο ενάμιση χρόνο τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς τα μισά από αυτά (περίπου 18 δισ. ευρώ) ήδη ξοδεύτηκαν τα τελευταία δύο χρόνια σε επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις μεγάλων εταιριών και Ομίλων, χωρίς όμως να αφήσουν ορατό αποτύπωμα στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας πέραν της επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης και της κυριαρχίας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε όλη την Ελλάδα.
Όπως έχουν επισημάνει και άλλοι οργανισμοί – η ΕΕ, το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος – η ανακατεύθυνση των πόρων σε παραγωγικές επενδύσεις σε κλάδους όπως τα τρόφιμα ή σε νέες καινοτόμες επιχειρήσεις, αντί σε αυτοκινητοδρόμους και ανακαινίσεις κτιρίων είναι το πιο κρίσιμο θέμα για την οικονομία και το μέλλον της ανάπτυξης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΟΟΣΑ και οι άλλοι οργανισμοί προβλέπουν υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 1% του ΑΕΠ το 2027 αν η Ελλάδα συνεχίσει να κινείται με τους ίδιους ρυθμούς και με επιλογές, αυτό που ονομάζουν «business as usual», και δεν στραφεί στην παραγωγή που θα έχει άμεσο στόχο την υποκατάσταση σημαντικού μέρους των εισαγωγών (από τρόφιμα, ποτά μέχρι ηλεκτρονικά είδη για τα οποία υπάρχει η επιστημονική υποδομή και οι τεχνικές δυνατότητες).
Τα λεφτά που απομένουν είναι αρκετά. Οι εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων και δανείων από το ΤΑΑ αναμένεται να αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 3,6% του ΑΕΠ το 2026, πέραν των χαμηλότοκων δανείων που παρέχονται στις επιχειρήσεις που εντάσσονται στα έργα του Ταμείου.
Μέχρι τότε, αν και ο χρόνος τελειώνει, ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί την κυβέρνηση ότι τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για τις επενδύσεις, υπερβολική αύξηση των μισθών (σ.σ. καθώς θα εντείνονται οι πιέσεις για παροχές λόγω του εκλογικού κύκλου) ή μία επανάληψη ακραίων καιρικών φαινομένων θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις προοπτικές της οικονομίας.
Ειδικά για τους μισθούς τονίζει ότι «αν η αύξησή τους συνεχίσει να ξεπερνά σταθερά την αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει περαιτέρω τις εξαγωγές».
Καταργείστε τις εξαιρέσεις στο ΦΠΑ
Αντίθετα προτείνει τα έσοδα από την «περαιτέρω μείωση της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ σε προϊόντα και γεωγραφικές περιοχές – όπως τα νησιά – οι οποίοι ωφελούν βασικά τα πλούσια νοικοκυριά- να διατεθούν σε στοχευμένες μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για να ενισχυθούν τα κίνητρα εργασίας».
Η διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την άμβλυνση των υψηλών ελλείψεων εργατικού δυναμικού θα στηρίξει την αύξηση των επενδύσεων.
Μειώστε εισφορές και φόρο στους χαμηλόμισθους
Στο ίδιο μοτίβο επισημαίνει ακόμη ότι «η συνέχιση των προσπαθειών για τη μείωση της φοροδιαφυγής θα αύξανε τα έσοδα, ενώ θα δημιουργούσε χώρο για τη μείωση του φόρου εργασίας για τους χαμηλόμισθους και θα ενθάρρυνε περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης».
Ωστόσο, ο Οργανισμός προειδοποιεί ότι οι θετικές προβλέψεις συνοδεύονται από σημαντικούς κινδύνους, όπως:
-Το δημόσιο χρέος ακολουθεί καθοδική πορεία, παραμένει όμως ιδιαίτερα υψηλό (139,8% του ΑΕΠ το 2026), ενώ οι δημογραφικές αλλαγές και το κλίμα θα αυξήσουν τις δαπάνες, γεγονός που επιβάλλει προσοχή στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως στο πεδίο των δαπανών και της φορολογίας.
Ο ΟΟΣΑ προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και μικρά ελλείμματα στη γενική κυβέρνηση (0,2% του ΑΕΠ).
Παρά ταύτα και παρά την αύξηση των πάγιων επενδύσεων κατά 9,3% το 2025 και 8,1% το 2026, που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, το πρόβλημα εκσυγχρονισμού του παραγωγικού μοντέλου παραμένει.
Αυτό δείχνει η εκτίμηση ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει ελλειμματικό (περίπου -5% του ΑΕΠ ως το 2026) παρά την άνθιση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, δείχνοντας την ανάγκη ενίσχυσης της εξωστρέφειας αλλά και της εγχώριας παραγωγής.
Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων πέραν της αναγκαιότητας να πέσει φθηνό χρήμα στην αγορά για να διατηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης πάνω από 2% το χρόνο και μετά το τέλος των ευρωπαικών κονδυλίων, συμπίπτει και με τις ανάγκες του πολιτικού κύκλου, καθώς όπως έχει διαβεβαιώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκλογές θα γίνουν το 2027.
Η μεγάλη πρόκληση παραμένει και είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, αφού θα βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα παραγωγικών επενδύσεων από το ΤΑΑ, αλλά και από ιδιώτες. Κάτι πρέπει να αλλάξει για να μην μείνουμε στην οικοδομή και τις ανεμογεννήτριες…
