Κάπως έτσι νιώθεις όταν έχεις ξεμείνει Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα: σαν σκυλάκος που περιμένει να γυρίσουν τα αφεντικά του για να τον βγάλουν βόλτα | Nick Paleologos / SOOC
Απόψεις

Οι συνένοχοι του Δεκαπενταύγουστου

Μπάλα στην Πανεπιστημίου; Κλακέτες στην Ακαδημίας; Μονόπρακτο στη Βασιλίσσης Σοφίας; Συρτάκι στην Πατησίων; Ολα αυτά και άλλα πολλά μπορείς να κάνεις για να σκοτώσεις τον χρόνο σου όταν όλοι οι άλλοι λείπουν, έχοντας αφήσει σε εσένα το κλειδί αυτής της έρημης πόλης
Αστερόπη Λαζαρίδου

Ξέρεις ότι ο Δεκαπενταύγουστος πλησιάζει απειλητικά στην Αθήνα, όταν δεις σε βαγόνι του μετρό ψηλό μουσάτο άνδρα που παίζει κομπολόι και φοράει ξύλινα τσόκαρα. Ξαφνικά, είναι λες και η πόλη μετατρέπεται σε ένα απέραντο μπαλκόνι. Ολοι κυκλοφορούν όπως τους καπνίσει.

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι σαν Χριστούγεννα με σαγιονάρες. Σε κυριεύει αυτός ο ψυχαναγκασμός του να κάνεις κάτι, να πας κάπου, να είσαι με κάποιους. Αν (ξε)μείνεις στην Αθήνα, κάτι πολύ παράξενο πρέπει να σου συμβαίνει. Χώρισες; Δεν ήσουν ποτέ σε σχέση; Δεν έχεις φίλους; Εχεις φίλους που δεν σε γουστάρουν αρκετά για να σε πάρουν διακοπές μαζί τους; Οπως και να ‘χει, κάτι δεν πάει καλά.

Βγαίνεις έξω και κυκλοφορείς σαν την άδικη κατάρα, σαν σκυθρωπός, κακοσκιτσαρισμένος Σεραφίνο, σαν σπασίκλας μαθητής που έμεινε να βολοδέρνει στο προαύλιο του σχολείου ενώ όλοι οι άλλοι πήγαν πενταήμερη.

«Η Αθήνα είναι πολύ ωραία τον Αύγουστο…πολύ ήσυχη» σε καθησυχάζουν από το τηλέφωνο κάποιοι φίλοι καθισμένοι αναπαυτικά στην ξαπλώστρα κάποιας παραλίας, περιμένοντας να φτάσει το δροσιστικό κοκτέιλ τους. «Βγες έξω, μην κάτσεις σπίτι, κάνε καμιά βόλτα…» σε προτρέπουν με πειστική συμπόνοια.

Βγαίνεις επιδεικτικά στο μπαλκόνι για να δείξεις στον επίδοξο διαρρήκτη-τσιλιαδόρο ότι ναι, υπάρχει ζωή στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Κλείνεις ερμητικά τα παντζούρια, βάζεις σύρτες, μαθαίνεις στον σκύλο σου πώς να καλέσει το 100 σε περίπτωση ανάγκης και βγαίνεις να χαρείς την άδεια Αθήνα.

Το μετρό και το τρένο έχει δρομολόγια ανά 15 λεπτά στην καλύτερη περίπτωση κι επειδή αρχίζεις να σκιάζεσαι που σε καλοκοιτάζει μία παρέα επαγγελματιών ζητιάνων, σου σπάει τα νεύρα κι ένα Ιταλάκι από οικογένεια τουριστών που έχει μάθει και παπαγαλίζει ασταμάτητα «Γιατί μωρέ; Γιατί μωρέ;;;» στα ελληνικά και κάπως έτσι, αποφασίζεις να περπατήσεις μέχρι το κέντρο. Αλλωστε τι πιο ωραίο από μία βόλτα στην άδεια Αθήνα.

Στα πρώτα δέκα βήματα -και πολύ λέω- συνειδητοποιείς ότι όταν περπατάς στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο, το σκηνικό δεν θυμίζει μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, αλλά θρίλερ του Ντέιβιντ Λιντς. Σου έρχεται στο μυαλό το τραγούδι των Doors «People are strange» με όσα εξωτικά, παράξενα, απόκοσμα πλάσματα συναντάς στον δρόμο σου.

Κάθε στιγμιότυπο κι ένα εικαστικό δρώμενο, κάθε οικοδομικό τετράγωνο κι ένα νούμερο από περιπλανώμενο freak show: ο νεαρός που ξαπλώνει με ηδυπάθεια σε παγκάκι της οδού Βαλτετσίου στα Εξάρχεια σαν να βρίσκεται σε ρωμαϊκό ανάκλιντρο, κρατάει στο αριστερό του χέρι μισό πεπόνι και το ζουλάει αρκετά δυνατά, ώστε να τον περιλούσουν τα ζουμιά. Η ημίτρελη γυναίκα που μην έχοντας με ποιον να τσακωθεί τσακώνεται στη διαπασών με τον εαυτό της στη μέση της Ακαδημίας. Τα περιστέρια που τσιμπολογάνε ένα μισοφαγωμένο σουβλάκι με πίτα που κάποιος πέταξε στην έρμη Ερμού. Αναρωτιέσαι: όλον τον υπόλοιπο χρόνο, τι ακριβώς συμβαίνει; Ζουν ανάμεσά μας, ή ζούμε ανάμεσά τους; Καλοκαιράκι… Η Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο… Σκέτη μαγεία.

Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι τώρα είναι η μεγάλη σου στιγμή. Τώρα μπορείς να κάνεις ό,τι φαντασιωνόσουν επί έντεκα ολόκληρους μήνες και δεν το τολμούσες, δεν σε άφηναν οι ασφυκτικές κοινωνικές συμβάσεις. Συγχρονισμένη κολύμβηση στο συντριβάνι του Συντάγματος; Κερατάκια στο άγαλμα του Κωστή Παλαμά; Σπαγγάτο μπροστά από τη Βουλή; Μπάλα στην Πανεπιστημίου; Κλακέτες στην Ακαδημίας; Μονόπρακτο στη Βασιλίσσης Σοφίας; Συρτάκι στην Πατησίων; Ολα αυτά και άλλα πολλά μπορείς να κάνεις για να σκοτώσεις τον χρόνο σου όταν όλοι οι άλλοι λείπουν, έχοντας αφήσει σε εσένα το κλειδί αυτής της έρημης πόλης.

Σε πιάνει μια άγρια χαρά. Νιώθεις σαν άτακτο πεντάχρονο που κάνει σκανταλιές και ψάχνει τα συρτάρια των μεγάλων, όταν αυτοί κοιμούνται για μεσημέρι. Οσοι δεν είναι τουρίστες και έχουν -σε ικανοποιητικό βαθμό- σώας τας φρένας, σε κοιτάζουν με νόημα. Τους ανταποδίδεις το γεμάτο νόημα βλέμμα. Ας μην κρυβόσαστε πίσω από το δάχτυλό σας. Είστε οι συνένοχοι του Δεκαπενταύγουστου. Για κάποιον μυστήριο, ανεξήγητο, παράδοξο λόγο (ξε)μείνατε μια τέτοια μέρα στην Αθήνα.

Μην μπορώντας να αντέξεις την τόση συνενοχή, στρίβεις από ένα δρομάκι της Ερμού και βγαίνεις στην Πλάκα. Αλλος αέρας ξαφνικά, άλλος κόσμος. Η περιοχή σφύζει από ζωή κι από τουρίστες. Ξεσκονίζεις τη βρετανική προφορά που είχες διδαχθεί στα «Φροντιστήρια Αγγλικών ΟΜΗΡΟΣ» και απαντάς αγγλικά στους μαγαζάτορες που προσπαθούν να σε πάρουν με το μέρος τους. Στην κατάσταση που είσαι θα μπορούσες να χρυσοπληρώσεις ακόμα κι έναν «greek muzaka» ζεσταμένο σε φούρνο μικροκυμάτων. Φτάνει να έχεις κι εσύ μια ιστορία της προκοπής να διηγηθείς στους φίλους που θα σε πάρουν τηλέφωνο από τα νησιά για να δουν αν ζεις ή αν πεθαίνεις.

Η Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο. Μία post-apocalyptic ταινία για γερά νεύρα.