Μια γυναίκα διαβάζει τα νέα για τη Μέγκαν και τον Χάρι στο κομμωτήριο. Ο λαός έχει δικαίωμα να ξέρει! Εχει; | EPA/ANDY RAIN
Απόψεις

Ο Χάρι, η Μέγκαν και η κίτρινη δημοσιογραφία

Ο λαός έχει δικαίωμα να ξέρει, δικαιολογούνται τα έντυπα-σκουπίδια που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αλλά θέλουν να έχουν πολιτικό ρόλο. Το ίδιο δεν έλεγαν και οι Αυριανιστές; Τα σκανδαλοθηρικά ΜΜΕ όμως, δεν θέλουν να ελέγχουν την εξουσία, όπως διαφημίζονται, αλλά να την εκβιάζουν. Και αυτό το κατάλαβε ο Χάρι...
Χρήστος Μιχαηλίδης

Ο πρίγκιπας Χάρι και η γυναίκα του Μέγκαν, κήρυξαν πόλεμο κατά των ταμπλόιντ εφημερίδων της Βρετανίας. Εκριναν ότι για να το κάνουν αυτό καλά, έπρεπε να αποκηρύξουν τα βασιλικά τους δικαιώματα – μαζί δε και με αυτά, ίσως και τον ίδιο τον θεσμό. Ας λένε ότι παραμένουν πιστοί σε αυτόν, και ας δεσμεύεται ο Χάρι ότι κάπως θα συνεχίσει να τον υπηρετεί.

Η Ελεν Μπέρι, διευθύντρια του γραφείου των New York Times στην Βοστώνη, έγραψε ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «Η πραγματική ανακήρυξη ανεξαρτησίας του πρίγκιπα Χάρι: Από τα ταμπλόιντ της Βρετανίας»!

Εχει για μένα ένα ενδιαφέρον αυτό το λογοπαίγνιο, πριν και μετά την άνω-κάτω τελεία. Διότι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού παίζει πολύ δυνατά και το σενάριο της διάστασης του «μικρού» με το ίδιο το παλάτι, με τα πρόσωπα-κλειδιά στο ρετιρέ της ιεραρχίας του, και με το πώς αυτά, στα δικά του τα μάτια, έχουν συμβιβαστεί με το πρόβλημα που εκείνος δεν αντέχει πια.

Το πρόβλημα της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής του ίδιου, της γυναίκας του, και του 8μηνων παιδιού τους. Το πρόβλημα που, όπως γράφουν οι NYT, προκάλεσε τον θάνατο της ίδια της μητέρας του.

Η εφημερίδα παραθέτει τα λόγια που είπε ο Χάρι, πριν αρκετούς μήνες, σε έναν παλιό φίλο του, τον δημοσιογράφο Τομ Μπράντμπι, λίγο μετά την γέννηση του παιδιού του. Φαινόταν πληγωμένος, ωσάν τα γεγονότα των προηγούμενων δύο χρόνων (με την Μέγκαν πια στη ζωή του), να τον είχαν σύρει πάλι στην κόλαση που έζησε το 13ο καλοκαίρι της ζωής του όταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα, σκοτώθηκε σε εκείνο το φρικτό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι.

«Κάθε φορά που βλέπω μια κάμερα, κάθε φορά που ακούω ένα κλικ, κάθε φορά που βλέπω ένα φλας, μεταφέρομαι αμέσως εκεί», φέρεται να είπε. Το «εκεί», είναι στο τούνελ Pont de l’ Alma, όπου μια στρατιά από παπαράτσι κυνηγούσαν τη Μερσεντές στην οποία επέβαινε για να την βγάλουν φωτογραφία μαζί με τον εκατομμυριούχο ερωμένο της, Ντόντι αλ Φαγιέντ, γιο του ιδιοκτήτη της βρετανικής εμπορικής ναυαρχίδας του Harrod’s. Εκτοτε, ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Η θεωρία της συνωμοσίας είναι ακόμα στον αέρα, δοκιμάζοντας τις αντοχές του μακρόβιου θεσμού, αλλά και την ικανότητα των μελών του να προσαρμόζονται (ή να στέκονται υπεράνω) όλων των καταστάσεων.

«Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μην επαναληφθεί η ιστορία», ανέφερε σε γραπτή δήλωσή του ο Χάρι τον περασμένο Οκτώβριο. «Έχασα την μητέρα μου, και τώρα παρακολουθώ την γυναίκα μου να γίνεται θύμα των ίδιων πανίσχυρων δυνάμεων».

Η σχέση του Μπάκιγχαμ με τους μουτζαχεντίν των ταμπλόιντ εφημερίδων, πέρασε από πολλά κύματα. Κάποια στιγμή, γράφουν οι Times της Νέας Υόρκης, κατάλαβαν και οι δύο πλευρές, ότι η μία χρειάζεται την άλλη. Και συμβιβάστηκαν σ’ ένα modus vivendi.

Μια πολύ παράξενη όμως, για μένα, ανακοίνωση ήρθε από την Εθνική Ενωση Δημοσιογράφων της Βρετανίας (το αντίστοιχο της δικής μας ΕΣΗΕΑ) που, αμέσως μετά την απόφαση του Χάρι και της Μέγκαν, και κυρίως μετά από την δήλωση του πρίγκιπα για τον φόβο του απέναντι σε αυτά τα ΜΜΕ, έλεγε ότι η κοινή γνώμη έχει κάθε δικαίωμα να διερευνά εξονυχιστικά τη βασιλική οικογένεια, επειδή χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους.

«Ποιος καθορίζει όμως ποιο μέσο ενημέρωσης είναι “αξιόπιστο” ή “αντικειμενικό”;», δήλωσε η Ντανιέλ Στάνιστριτ, γενική γραμματέας της Ένωσης Δημοσιογράφων, συμπληρώνοντας ότι «δεν είναι δυνατόν υπαχθούμε σε μία κατάσταση στην οποία οι δημοσιογράφοι που θα θελήσουν να γράψουν κάτι για τον Δούκα και την Δούκισσα του Σάσεξ, να πρέπει πρώτα να πάρουν βασιλική έγκριση για αυτό».

Αυτό το «να γράψουν κάτι», όμως, όπως τουλάχιστον το θέτει το συνδικαλιστικό όργανο των βρετανών δημοσιογράφων, βεβαίως και χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Αυτό το «κάτι», είναι πολλές φορές αυτό που ό ίδιος ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας θα ονόμαζε «απαράδεκτο»!

Ομως, όλα αυτά σε μία χώρα που μπορεί ακόμα να παντρεύει του κόσμου τις τάσεις με μια βαθειά και δοκιμασμένη παράδοση, σε πολλές διαστρώσεις της κοινωνίας, δεν μπορεί να ερμηνευτούν και να εξηγηθούν εύκολα και πρόχειρα –πόσο μάλλον με τυπικές ανακοινώσεις.

Ο Χάρι και η Μέγκαν έχουν καταφέρει να ταρακουνήσουν ένα σύστημα ολόκληρο, για λίγες μέρες, και να χαρίσουν στις ταμπλόιντ τις κυκλοφορίες που δεν έχουν πια. Στη Βρετανία, που ποτίζεται ολόχρονα από ψιλόβροχο, καμία καταιγίδα δεν διαρκεί πολύ. Ακόμα και το Brexit, στο μέγεθος της δικής της υπομονής, βραχύβιο είναι. Ολα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα το ίδιο μένουν, λέει το δικό μας τραγούδι.

Στα ελληνικά μέτρα, το γκλάμουρ είναι πολύ λιγότερο, αλλά η ένταση των γεγονότων που κατά καιρούς φέρνουν μια γερή δόνηση στα πράγματα είναι αρκετά αισθητή. Ο σκανδαλοθηρικός Τύπος στην Ελλάδα, είναι αποκρουστικός αλλά, σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, παιδική χαρά.

Η Sun μπορεί να είναι κατακίτρινη από πάνω ως κάτω, αλλά το πετυχαίνει με πολύ επαγγελματισμό. Η εκπαίδευση των δημοσιογράφων και των φωτογράφων της είναι τρομακτικά καλή!

Στην Ελλάδα, ο κίτρινος Τύπος, που είναι πολύ πιο κοντά στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία της Αγγλίας, βασίλεψε τον καιρό της «Αυριανής», και σε μεγάλο βαθμό πέθανε κιόλας μαζί της – ή τουλάχιστον περιήλθε σε μαρασμό. Ο Αυριανισμός υπήρξε (και πολιτικό) φαινόμενο και σαν τα αγγλικά σκουπίδια, στήριξε ένα μεγάλο μέρος των «επιχειρημάτων» του στο ότι μιλούσε, τάχα, εν ονόματι του λαού, προς όφελος του λαού.

«The people are entitled to know», γράφουν συχνά-πυκνά η Sun, η Mail και η Mirror. Ο λαός έχει δικαίωμα να ξέρει, φώναζαν τότε, και φωνάζουν ακόμα και μέχρι σήμερα τα έντυπα που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αλλά θέλουν να έχουν πολιτικό ρόλο, κυρίως για να εκβιάζουν.

Οπως και στην Αγγλία, έτσι και εδώ οι κίτρινες εφημερίδες πρεσβεύουν ένα συγκεκριμένο «σύστημα»: τρομοκρατούν την εξουσία, δεν την ελέγχουν. Φωνάζουν ότι είναι απέναντί της, αλλά παίζουν παιχνίδια μαζί της. Και βέβαια, πολύ εύκολα αλλάζουν ρότα, όταν πάρουν αυτές την εξουσία.

Εγκυκλοπαιδικά, ως Τάμπλοϊντ Δημοσιογραφία ορίζεται (Wikipedia) εκείνη που δίνει έμφαση σε θέματα εγκληματικά που εντυπωσιάζουν και συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, σε στήλες κουτσομπολιού για διασημότητες από τον χώρο της σόουμπιζ και του αθλητισμού, (celebrities, όπως έχει καθιερωθεί πια), σε πολιτικές απόψεις και θέσεις μονόπλευρες, και σε ειδήσεις για πρόχειρο ή και της μόδας φαγητό (junk-food, ως επί το πλείστον).

Γεννήθηκε, ανδρώθηκε, εξελίχθηκε και μεσουρανεί στη Βρετανία. Σημαιοφόρος της είναι η ταμπλόιντ, μικρού σχήματος, εφημερίδα The Sun, που πραγματικά έχει αναγάγει την κίτρινη δημοσιογραφία σε «τέχνη». Κακή μεν, αλλά την παράγει με επαγγελματική ακρίβεια. Αυτό είναι που της αποφέρει καθημερινά περίπου 1,5 εκατομμύριο φύλλα – παλιότερα ήταν κοντά στα 4 εκατ. Από κοντά είναι η Daily Mail, πάνω από 1 εκατ., η οποία μαζί με τα σκανδαλοθηρικά παντρεύει και τα πολιτικά – πάντα «κίτρινα» και αυτά. Αμφότερες γέρνουν προς τον συντηρητικό, δεξιό χώρο, πιο πολύ η Mail. Η Sun, γενικά, υπερηφανεύεται ότι τα ψάλλει σε όλους.

Στην Ελλάδα η «ταμπλόιντ δημοσιογραφία», όπως αυτή ορίζεται στην Αγγλία, δεν υπάρχει, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό και με αυτά τα χαρακτηριστικά. Πρώτον, διότι πραγματική σόουμπιζ, μεταξύ μας, δεν έχουμε (περισσότερο, θα έλεγα, επικρατεί εδώ το TV μπίζνες, που επίσης φτηνό είναι, αισθητικά). Δεύτερον, βασιλική οικογένεια δεν έχουμε. Και τρίτον, η εδώ διαπλοκή με την εξουσία είναι ακόμα τόσο μεγάλη οικογένεια, που δυσκολεύεσαι να βρεις ποιοι είναι απέξω για να συγκινηθούν από τα σκάνδαλα των από μέσα που θα… αποκαλύψεις!