Ο Μακρόν σε συστημική κρίση, η Ευρώπη σε ανασφάλεια
| REUTERS/ CreativeProtagon
Απόψεις

Ο Μακρόν σε συστημική κρίση, η Ευρώπη σε ανασφάλεια

Στην πραγματικότητα, η πολιτική του Μακρόν απέτυχε, αφενός γιατί υποτίμησε τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν είναι πρωταγωνίστρια των διεθνών εξελίξεων, και αφετέρου επειδή υποτίμησε την ανοχή που θα έδειχνε η γαλλική κοινωνία στις φιλελεύθερες πολιτικές, στις οποίες είναι παραδοσιακά αλλεργική
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Οταν ο Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη πρόεδρος της Γαλλίας, τον Μάιο του 2017, δεν ήταν ένας πρόεδρος χαμηλών προσδοκιών. Αντίθετα, μια σειρά από συγκυρίες έκαναν τη γαλλική –αρχικά– και ως έναν βαθμό και την ευρωπαϊκή κοινωνία να έχουν μια σειρά από ελπίδες για τη θητεία του. Αρχικά, αντικαθιστούσε τον πιο αποτυχημένο πρόεδρο όλων των εποχών στη Γαλλία. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει μια πιο επιεική φράση, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Φρανσουά Ολάντ ήταν περίπτωση: ποτέ στην Ιστορία πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είχε τη βεβαιότητα ότι, εάν ξαναέθετε υποψηφιότητα, δεν θα πλησίαζε καν στον β’ γύρο.

Υπήρχε, έτσι, διάχυτη μια ευφορία ότι αυτό που ερχόταν θα ήταν –αν όχι κάτι παραπάνω– καλύτερο από αυτό που έφευγε. Η ηλικία του (δεν είχε κλείσει τα 40), επίσης προκαλούσε ενθουσιασμό και περιέργεια. Και τέλος, το σημαντικότερο, ο Μακρόν είχε εκλεγεί πρόεδρος μόνος του, χωρίς κόμμα και χωρίς εκλογικό μηχανισμό, αφήνοντας πολύ πίσω του τους δύο παραδοσιακούς ανταγωνιστές στη γαλλική πολιτική αρένα, τους δεξιούς γκολικούς και τους σοσιαλιστές. Αυτό για αρκετούς σήμαινε μια επικίνδυνη κυριαρχία της μετα-πολιτικής, για ακόμα περισσότερους όμως, τότε, σήμαινε την εμφάνιση ενός νέου ευέλικτου Κέντρου, που θα απαντούσε στο διπλό αδιέξοδο της Δεξιάς και της Αριστεράς, το οποίο βίωνε ο κόσμος μετά την κρίση.

Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά και δύο πριν ολοκληρωθεί οριστικά η θητεία του (αν βέβαια καταφέρει να φτάσει ως εκεί), ο Μακρόν κινδυνεύει να εγκαταλείψει το Μέγαρο των Ηλυσίων της οδού Φομπούρ-Σεντ Ονορέ πιο ταπεινωμένος από οποιονδήποτε προκάτοχό του. Η κυβέρνηση μειοψηφίας του Φρανσουά Μπαϊρού έθεσε θέμα εμπιστοσύνης στην ψήφιση του προϋπολογισμού δημοσιονομικών περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ στις 8 Σεπτεμβρίου – το μεγαλύτερο σοκ λιτότητας που έχει γνωρίσει η Γαλλία εδώ και δεκαετίες.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα την πάρει. Αλλά αν τυχόν κάνει την έκπληξη, κινδυνεύει να πέσει δύο μέρες μετά, στις 10 του Σεπτέμβρη, ημέρα που κινήσεις, συνδικάτα, αλλά και κόμματα της Αριστεράς έχουν αποφασίσει, υπό τον πολύ σαφή τίτλο «Μπλοκάρουμε τα πάντα», να εμποδίσουν κάθε παραγωγική ή εμπορική λειτουργία στη χώρα, αποκλείοντας λιμάνια, αεροδρόμια και χώρους εργασίας.

Η ενδεχόμενη πτώση του Μπαϊρού θα άφηνε τον Μακρόν χωρίς εναλλακτικές σχηματισμού κυβέρνησης και θα αύξανε τις πιέσεις για να παραιτηθεί και ο ίδιος, προτού προκηρύξει βουλευτικές εκλογές. Δοθείσης της ευκαιρίας, διάφοροι άσπονδοι σύμμαχοι εκδηλώνουν ελεύθερα τη γνώμη τους για τον αποδυναμωμένο βασιλιά της Γαλλίας. Ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης, ο ακροδεξιός Ματέο Σαλβίνι, φανατικός υποστηρικτής του Πούτιν και του Νετανιάχου, κάλεσε τον Μακρόν «να πάει να γαντζωθεί από το τραμ» –έκφραση με σεξουαλικό υπονοούμενο στην αργκό του Μιλάνου, την οποία δεν πήρε πίσω ούτε μετά το διάβημα του Παρισιού στην ιταλίδα πρέσβειρα.

Μία μέρα μετά, ο νέος πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Παρίσι και συμπέθερος του Ντόναλντ Τραμπ έστειλε μια προκλητική, στα όρια του διπλωματικού επεισοδίου, επιστολή στον Μακρόν, στην οποία τον επιτιμούσε ότι «δεν κάνει αρκετά για να αντιμετωπίσει τον αντισημιτισμό στη Γαλλία». Και το ΔΝΤ βρίσκεται ante portas, εάν δεν αντιμετωπιστεί με κάποιο τρόπο η κρίση χρέους που απειλεί άμεσα τη χώρα, με το έλλειμμα να καταλαμβάνει το 114% του ΑΕΠ. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης δεν πρέπει να ένιωθε πολύ διαφορετικά όταν έβλεπε Πρώσους, Αυστριακούς και Αγγλους να τον περικυκλώνουν στο Βατερλό.

Ο Μακρόν βρέθηκε από την αρχή της θητείας του να αναμετράται με ένα φάντασμα που κατατρέχει τη Γαλλία μεταπολεμικά. Πρόκειται για την ιδέα ότι η Γαλλία μπορεί (ή είναι το πεπρωμένο της) να κυριαρχήσει πολιτικά στην Ευρώπη και με τον τρόπο αυτόν να χειραγωγήσει τη γερμανική οικονομική ισχύ, να τη στρέψει σε όφελός της και τελικά να διασφαλίσει έτσι τη δική της ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ. Αυτό το σχέδιο ξεκινά από την εποχή του Ντε Γκολ και του Ζισκάρ και αποτυγχάνει σταθερά, ενίοτε και με εντυπωσιακό τρόπο.

Ο Μακρόν θέλησε να επαναφέρει αυτό το παλιό «γαλλικό όνειρο», που είχε συντριπτικά υποχωρήσει στον 21ο αιώνα. Το 2017, ωστόσο, η γερμανική μονοκρατορία είχε φθαρεί από την ένταση των πολιτικών της κρίσης, η Ανγκελα Μέρκελ, που αποτελούσε τη μητρική φιγούρα της ΕΕ επί χρόνια, ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, η πρώτη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έβαζε στους Ευρωπαίους την υποχρέωση να αναθεωρήσουν μέρος των πολιτικών τους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία φάνταζε μια θρυαλλίδα για τη μεγάλη επιστροφή της Γαλλίας. Η διακοπή εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία μείωνε τη γερμανική οικονομική ισχύ, ενώ η εκλογή του υποτονικού Σουλτς μετέτρεπε τον Μακρόν, προσωρινά, στη βασική ηγετική φιγούρα της Ευρώπης.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εκλογή Τραμπ υπήρξε το κρίσιμο σημείο ανατροπής του σχεδιασμού του Μακρόν. Αλλά αυτό είναι απλοϊκό. Η Γαλλία είχε εισέλθει σε κρίση χρέους πριν από την εκλογή Τραμπ και αυτό θα ήταν ακόμα πιο φανερό εάν η τεράστια αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών δεν είχε εξαιρεθεί από τα δημοσιονομικά όρια. Στην πραγματικότητα, η πολιτική του Μακρόν απέτυχε, αφενός γιατί υποτίμησε τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν είναι πρωταγωνίστρια των διεθνών εξελίξεων, και αφετέρου επειδή υποτίμησε την ανοχή που θα έδειχνε η γαλλική κοινωνία στις φιλελεύθερες πολιτικές, στις οποίες είναι παραδοσιακά αλλεργική.

Μείωση φόρων για τις επιχειρήσεις, τα μερίσματα και τη μεγάλη περιουσία, μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας με ενίσχυση της μαθητείας, μείωση των επιδομάτων ανεργίας ως κίνητρο για επιστροφή στην εργασία: δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η πολιτική καριέρα του Μακρόν ξεκίνησε από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Ομως τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά φτωχά. Χωρίς δυναμική παρουσία στις νέες τεχνολογίες και στην οικονομία της πλατφόρμας, η γαλλική οικονομία ακολούθησε αυτό που αρκετοί φοβούνται ότι είναι η μοίρα και της ευρωπαϊκής: μια γερασμένη παραγωγή που βαίνει μειούμενη και παράγει ανισότητες χωρίς να παράγει πλούτο.

Ακόμα κι αν ο Μακρόν αντιμετωπίσει με επιτυχία το τέρας του χρέους και αυτή την ύστατη συστημική κρίση που τον απειλεί, ο μακρονισμός ως κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα στην Ευρώπη μοιάζει να έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ήττα. Δεν είναι αναγκαστικό ότι αυτή η ήττα θα αποτυπωθεί άμεσα και ως ήττα στις εκλογές: η Αριστερά στη Γαλλία, μετά από μια ευκαιριακή ένωση, είναι βαθιά διχασμένη ανάμεσα στη ριζοσπαστική πτέρυγα του Μελανσόν και τη συντηρητική του Γκλικσμάν. Και η Ακροδεξιά έχει ακόμα –ευτυχώς– αρκετές αντιπάθειες, ώστε οποιοσδήποτε αντίπαλός της να μπορεί να συσπειρώσει αρκετό κόσμο για να τη νικήσει.

Ακόμα όμως και αν επιβιώσει ως εκλογικό ρεύμα, ο μακρονισμός θα πρέπει να βρει έναν τρόπο που να διασφαλίζει κοινωνική συνοχή και οικονομική ευημερία. Αυτό αποτελεί ένα δύσκολο στοίχημα, και για όσους πολιτεύτηκαν με οδηγό τον μακρονισμό αυτά τα χρόνια, και –κυρίως– για την Ευρώπη.  Αν η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της κινδυνεύει να μπει σε επιτήρηση από το ΔΝΤ, σημαίνει ότι κάτι δεν πήγε πολύ καλά με τις πολιτικές της τις τελευταίες δεκαετίες.

Exit mobile version