Θα γινόταν τόσος λόγος για τον Λεξ αν δεν γέμιζε σε μια μέρα τον χώρο έξω από το ΟΑΚΑ; Ρητορικό το ερώτημα αλλά καθοριστικό για την όποια ερμηνεία του φαινομένου του, μιας και είναι λογικό να βρίσκεται σε συνάρτηση με τη δυναμική του να γεμίζει στάδια. Και δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που το καταφέρνει ξεκινά μια συζήτηση γύρω από το όνομα του, η οποία καταντά σχεδόν εμμονική και περιλαμβάνει απόψεις που ξεκινούν από την αυστηρή κριτική και φτάνουν στην απόλυτη αποθέωση.
Είναι πάντα προσφιλές για τον μέσο αποδέκτη το να επιδίδεται σε συζητήσεις επί συζητήσεων για να εξηγήσει την επιρροή ενός καλλιτέχνη στο κοινό, να βρει τις συνισταμένες που καθιστούν τόσο ακαταμάχητο το γκελ του. Σε μια μουσική βιομηχανία που κινείται μονοκόμματα στην τροχιά της διαδικτυακής πλατφόρμας και όπου η δημοφιλία περνάει μέσα από τους κανόνες της ανακύκλωσης της πληροφορίας, ένας Λεξ θεωρείται ως το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα επιτυχίας καλλιτέχνη νέας κοπής που κατάφερε να κατακτήσει την αίθουσα του μουσικού θρόνου, χωρίς τη στήριξη των παραδοσιακών πρακτικών και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό, βέβαια, με την έννοια ότι η φήμη του συγκεκριμένου προσώπου περνάει πλέον μέσα από όλα τα μέσα ενημέρωσης, κυρίαρχα και μη. Είναι και ο λόγος που η δημοτικότητα του εκτοξεύτηκε ακόμα περισσότερο και πολλαπλασιάστηκε η δυναμική του. Όταν όλοι θέλουν να πούνε κάτι και να σχολιάσουν για σένα, όπως συμβαίνει τώρα με τον Λεξ, έχεις περάσει στη τροχιά μιας mainstream, ας το πω έτσι, δημοφιλίας.
Εκεί βρίσκει πάτημα και η δυσπιστία απέναντι στο έργο του, η οποία περιστρέφεται γύρω από την αξία του και το κατά πόσο είναι ή όχι υπερτιμημένη. Αντι-ποιητής και τραγουδοποιός με λογοτεχνικό υπόβαθρο ή ένας τράπερ, αλλά πιο λουστραρισμένος, όπως είπε η Λένα Πλάτωνος ερωτώμενη και αυτή για τον Λεξ. Μας εξυψώνει η τέχνη του ή απλώς χαϊδεύει τα αυτιά μας σαν φερέφωνο της αμφιθυμίας και του θυμού μας; Μήπως είναι απλώς ένα μεγάφωνο του συλλογικού μας τραύματος που μας αρέσει να το ακούμε γιατί μας επιβεβαιώνει;
Οι συγκρίσεις με παλαιότερους είναι αναπόφευκτες, αλλά ως ένα βαθμό άτοπες. Οι λόγοι που ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Γιώργος Νταλάρας γέμισαν κάποτε το ίδιο στάδιο ανήκουν σε μια άλλη εποχή με πολύ διαφορετικά δεδομένα. Το ίδιο και ο τρόπος που οι παλαιότεροι δημοφιλείς μουσικοί εξέφρασαν τους προβληματισμούς και τις δυσκολίες της τότε κοινωνίας. Το έργο τους δημιουργήθηκε για έναν άλλο κόσμο και αυτόν κατέκτησε κυρίως. Το ότι διένυσε με επιτυχία τον χρόνο και το εκτιμούμε ακόμα, δεν σημαίνει ότι ταυτιζόμαστε πάντα μ’ αυτό.
Σε μια κοινωνία πολυκρίσεων, εσωτερικού μπερδέματος και ψυχικής κατάρρευσης, ο τρόπος που ταυτίζεσαι με τους καλλιτέχνες διαφέρει. Οι γενιές που μεγαλώνουν στο πλαίσιο του κοινωνικού αδιεξόδου, με την αίσθηση ότι είναι πιόνια, αδύναμοι κρίκοι μιας αλυσίδας που καθορίζει τη ζωή με τρόπο που δεν περνάει από τον έλεγχό μας, είναι λογικό να ταυτίζονται με τον λόγο του Λεξ, ο οποίος λειτουργεί καταγγελτικά για όσα μας περιβάλλουν, αλλά το κάνει με μια ποιητική χροιά. Δηλαδή λειτουργεί επιβεβαιωτικά πάνω σου ώστε να ταυτίζεσαι αλλά ταυτόχρονα, σε συγκινεί.
Η τέχνη του Λεξ είναι ένα χρονικογράφημα σε ραπ έκδοση. Προκύπτει για το τώρα και μένει στο τώρα. Περιγράφει και καθρεφτίζει. Η αξία του γεννιέται μέσα από την εύστοχη απόδοση, μέσω ρίμας, εικόνων, συναισθημάτων και ψυχογραφημάτων της σύγχρονης εποχής. Σίγουρα λειτουργεί ανακουφιστικά σαν άκουσμα, με την έννοια ότι ο ακροατής ακούει ό, τι ζει και αισθάνεται ότι βρίσκει συνοδοιπόρους στο αδιέξοδο και δύσθυμο μονοπάτι που τραβάει.
Σε μια εποχή αποσύνδεσης από την ουσιαστική επικοινωνία, δεν είναι καθόλου παράξενο να αναζητάς ένα μουσικό μεγάφωνο που θα αντηχεί όσα κουβαλάς στην ψυχή και στο μυαλό σου και που μέσα από την έντασή του, αισθάνεσαι ότι ενώνει τη φωνή σου με των άλλων. Αυτό που θέλεις είναι να νιώσεις πιο ελαφρύς και λιγότερο μόνος, και το καταφέρνεις μιας γέφυρας που λέγεται Λεξ, που μοιάζει να κουβαλάει την υπαρξιακή σου αγωνία στους στίχους της.
Σε εξυψώνει, όμως, η τέχνη του; (για να επανέλθω στο ερώτημα των δύσπιστων). Μάλλον όχι. Το είδος της πνευματικότητας την οποία αναζητούν στον Λεξ, ο Λεξ δεν μπορεί να τη δώσει. Δίνει κάτι άλλο, ένα λεκτικό παυσίπονο του ψυχικού μας τραύματος, και το δίνει με υψηλότερες καλλιτεχνικές ποιότητες σε σχέση με το είδος μουσικής που υπηρετεί. Σε τριάντα χρόνια, όμως, ένας άλλος αντι-ποιητής θα πάρει τη θέση του το πιθανότερο, για να μιλήσει για τα αδιέξοδα της εποχής του. Και οι σύγχρονοί του θα ταυτιστούν με τον λόγο του και ίσως γεμίσουν και πάλι τον χώρο του ΟΑΚΑ σε μια μέρα.
