Από τα είκοσι επτά φορέματα που πήρε μαζί της στη Βενετία, για τον γάμο της, η Λόρεν Σάντσεζ επέλεξε στο πρώτο πάρτι να φορέσει μια vintage δημιουργία του μακαρίτη Αλεξάντερ ΜακΚουίν. Ενα απίστευτο φόρεμα, που αποκλείεται να μη ζηλέψεις, αν έχεις έστω και στοιχειώδη επαφή με τη μόδα και το στιλ. Εξίσου αξιοζήλευτα ήταν τα γυμνασμένα μπράτσα της κυρίας Σάντσεζ, η οποία έχει κλείσει τα 55, για το δε μπούστο δεν το συζητώ καν· μπράβο στον πλαστικό της.
Ο οποίος πλαστικός έχει «κεντήσει» και στο πρόσωπό της. Το μόνο που ίσως προδίδει κάπως την ηλικία της είναι τα χέρια της (δεν φτιάχνονται εύκολα τα άτιμα), τα οποία, όμως, δεν πρόσεξε κανείς, καθώς έκλεβε την παράσταση το 30 καρατίων δαχτυλίδι του αρραβώνα της. Ολα τα παραπάνω ήταν ευγενική χορηγία του γαμπρού, Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή και ιδιοκτήτη της Amazon.
Με περιουσία που υπερβαίνει τα 220 δισεκατομμύρια, ο κύριος Μπέζος είναι σταθερά στην πρώτη τριάδα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, ενώ το διαζύγιό του από την πρώτη του σύζυγο οδήγησε σε έναν μνημειώδη διακανονισμό, αφήνοντάς του όμως αρκετά λεφτά για να κάνει την κυρία Σάντσεζ ευτυχισμένη και όλους εμάς να φρίττουμε με τις υπερβολές του.
Δύσκολα θυμάμαι άνθρωπο να έχει φάει τόσο μπούλινγκ όσο τρώει, σταθερά, η κυρία Σάντσεζ. Μέχρι και οι New York Times την αποκάλεσαν «φτηνιάρα» και «κακόγουστη». Τα σόσιαλ είναι γεμάτα παραμορφωμένες, «αστείες» φωτογραφίες της, ή με κείμενα και λεζάντες στα οποία αποκαλείται «μπίμπο», «βίζιτα του Μπέζος» και διάφορα άλλα, ακόμη λιγότερο ευγενικά.
Παρόμοια σχόλια γίνονταν και πέρυσι, όταν παντρεύτηκαν, σε μια ανάλογα εξωφρενική τελετή, ο Ανάντ Αμπανί και η Ραντίκα Μέρτσαντ, στη Βομβάη της Ινδίας. Ο γάμος τους κόστισε 600 εκατ. δολάρια και το γεγονός ότι έγινε σε μια χώρα που πλήττεται από βαθύτατες οικονομικές ανισότητες, δεν βοήθησε πολύ να γίνουν συμπαθείς.
Δεν ήταν ο πιο ακριβός γάμος της ιστορίας. Το 2016, ο Σαΐντ Γκουτσέριεφ παντρεύτηκε στη Μόσχα την Καντίγια Ουζάκοβα και ο γάμος τους κόστισε ένα δισ. δολάρια. Αυτούς δεν τους έχουμε κράξει επαρκώς, απλώς διότι δεν τους ξέρουμε στην «από ’δώ» πλευρά του κόσμου.
Προσωπικά δεν βρίσκω καθόλου «φτηνιάρα» την κυρία Σάντσεζ. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα, στην αισθητική δηλαδή. Είναι υποκριτική αυτή η οπτική.
Η «κριτική» που της ασκείται, μου θυμίζει πολύ την αντίστοιχη που γινόταν πάντα στα καθ’ ημάς προς τη Γιάννα Αγγελοπούλου. Η ίδια ήταν, επίσης, «κακόγουστη», «πλαστική», «υπερβολική» κ.λπ., ενώ η Μαριάννα Λάτση, για παράδειγμα, ήταν πάντα «υπόδειγμα αισθητικής», «μετρημένη», «κυρία» κ.ο.κ.
Οι βασικές διαφορές τους, στην πραγματικότητα, ήταν δύο: πρώτον, η κυρία Αγγελοπούλου παντρεύτηκε τα χρήματά της, ενώ η κυρία Λάτση τα κληρονόμησε, γεγονός που στα μάτια πολλών την κάνει πιο legit υπερπλούσια. Δεύτερον, η κυρία Λάτση υπήρξε, όντως, λιγότερο «φανταχτερή», άλλο εάν πίσω από κλειστές πόρτες ο τρόπος ζωής της είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, πολυτελής και σπάταλος.
Αυτό συμβαίνει συχνά με το «παλαιό χρήμα». Οι πλούσιοι αυτής της κατηγορίας δεν «φωνάζουν» ότι έχουν λεφτά, όχι από ευαισθησία προς το κοινό αίσθημα, αλλά επειδή έχουν μάθει να το απολαμβάνουν –εν μέρει και από φόβο– «κεκλεισμένων των θυρών», σε επαύλεις, παλάτια, ιδιωτικές λέσχες και ιδιόκτητα νησιά. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ίδιο με τους λεγόμενους «νεόπλουτους», απλώς η πρόκληση είναι μικρότερη.
Διότι το «κοινό αίσθημα» το προκαλούν αυτά που βλέπουμε και όχι αυτά που συμβαίνουν. Σαν το δέντρο, στο δάσος, που αν πέσει και δεν το δει κανείς, είναι σαν να μην έπεσε ποτέ. Επεσε, όμως.
Το «κοινό αίσθημα» δεν προκαλείται από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος –ο κύριος Μπέζος, εν προκειμένω– έχει 220 δισ. δολάρια προσωπική περιουσία και είναι πλουσιότερος από συνολικά 56 από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Πενήντα έξι!
Αυτή η αναλογία αποτυπώνει με δραματικό τρόπο την οικονομική ανισότητα στον πλανήτη και δεν θα εξαφανιστεί ως διά μαγείας εάν η κυρία Σάντσεζ παντρευτεί στην καφετέρια της γειτονιάς της. Συνεπώς, το να τη χλευάζουμε ολημερίς στα σόσιαλ, μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε κάπως καλύτερα, αλλά δεν αποσκοπεί πουθενά.
«Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο πέρα (από τη Βενετία, όπου γίνεται ο γάμος), πέφτουν βόμβες και πύραυλοι», γράφουν οι New York Times. Ισχύει. Πάντα κάπου στον πλανήτη πέφτουν βόμβες και πύραυλοι και πάντα στον πλανήτη κάποιοι πεθαίνουν από την πείνα· στο Σουδάν, πάνω από 25 εκατομμύρια άνθρωποι τελούν, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, σε κατάσταση σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας, με τουλάχιστον πέντε περιοχές υπό κατάσταση λιμού και άλλες 17 σε άμεσο κίνδυνο.
Το ερώτημα δεν είναι εάν θα έπρεπε ο Μπέζος να είναι λιγότερο «επιδεικτικός» με τον πλούτο του, αλλά εάν θα μπορούσαν τα λεφτά του να τους σώσουν. Οπως και τα λεφτά του Μασκ και του Ζάκερμπεργκ. Ο Γκέιτς είναι άλλη κατηγορία, διότι κάτι παλεύει να σώσει.
Απαιτούμε, λοιπόν, από τον «Χ» δισεκατομμυριούχο να έχει ενσυναίσθηση και συναίσθηση. Να μην «προκαλεί». Οι πιθανότητες ένας δισεκατομμυριούχος να είναι όρθιο βόδι και να μη δίνει δεκάρα για τα «παιδάκια που πεθαίνουν» και για το «κοινό αισθημα» είναι τεράστιες, όμως. Πολύ μεγαλύτερες από το μέσο όρο του γενικού πληθυσμού. Αλλιώς δεν θα ήταν δισεκατομμυριούχος.
Είναι καλό που η «φτηνιάρα» κυρία Σάντσεζ και ο μεσήλιξ, σε κρίση ηλικίας, σύντοφός της, κάνουν αυτά που κάνουν στη Βενετία. Είναι υπενθύμιση: Το δέντρο πέφτει, ακόμη κι αν δεν το βλέπουμε. Ο πλανήτης «κόβεται στα δύο» όλο και περισσότερο.
Κάποτε το δέντρο θα πέσει επάνω μας και το «άλλο μισό» του πλανήτη θα μας κατασπαράξει ζωντανούς. Από πείνα, αν μη τι άλλο.
