Απόψεις

Νέα διακυβεύματα στον δρόμο προς τις εκλογές

Το πολιτικό σκηνικό μοιάζει με κινούμενη άμμο, οι εκπλήξεις και η αβεβαιότητα κυριαρχούν. Απαιτούνται τάχιστα αντανακλαστικά, άμεση χάραξη νέων αφηγημάτων, αλλαγή του τετριμμένου τρόπου σκέψης. Υπάρχει κάποιος ικανός για την υπέρβαση; Αν όχι, όλοι οι συμμετέχοντες στο πολιτικό παίγνιο θα πρέπει να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι στη φύση δεν αρέσουν τα κενά
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Δυστυχώς, η μαύρη 28η Φεβρουαρίου ήρθε να ταράξει τα στάσιμα νερά της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Μέχρι την αποφράδα ημέρα, τα κόμματα κινούνταν στην πεπατημένη, ακονίζοντας κατά το συνήθη τρόπο τα μαχαίρια τους, εν αναμονή της επίσημης προκήρυξης των εθνικών εκλογών.

Η Νέα Δημοκρατία έψαχνε τον δρόμο για την αυτοδυναμία, με βαρύ χαρτί το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, γενικώς, στη διακυβέρνηση. Και επί του πεδίου παραδείγματα: τη διαχείριση της πανδημίας, τη μερική ψηφιοποίηση του κράτους, την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής σε στεριά και θάλασσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αγκομαχούσε να δημιουργήσει συνθήκες και, κυρίως, αίσθημα ανατροπής. Με αιχμή του δόρατος τα ζητήματα θεσμών και δημοκρατίας, σε μια ατζέντα με ευθείες αναφορές στη δεκαετία του 1960. «Δικαιοσύνη παντού», ήταν το κεντρικό σύνθημα και κορωνίδα η υπόθεση των υποκλοπών.

Και ύστερα εμφανίστηκε ο θάνατος που τρομοκράτησε και εξόργισε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Και μαζί του ανέβηκαν ξανά στην επιφάνεια οι χρόνιες παθογένειες και η πολυεπίπεδη κακοδαιμονία της χώρας. Το δυστύχημα ξεσκέπασε τις εγγενείς αδυναμίες της Ελλάδας. Τη διαχρονικά ανεπαρκέστατη διαχείριση των υποδομών από το κράτος. Την αέναη σύγκρουση επιχειρηματικών συμφερόντων, με το κράτος να αδυνατεί να παίξει ακόμα και τον ρόλο του διαιτητή. Τη διαρκή αδυναμία των ιθυνόντων να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον. Τη συνολικότερη αναποτελεσματικότητα των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων να βάλουν τα πράγματα σε μια στοιχειώδη τάξη.

Κι έτσι, καθώς σε περίπου δύο μήνες έρχονται εκλογές, το πολιτικό σύστημα καλείται να απαντήσει σε νέες, αλλά ταυτοχρόνως τόσο παλιές ερωτήσεις, οι οποίες όμως έως πρότινος ήταν εκτός των επιτελικών ραντάρ. Η πρώτη εξ αυτών είναι ποιος και, κυρίως, πώς θα αποτινάξει το μεγάλο φάντασμα του φαύλου παρελθόντος, που πλανάται πάνω από την Ελλάδα; Οπως αποδείχθηκε στα Τέμπη, και κατά γενική ομολογία πλέον, έως τώρα αυτό δεν το πέτυχε κανείς.

Η μεταρρύθμιση, λοιπόν, γίνεται πάλι το βασικό διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών. Θεωρητικά, το πεδίο αυτό θα ήταν προνομιακό για την παρούσα κυβέρνηση και δη για το πρωθυπουργικό επιτελείο. Αυτό ήταν το προϊόν, μαζί με την αποτελεσματικότητα που πουλούσε με σχετική επιτυχία το Μέγαρο Μαξίμου. Βέβαια, από ένα σημείο και μετά, το εν λόγω αφήγημα άρχισε να δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα. Με τη σύγκρουση των τρένων να είναι εν δυνάμει χτύπημα νοκ-άουτ.

Ο Μητσοτάκης, όμως, θα κάνει χρήση του μεταρρυθμιστικού προφίλ του. Ο προεκλογικός λόγος του θα επικεντρωθεί στις αντίστοιχες πρωτοβουλίες της τετραετίας και ο ίδιος θα αναδείξει τις οπισθοδρομικές αδυναμίες του αντιπάλου του και θα διακηρύξει νέες βαθιές τομές. Γνωρίζοντας ότι αυτά δεν θα απαλύνουν τον πόνο, ούτε πρόκειται να σβήσουν την οργή, ελπίζοντας όμως ότι οι ψηφοφόροι θα εκτιμήσουν τις προθέσεις του. Το πράγμα, όμως, πάει πλέον σε επίπεδο προθέσεων, με κίνδυνο να χαθεί το αποτύπωμα των πράξεων.

Αν πάντως η αποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση παραμένει έστω ένα από τα ερωτήματα που θα κρίνουν την έκβαση των εκλογών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι υστερεί. Πέραν του δυστυχήματος, ο κόσμος συνεχίζει να εξελίσσεται ραγδαία, να είναι ευμετάβλητος κι απρόβλεπτος. Η συγκυρία απαιτεί γρήγορες αποφάσεις, τεχνοκρατική αντίληψη, υψηλή εξειδίκευση. Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, και σε αυτά υστερεί. Και ο Αλέξης Τσίπρας το γνωρίζει αυτό καλά. Το θέμα είναι ότι μετά τα Τέμπη, στον συγκεκριμένο τομέα φαίνεται να υστερεί και η Νέα Δημοκρατία. Λιγότερο, αλλά υστερεί, καθώς αποδεικνύεται ότι δεν αρκεί το επιτελικό κράτος για την ανατροπή των κατεστημένων αντιλήψεων.

Το δεύτερο προεκλογικό επίδικο θα είναι η διαχείριση της οργής και δη της νεολαιίστικης οργής, η οποία μπορεί να ξέσπασε με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη, αλλά έχει βαθύτερα αίτια. Είναι η έλλειψη προοπτικής για την πλειοψηφία της νεολαίας. Είναι η υποαπασχόληση, που επί της ουσίας οδηγεί στην υποβάθμιση του δημοκρατικού δικαιώματος στην εργασία. Είναι η οικονομική δυσχέρεια – αυτή, βεβαίως, ανεξαρτήτως ηλικίας. Είναι η αναπαραγωγή ενός εκπαιδευτικού συστήματος που γεννά αφειδώς πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Είναι, τέλος, η αδυναμία ενός κράτους αξίας 80 δισ. ευρώ να παρέχει ασφάλεια στα παιδιά του, ακόμα και πάνω στις ράγες που ενώνουν τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας.

Για να διορθωθούν αυτά δεν αρκούν ούτε χίλιες συγγνώμες, ούτε άλλες τόσες προεκλογικές υποσχέσεις. Η πολιτική τάξη, με στόχο να προσελκύσει την ψήφο τους, θα προσπαθήσει να εμφυσήσει ελπίδα στους νέους. Είναι φανερό ότι σε αυτή τη διαδικασία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το πάνω χέρι – το είχε και πριν από το ατύχημα, με τη Νέα Δημοκρατία να βρίσκεται πολύ μακριά από τις ηλικίες κάτω των 30. Παρ’ όλα αυτά, η φανερή προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να εγκολπωθεί το κίνημα που ξεπηδά μετά τα Τέμπη μπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι νέοι δεν χρειάζονται κηδεμόνα. Χρειάζονται ένα στιβαρό όραμα για το μέλλον τους, με πραγματικές εργασιακές ευκαιρίες, με μισθούς ικανούς να στηρίξουν τη δημιουργία οικογένειας, και όχι απλώς με έμφαση σε αυτό που αποκαλείται αξιοπρεπής διαβίωση. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καλύψει, έστω στοιχειωδώς, αυτά τα αιτήματα.

Οσο περνούν οι μέρες και πληθαίνουν οι πληροφορίες από τα Τέμπη, τόσο ξεδιπλώνονται οι πλέον χυδαίες και παλαιόθεν ριζωμένες αντιλήψεις που επικρατούν σε τμήμα του ελληνικού Δημοσίου. Ωχαδερφισμός, αντιεπαγγελματισμός κι εν τέλει άγνοια κινδύνου. Είναι κάποιο ή κάποια από τα κόμματα –εκ φύσεως συνδεδεμένα με τον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο– διατεθειμένα να φτάσουν στη ρίζα του κακού; Να ανατρέψουν αυτή την άρρωστη νοοτροπία; Να αξιολογήσουν πραγματικά, να αναδιατάξουν με συγκεκριμένο πλάνο και αν χρειαστεί, να τιμωρήσουν; Αν κάποιος ανατρέξει στη σύγχρονη Ιστορία της χώρας, μάλλον θα απογοητευτεί.

Στις εκλογές, όταν βρίσκεις ποιο είναι το βασικό ερώτημα που θέτει η κοινωνία, συνήθως βρίσκεις και την απάντηση – το ποιος δηλαδή θα βγει νικητής από την κάλπη. Σήμερα, όμως, η κατάσταση μοιάζει πολύ μπλεγμένη και τα κόμματα, και δη τα μεγάλα, βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Το πολιτικό σκηνικό μοιάζει με κινούμενη άμμο, οι εκπλήξεις και η αβεβαιότητα κυριαρχούν. Απαιτούνται τάχιστα αντανακλαστικά, άμεση χάραξη νέων αφηγημάτων, αλλαγή του τετριμμένου τρόπου σκέψης. Υπάρχει κάποιος ικανός για την υπέρβαση; Αν όχι, όλοι οι συμμετέχοντες στο πολιτικό παίγνιο θα πρέπει να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι στη φύση δεν αρέσουν τα κενά. Σπεύδει άμεσα να τα καλύψει. Εχει συμβεί πάμπολλες φορές στο παρελθόν κι έτσι θα γίνει και στο μέλλον.