Απόψεις

Μοναξιά νέας γενιάς

Μόλις και τα τελευταία έλατα αποθηκευθούν στο πατάρι ή εγκαταλειφθούν στο πεζοδρόμιο, εκείνη θα βγει ξανά από την κρυψώνα της. Γιατί εδώ και τρία χρόνια μάς έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση
Λένα Παπαδημητρίου

Μια νεαρή μαμά μού έλεγε τις προάλλες το σοκ που έπαθε η μικρή της κόρη όταν πρωτοαντίκρισε την Αθήνα μετά τη λήξη των lockdown. «Ηταν μόλις ενός έτους όταν ξέσπασε η πανδημία και όταν βγαίναμε βόλτα είχε συνηθίσει να έχει την πόλη όλη δικιά της. Οταν είδε κόσμο στους δρόμους, της κακοφάνηκε. Φώναξε: “Τι είναι όλοι αυτοί εδώ;”».

Νομίζω πώς τίποτα από όσα έχω ακούσει μέχρι σήμερα δεν συμπυκνώνει καλύτερα την ουσία της νέας γενιάς μοναξιάς. Ας μη μας εξαπατά η γλυκιά επήρεια των πρώτων ημερών της χρονιάς. Είναι σχεδόν νομοτελειακό. Μόλις τα τελευταία έλατα αποθηκευθούν στο πατάρι (ή εγκαταλειφθούν στο πεζοδρόμιο) και κοπάσει ο κονιορτός από το εκδικητικό ξεσάλωμα των φετινών γιορτών, θα εφορμήσει από την κρυψώνα της.

Αν είσαι παρατηρητικός, θα τη δεις παντού. Στη χαρά που σου χαρίζουν πλέον ακόμα και οι ολιγόλεπτες συνομιλίες με τους «ξένους» της καθημερινότητάς σου, π.χ. με τον μπαρίστα ή την ταμία του σουπερμάρκετ. Στους εφήβους-φαντάσματα με τα ακουστικά στον δρόμο. Στα εμμονικά R.I.P. για τους πεθαμένους celebrities. Στη συχνά απόλυτη εξάρτηση από τα δυστυχή ζώα συντροφιάς. Στην αυξανόμενη αμφιθυμία όσων δουλεύουν από το σπίτι (ΟΚ, γλιτώνεις τη βενζίνη, την υποπαραλλαγή Κraken και τον σαδισμό του προϊσταμένου, αλλά και τι δεν θα΄δινες κάποιες στιγμές για λίγο από το κους-κους και τα χονδροειδή αστεία με τους σάρκινους συναδέλφους) .

Τη βλέπεις ακόμα και στις συμβουλές από τους ειδικούς για ένα καλύτερο 2023, π.χ. «Mιλήστε με κάποιον δικό σας οκτώ λεπτά στο τηλέφωνο την ημέρα» (από τους New York Times). Στους πολλούς νεαρούς ενήλικες που έχουν εθιστεί πλέον να μένουν στο σπίτι. Στο πώς ονειρεύεσαι όλη μέρα την ώρα που θα κουρνιάσεις το βράδυ ολομόναχος στον καναπέ με την κουβέρτα και το τάμπλετ για να καταδυθείς  στη δακρύβρεχτη saga των αποσυναγώγων του Μπάκιγχαμ («Ηarry and Meghan»). Πόση μοναξιά, αλήθεια!

Μάθαμε να είμαστε μόνοι

Οπως γράφει ο αγαπημένος μου καθηγητής του Χάρβαρντ, Αρθουρ Μπρουκς, στο άρθρο του «Ηοw we learned to be lonely («Πώς μάθαμε να είμαστε μόνοι») στο «Αtlantic», φτάσαμε να  τη συνηθίσoυμε στη διάρκεια των lockdown και τώρα μας έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση.

«Οπως αναδεικνύουν οι πρόσφατες έρευνες», υπογραμμίζει ο Μπρουκς, «αντί να προσεγγίζουμε ο ένας τον άλλον, βρισκόμαστε στο μέσο μιας μακρόχρονης κρίσης καθ΄έξιν μοναξιάς, στη διάρκεια της οποίας σχέσεις είτε διερράγησαν είτε δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Πολλοί άνθρωποι –ίσως και εσείς– περιπλανώνται ακόμη μόνοι τους, χωρίς τη συντροφιά των φίλων και αγαπημένων τους, που θα τους βοηθούσαν να ξανακτίσουν τη ζωή τους».

Και στο παλιό normal

Οχι ότι πριν την πανδημία, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και πριν όλοι μιλούσαν για «πανδημία μοναξιάς», για «το Νο1 πρόβλημα  δημόσιας υγείας» ενώ η Βρετανία είχε ήδη αποκτήσει τον πρώτο Υπουργό Μοναξιάς (κάτι τόσο «κριντζ» που  ακούγεται  κατάλληλο μόνο για οργουελικό μυθιστόρημα).

Ηδη από το 2019, η Ελλάδα είχε αναδειχθεί εκ των πρωταθλητών στην Ευρώπη (τόσο όσον αφορά το υποκειμενικό αίσθημα μοναξιάς όσο και την αντικειμενική κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης), σύμφωνα με έρευνα του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ενα 10% των Ελλήνων ένιωθαν συχνά μόνοι, ενώ ένα 43% συναντιούνταν με την οικογένεια ή τους φίλους τους το πολύ μία φορά τον μήνα. Χειρότερα, παρακαλώ, από τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και τους Σουηδούς (τέρμα δηλαδή και ο κραταιός μύθος του μεσογειακού party animal).

Το τέλειο πείραμα

Από το 2019, όμως, η νέα ατομικότητα συνάντησε τη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση του αιώνα και «μπουμ». Σα να μην έφταναν όλα τα άλλα (τα σόσιαλ μίντια, η βαρεμάρα, η άπειρη δουλειά, η αναβλητικότητα, τα οικονομικά, το γενικότερο υπαρξιακό σούρσιμο), το «μαζί» μπολιάστηκε τώρα και με φόβο.

Και όμως, η ίδια η καραντίνα ήταν το καλύτερο μάθημα για τις επιπτώσεις της μοναξιάς (γιατί και το καταναγκαστικό στριμωξίδι στο σπίτι με οικείους εμπεριείχε τόνους ψυχικής… ερημίας). Από τις πιο εντυπωσιακές, θεωρώ, παρανέργειες ήταν η διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

«Ξυπνάω το πρωί και βρίσκομαι σε μια μόνιμη θολούρα» μου είχε  πει το 2020 ένας μεσήλικας που έτυχε να μείνει στο σπίτι ολομόναχος: «Οι οθόνες μπλέκονται με τα όνειρα, δεν ξέρεις πια τι είναι είναι αληθινό και τι είναι βίντεο, ταινία ή μήνυμα σε κάποιο chat. Οταν δεν βλέπεις όλη μέρα άλλα πρόσωπα, λείπει πλέον το ενεργειακό κομμάτι της φυσικής παρουσίας που σε βοηθά να ξεχωρίσεις τι είναι οθόνη και τι πραγματκότητα».

Ομως, το λέει και ο Αρθουρ Μπρουκς, υπάρχει ελπίδα. Είναι και αυτή μια χαμένη δεξιότητα στην οποία πρέπει να επανεκπαιδευτούμε. Είναι όπως όταν έχεις πολύ καιρό να πας στο γυμναστήριο και ενώ ξέρεις ότι θα σε «ανεβάσει», βαριέσαι ακόμα και να βγάλεις το λύκρα κολάν από το συρτάρι.

Θέλει βέβαια εξάσκηση. Είναι σημαντικό όταν νιώθεις ότι θέλεις να κλειστείς πάλι στο κουκούλι σου (η φυσική πλέον τάση του homo pandemicus), να σηκώνεις το τηλέφωνο, να ανοίγεις την πόρτα, να αποδέχεσαι και (επιτέλους!) να κάνεις την πρόσκληση.