Μετά τον ελληνικό χάρτη, τι; Ορια και αφετηρία διαπραγμάτευσης
Μετά τον ελληνικό χάρτη, τι; Ορια και αφετηρία διαπραγμάτευσης
Με τη διεθνοποίηση των θέσεών της στα ζητήματα οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, δια της κατάθεσης του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, η Αθήνα κοινοποιεί για πρώτη φορά επισήμως τα δυνητικά απώτατα όρια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην ευρύτερη περιοχή, ενώ στρεφόμενη προς την Αγκυρα υποδεικνύει την αφετηρία μιας πιθανής διμερούς διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, απαντώντας παραλλήλως στις τουρκικές αναθεωρητικές αιτιάσεις όπως αυτές αναπτύσσονται από το 1974 έως σήμερα.
Ο χάρτης, που αποτελεί πλέον ευρωπαϊκό κεκτημένο, αποτυπώνει τη λογική της ελληνικής πρωτεύουσας επί της μείζονος διαφοράς με την Τουρκία, καταγράφοντας μάλιστα τον μέγιστο δυνατό θαλάσσιο χώρο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο κατόπιν διακρατικής συμφωνίας ή προσφυγής στη διεθνή δικαιοδοσία. Τα ελληνικά νησιά, μεταξύ αυτών και το Καστελλόριζο, διαθέτουν πλήρη επήρεια, δηλαδή δικαίωμα σε ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα όπως άλλωστε προβλέπεται στο Δίκαιο της Θάλασσας σε περίπτωση νησιωτικών εδαφών όπου υπάρχει οικονομική ζωή, με τα δυνητικά όρια στις θαλάσσιες ζώνες να ακουμπούν στη μέση γραμμή, όπως αυτή νομοθετήθηκε το 2011. Η μέση γραμμή ισχύει έως ότου υπάρξει διμερής διευθέτηση μεταξύ των γειτονικών κρατών.
Στον χάρτη οριοθετούνται οι δύο συμφωνίες Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία και την Αίγυπτο, τις οποίες η Ελλάδα αναδεικνύει διεθνώς ως υποδείγματα σεβασμού τόσο των σχετικών προβλέψεων του Δικαίου της Θάλασσας όσο και των αρχών καλής γειτονίας, σε πλήρη αντίθεση με την πειρατική λογική που επιχειρεί να επιβάλει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο αγνοώντας τη διεθνή νομιμότητα, αλλά και τις έτερες συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των χωρών με γειτονικές ή παρακείμενες ακτές. Ειδικά η συμφωνία με την Αίγυπτο, καταχωρημένη πλέον σε χάρτη ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, αποτελεί έμπρακτη αμφισβήτηση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο πρέπει να υπενθυμιστεί ότι έχει κατατεθεί επισήμως στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών από την πλευρά της Άγκυρας.
Με την κατάθεση του Χωροταξικού Σχεδιασμού, οι γνωστές εδώ και δεκαετίες θέσεις της Αθήνας περί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν μένουν πια σε επίπεδο ρητορικής κυβερνητικών και άλλων στελεχών, αλλά αποκτούν επίσημη υπόσταση. Όπως λένε διπλωμάτες στην ελληνική πρωτεύουσα πρόκειται για «όσα έχει, αλλά και όσα θα διεκδικούσε η χώρα» σε περίπτωση διαπραγμάτευσης με τα γειτονικά κράτη. Σύμφωνα δε με πηγές κοντά στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών «μέχρι χθες μόνο η Τουρκία είχε ανοίξει τα χαρτιά της, με τις γνωστές μαξιμαλιστικές θέσεις της. Εμείς δεν είχαμε διεθνώς θέση. Πλέον υπάρχει μια ισότητα των “όπλων”».
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τοποθετηθεί και η επανειλημμένη αναφορά του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, αμέσως μετά την ανακοίνωση του Χωροταξικού, στην προοπτική έναρξης συζητήσεων με την Τουρκία με απώτερο στόχο την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή της διαφοράς οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο. Παρότι οι πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη είναι σχεδόν μηδενικές, το γεγονός ότι η Αθήνα επαναφέρει τώρα τη συγκεκριμένη πρόταση στο δημόσιο διάλογο, σχετίζεται άμεσα με την επισημοποίηση των θέσεων της. Αυτές οι θέσεις θα αποτελέσουν τη βάση της όποιας συζήτησης στο μέλλον. Οι ίδιες πηγές λένε στο Protagon ότι «η κατάθεση του χάρτη συνιστά συμβολή σε μια ειλικρινή συζήτηση. Από τη στιγμή που και οι δύο πλευρές αναφέρονται στο Διεθνές Δίκαιο (σσ: μόνιμη πρακτική της Τουρκίας σε κάθε διπλωματική διένεξη με την Ελλάδα, κατά το δοκούν όμως και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις), αλλά εμφανίζουν δύο παντελώς παράταιρους χάρτες, τότε η λύση είναι μία: διεθνής δικαιοδοσία».
Παρότι πράγματι το θεωρητικό πλαίσιο είναι αυτό που περιγράφεται, στην ουσία ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός φέρνει ξανά στην επιφάνεια τα πεπερασμένα όρια του ελληνοτουρκικού διαλόγου – τουλάχιστον του τμήματος που αφορά τη μείζονα διαφορά, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Το χάσμα μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας είναι τεράστιο, καθώς σύμφωνα με την προσέγγιση της Τουρκίας τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, η δε τουρκική υφαλοκρηπίδα τέμνει το Αιγαίο στη μέση, καθώς υπολογίζεται με βάση τις παρακείμενες ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
Συμπερασματικά, αν κάποιος πρέπει να κάνει περισσότερα πίσω βήματα ώστε να φτάσουμε σε ένα συνυποσχετικό για το Διεθνές Δικαστήριο αυτή είναι η Αγκυρα, αποδεχόμενη πριν απ’ όλα τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας ως το νομικό εργαλείο οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Μια τέτοια εξέλιξη ουσιαστικά θα οδηγούσε στην κατάρριψη σειράς μαξιμαλιστικών θέσεων της Τουρκίας, ενώ μια πιθανή προσφυγή στη διεθνή δικαιοδοσία θα έφερνε και την Ελλάδα ενώπιον συγκεκριμένων συμβιβασμών, επιβαλλόμενων δια της δικαστικής απόφασης, όσον αφορά τις δυνητικές θαλάσσιες ζώνες της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από την πλευρά της Αθήνας δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση του Χωροταξικού Σχεδιασμού, καθώς στις οριοθετημένες περιοχές θα είναι πλέον δυνατόν να αναπτυχθούν μια σειρά από δραστηριότητες όχι απλώς εθνικού, αλλά ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, που ξεκινούν από τα ελάσσονα, όπως είναι για παράδειγμα οι ιχθυοκαλλιέργειες και φθάνουν στα μείζονα όπως εξορύξεις και υπεράκτια αιολικά πάρκα. «Οι ζώνες αυτές δεν είναι μόνο ελληνικές, αλλά μετατρέπονται δυνάμει σε ευρωπαϊκά προστατευόμενες ζώνες», λένε υψηλόβαθμα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών με άριστη γνώση του κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου. «Το σημαντικότερο βέβαια είναι», προσθέτουν οι ίδιες πηγές, «ότι η ελληνική θαλάσσια δικαιοδοσία γίνεται ευρωπαϊκή, περιβάλλεται από την προστασία των ευρωπαϊκών συνθηκών και χρηματοδοτείται από τα κοινά κονδύλια».
Το βασικό ζήτημα που προκύπτει από εδώ και στο εξής είναι ότι η Αθήνα θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της στις οριοθετημένες περιοχές, προφανώς εκτός των χωρικών υδάτων 6 ναυτικών μιλίων, ώστε ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός να αποκτήσει έμπρακτο αντίκρισμα και να φέρει χειροπιαστό όφελος στους εμπλεκόμενους. Εκ των πραγμάτων τα βλέμματα όλων στρέφονται ξανά στο έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας- Κύπρου- Ισραήλ, το οποίο αποτελεί κατ’ εξοχήν παράδειγμα χρήσης, στην κατηγορία «Διασυνοριακές υποδομές κοινού ενδιαφέροντος», των προβλεπόμενων χωρικών ενοτήτων.
Και αν η Άγκυρα αντέδρασε αναλογικά στην κατάθεση του ελληνικού χάρτη, με μια σχετικά ήπια ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών όπου γίνεται λόγος σε «παραβιάσεις περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας της Τουρκίας τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο», δεν αναμένεται να γίνει το ίδιο σε περίπτωση επανέναρξης των ερευνών στα ανοικτά της Κάσου. Μπορεί οι δίαυλοι επικοινωνίας των δύο υπουργών Εξωτερικών Γεραπετρίτη και Φιντάν να λειτουργούν, αλλά σε περιπτώσεις που επιχειρείται η επιβολή τετελεσμένων επί του πεδίου τότε είναι φανερό ότι η Άγκυρα σκληραίνει τη στάση της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο πρόσφατος σχεδιασμός της Ελλάδας να φέρει ξανά τα ερευνητικά πλοία στα όρια μεταξύ Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου θα οδηγούσε με βεβαιότητα σε στρατιωτικοποίηση της κρίσης αν προχωρούσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
