Απόψεις

Μανιάτικο μοιρολόι (ένα ιδιαίτερο ταξίδι)

Και κάποτε, που λες, τον Αλέκο τον καμάρωσαν στρατιωτικό! «Και κρατούσε από το μηνιάτικό του μόνο για τέσσερις καφέδες τον μήνα και όλον τον υπόλοιπο μισθό τον έστελνε στις αδελφές του στο χωριό». Και να την εν ζωή η μια αδελφή, 92 ετών θηρίο με σπινθήρες μάτια, δίπλα στο φέρετρο να τον μοιρολογεί μαζί με άλλες. Μανιάτικο μοιρολόι. Δεν είχα βρεθεί ποτέ σε live μοιρολόι. Για πόσο ακόμα θα υφίστανται μανιάτισσες μοιρολογίστρες;
Ρέα Βιτάλη

Ο 90χρονος αποβιώσας πατέρας της Αθηνάς, εκ Μάνης, αξιωματικός. Τι γραμμές διαδρομών ζωής τραβάνε οι άνθρωποι πάνω στους χάρτες! «Το χωριό δεν το γράφει ο χάρτης. Θα σας στείλω πινέζα για να το βρείτε» μας διαφώτισε η κόρη. Μεσσηνιακή Μάνη. Και με τον αμίλητο τρόπο που συνεννοούνται οι φίλες αποφασίσαμε, κάπως σαν ένα δικό μας «Εξυπακούεται», να ήμαστε στο πλευρό της. Και ήταν μια άνοιξη Απρίλη, άπληστου μήνα. Σε περικύκλωνε από παντού πράσινο της ελιάς και ξαφνικά άναβαν ως φώτα στα μάτια σου έντονα φούξια και μωβ μαγευτικά και κάπου κάπου κίτρινα κατακίτρινα, να σπάνε τα φούξια.

Τι συνδυασμοί χρωμάτων! Αλλη Μάνη ετούτη η πλευρά της Μάνης. Αν στη Λακωνική δοξάζεται η πέτρα, τόσο που αβύζαχτες  ελιές να μένουν μπονσάι, ετούτη η πλευρά της Μεσσηνίας δοξάζει την πληθωρική ευφορία, τη γονιμότητα της γης. Και αφού χάρηκα την ωραία έκπληξη μιας κούκλας Καλαμάτας για μια μέρα, την επομένη πήραμε διαδρομή προς Κοπανάκι και μετά δώσ’ του ανάβαση από φουρκέτα σε φουρκέτα… Μα πού στην ευχή θα φτάσουμε; «Α! Κατάλαβα γιατί πάτε εκεί» μονολόγησε υπέργηρος σε πλατεία χωριού που απείχε από τον προορισμό μας 20 ολόκληρα χιλιόμετρα. «Σήμερα έχουν εκεί την κηδεία ενός αξιωματικού. Εκεί πάτε;» Ακου, φίλε μου! Πόσα χιλιόμετρα διανύουν τα τοπικά νέα.

«Ορφανά» ήταν η λέξη που επαναλαμβανόταν. Λες και ο χρόνος έμεινε στάσιμος στην πληγή της ορφάνιας τους πριν κοντά έναν αιώνα πίσω. Ακόμα και για όσους παρίσταντο στην κηδεία, αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα «Μικρά παιδιά και είχαν μείνει ορφανά από μάνα». Και διηγήσεις για μια Ελλάδα τόσο αδιανόητα «παλιά»! Για πόσο ακόμα θα ζούνε άνθρωποι να καταθέτουν μαρτυρίες ομιλούσας ιστορίας; Και κάποτε, που λες, τον Αλέκο τον καμάρωσαν στρατιωτικό! «Και κρατούσε από το μηνιάτικό του μόνο για τέσσερις καφέδες τον μήνα και όλον τον υπόλοιπο μισθό τον έστελνε στις αδελφές του στο χωριό». Και να την εν ζωή η μια αδελφή, 92 ετών θηρίο με σπινθήρες μάτια, δίπλα στο φέρετρο να τον μοιρολογεί μαζί με άλλες. Μανιάτικο μοιρολόι. Δεν είχα βρεθεί ποτέ σε live μοιρολόι. Για πόσο ακόμα θα υφίστανται μανιάτισσες μοιρολογίστρες; «Αλέκο, μοσχαλέκο μου». 

«Στον αγαπημένο μου σύζυγο», του έγραφε στο στεφάνι. Και καθόταν δίπλα στις μοιρολογίστρες κι εκείνη, που ήταν για εκείνον μια ζωή το κέφι, τα τερτίπια, τα χρυσά χέρια για φαγητά «Λωξάνδρας». Κάπως, βρε αδελφέ, να περιπαίζει τη δική του σοβαρότητα του στρατιωτικού. Αυτού που, ενώ έδινε διαταγάς σε στράτευμα, προθύμως υπέκυπτε στις δικές της προσταγές σαν μαθητούδι. Τα αντίθετα έλκονται στων ανθρώπων τις γοητευτικά πολύπλοκες σχέσεις. Πώς συναντιόνται οι άνθρωποι! Τι σόι γραμμές συνάντησης χαράσσουν σε δικούς τους χάρτες;

Μεσσηνία-Ξάνθη. Από εκεί καταγόταν η σύζυγος του Αλέκου. Οταν μετατέθηκε στην Ξάνθη γνώρισε την Πιπίνα. Μα για να γνωρίσουν και οι αδελφές του τη νύφη, την έφερε πάνω σε μουλάρι στο χωριό. «Και έπρεπε να καθίσω με γυναικείο τρόπο, όχι με ανοιχτά τα πόδια, και έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, μην πεταχτώ πέρα στα γκρέμια». Και να ήταν μόνο αυτό; Ευγενικά οι  χωριανοί έσκαψαν έναν λάκο και κρέμασαν γύρω γύρω μια κουρτίνα για να κάνει την ανάγκη της η νύφη σαν έρθει. Μα εκείνη ντρεπόταν να κάνει, ακόμα και αυτό που σίγουρα όλοι οι άνθρωποι κάνουν. Γιατί, καθώς ο λάκος ήταν μόνο για εκείνη, ένιωθε φρικτά να αφήσει «αποτύπωμα» που θα αναγνωριζόταν ως μοναδικά δικό της… Τι να σας τα λέω; Μια Ελλάδα… άλλη Ελλάδα. Η μικροϊστορία μας είναι η αληθινή μας ιστορία. Τι διαδρομή αξιώθηκε ο κόσμος όλος! Τι διαδρομή αξιώθηκε και ο κύριος Αλέκος. Αξιωματικός με παράσημα, πλέον αποθανών, να τον μοιρολογούν.

Αριστος μαθητής. Ηθελε να σπουδάσει ιατρική. Αλλά με τόση φτώχεια λόγω ορφάνιας δεν γινόταν να αφιερώσει τόσα χρόνια σε σπουδές. Τέσσερις αδελφές έπρεπε να προικιστούν. Εγινε στρατιωτικός. Μα όσα όνειρα δικά του τα χαράμισε, άλλα τόσα τού τα αποζημίωσε η κόρη του. Και έφτασε ο αξιωματικός μέχρι την Αμερική, να την καμαρώσει στο νοσοκομείο γιατρίνα. Και να την τώρα συντετριμμένη να του αφιερώνει λόγια λατρείας στον επικήδειό λόγο. Και μετά έπιασε η ματιά μου το χεράκι της να του βάζει στο τσεπάκι του σακακιού του ένα ευρώ για τον ναύλο στον βαρκάρη που θα τον μετέφερε από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη. Στην είσοδο στον Άδη.

Ελλαδάρα, Ελλαδίτσα μου! Πόσοι αιώνες Ιστορίας σε μια κίνηση-χειρονομία μιας κόρης προς έναν πατέρα… Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τον αξιωματικό να χαρτζιλικώνει τη μικρή Αθηνούλα ενός «κάποτε» για μια καραμέλα βουτύρου… Ευλογία η αλλαγή των ρόλων στη ζωή… Ν’ αξιωθείς να γίνεις γονιός του γονιού σου… Ζωή ζωένια, καρδιά μου.  

Χωριό εννέα κατοίκων. Αρα, αναλογικά, για την κηδεία πνίγηκε στον κόσμο! Παρατηρώ να καταφθάνει η Δήμητρα στο πέτρινο μονοπάτι. Τόσο δύσκολο που έχει το πρωϊνό ξύπνημα, και όμως… «Δεν γινόταν να μην έρθω στην Αθηνούλα μας». Διακρίνω και την Αννα. Μεγάλη υπόθεση η φιλία. Και οι συνδέσεις, οι κλωστές που ενώνουν ανθρώπους. Οι γονείς της Αννούλας είχαν ένα εξοχικό σπιτάκι στη Χαλκιδική. Στο δίπλα ακριβώς ξεκαλοκαίριαζαν και οι γονείς της Αθηνούλας. Ο πατέρας της μεν κομμουνιστής-αντάρτης. Ο πατέρας της δε εθνικόφρων της Βασιλικής Χωροφυλακής. Τα πρώτα καλοκαίρια ούτε που κοιτιόντουσαν. Αργότερα επενέβησαν οι μεγάλες δυνάμεις, οι σύζυγοι, και μετά βίας έλεγε ο ένας στον άλλον μια «καλημέρα».

Κάποτε άρχισαν το τάβλι. Τσακώνονταν από μια κουβέντα, το έκλειναν με δύναμη, σιχτίριζαν. «Το παλιοκουμμούνι», «ο χουντικός» έλεγε ο καθένας στην γυναίκα του. Στη συνέχεια, χρόνο τον χρόνο, όλο και πιο φίλη η Αθηνούλα με την Αννούλα, άρχισαν να χωράνε περισσότερο ο καθένας την αλήθεια του άλλου. Εφτασαν μέχρι και να προτείνουν βιβλία. Εγιναν φίλοι καρδιακοί. Μα ήρθε και το γήρας. Τα τελευταία χρόνια δεν μιλούσαν πια πολιτικά. Μιλούσαν για τις αιματολογικές τους εξετάσεις. Και σκεφτόμουν με την Αννα ενώ πίναμε τον καφέ της παρηγοριάς στο τοπικό καφενεδάκι, που είδε ζωή από μια κηδεία, «περπατώντας» νοητά τη διαδρομή αυτής της σχέσης, αυτής της φιλίας των πατεράδων τους, ότι αντικατοπτρίζει την ιστορία της Μεταπολίτευσης.

Και ευχήθηκα μετά δακρύων (που με κόπο συγκράτησα στον λαιμό μου… έχω και το ευσυγκίνητο της ηλικίας μου) να είχαμε όλοι το προνόμιο του κυρίου Αλέκου της Αθηνούλας με τον κύριο Τάκη της Αννούλας. Το προνόμιο να μην πυροδοτεί κανένας τα παλιά τους πάθη. Αυτό το προνόμιο που δεν το αξιώνεται ο λαός μας, γιατί δεν συμφέρει, άκαπνα αληθινής μάχης ανθρωπάρια της πολιτικής σκηνής, να μονιάσουν οι πολίτες. 

Εθιμα ταφής της Μάνης. Του σκέπασαν το πρόσωπο με μια πετσέτα και του έχυσαν λάδι της Μεσσηνιακής γης σε σχήμα σταυρού σε όλο το σώμα. Μετά τον έραναν με στάρι βρασμένο. Και ήταν μια άνοιξη Απρίλη, άπληστου μήνα. Ετσι ταξίδεψε ο πατέρας της φίλης μας. Αλέξανδρος Γιαννόπουλος. Αξιωματικός εκ Μάνης. Παρασημοφορημένος. Πιθανολογώ ότι ο φίλος του ο Τάκης τον περίμενε με ανοιχτό το τάβλι. Και εμείς οι φίλες συνεχίσαμε τις διαδρομές μας έχοντας μοιραστεί ακόμα μια ένωσης ψυχής εμπειρία.