Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν, ή Αλεκ Μπάλντουν και Τζιμ Κάρεϊ στο «Saturday Night Live» | ΥοuTube/SNL/CreativeProtagon
Απόψεις

«Saturday Night Live» αλλά καθόλου ζωντανό

Η καλή σάτιρα τελειώνει όταν οι ηθοποιοί έχουν πολλά να χάσουν. Η παρωδία του προεδρικού debate με τους Μπάλντουιν και Κάρεϊ σε ρόλο Τραμπ και Μπάιντεν ήταν μια σάτιρα χωρίς ρίσκο και παρά τα όσα λέγονται, αδιάφορη. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να θυμηθούμε όταν στο «SNL» ήταν ο Τζον Μπελούσι. Και έκανε τον έλληνα εστιάτορα...
Αντώνης Πανούτσος

Από το «Not the Nine O’Clock News» μέχρι το «Al Tsantiri News» έχει αποδειχτεί ότι οι σατιρικές σειρές έχουν έναν περιορισμένο χρόνο ζωής. H θανάσιμη ασθένεια των σατιρικών εκπομπών είναι η σύμβαση. H απώλεια της αιχμηρότητας της σάτιρας. Είναι αναπόφευκτο ότι η ασθένεια θα εκδηλωθεί και όταν εκδηλωθεί κάποιοι δημιουργοί όπως ο Ρόουαν Ατκινσον ή ο Μελ Σμιθ του «Not the Nine ‘O Clock News» τις σκοτώνουν στην ακμή τους. Kάποιοι άλλοι, όπως ο Λάκης Λαζόπουλος, τις αφήνουν να ζήσουν μέχρι τα νούμερα των μετρήσεων να δώσουν την απαραίτητη ευθανασία.

Η σάτιρα χάνεται όταν ο παρουσιαστής αποκτήσει πλευρά. Οταν πιστέψει ότι εκπροσωπεί ένα κομμάτι του κόσμου απέναντι σε ένα άλλο. Συνήθως τον μέσο άνθρωπο απέναντι στην υποκρισία της Εκκλησίας και των πολιτικών και την απληστία των πλουσίων. Οταν αποφασίσει να γίνει σταυροφόρος πιστεύοντας ότι εκφράζει κάτι ανώτερο από την πολιτική, ενώ στην πραγματικότητα δεν εκφράζει παρά μία πλευρά της.

Τα σκεφτόμουνα βλέποντας στο «Saturday Night Live» την παρωδία του προεδρικού debate ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζο Μπάιντεν. Μια άψογη παραγωγή, που δεν μπορούσε να κρύψει ότι έγερνε προς την πλευρά του Μπάιντεν. Δείχνοντας πόσο ανώδυνη μπορεί να γίνει όταν το Μέσο έχει πάρει πλευρές και οι ηθοποιοί έχουν πολλά να χάσουν.

Το 1977 ο Τζο Μπελούσι έκανε τον έλληνα ιδιοκτήτη καντίνας Πίτερ Ντιονισόπουλος που ήξερε μόνο τρεις λέξεις «τσίζμπουργκερ, τσιπς και πέπσι», τον Μπιλ Μάρεϊ να μην μιλάει λέξη στα αγγλικά και τον Νταν Ακρόιντ να κάνει τον ψήστη. Η Λίντα Ράντνερ την έπεφτε στην Τζέιν Κέρτιν για την περίοδο της και ο Νταν Νοβέλο, σαν πατέρας Γκουίντο Σαρντούτσι, σατίριζε τις θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Ολοι είχαν το απαραίτητο στοιχείο της καλής σάτιρας. Δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν αφού τότε ξεκινούσαν και είχαν λίγα να χάσουν.

Είναι αμφίβολο αν το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν 10 χρόνια αργότερα, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να το κάνουν ο Αλεκ Μπάλντουιν, ο Τζιμ Κάρεϊ και και ο Μπεκ Μπένερ που έχουν να σκεφτούν καριέρες που χτίστηκαν στη διάρκεια δεκαετιών.

Το αποτέλεσμα ήταν μια σάτιρα χωρίς ρίσκο. Δύο, τρία αστεία για τον Τραμπ και τον κορονοϊό. Ενα, δύο για τον Μπάιντεν και την ηλικία του. Και κανένα έως μισό για την Κάμαλα Χάρις. Την οποία υποδυόταν η Μάια Ρούντολφ που μάζεψε όλο το χειροκρότημα όταν είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια γυναίκα για πρόεδρο. Οι φίλοι του Τραμπ θα έπρεπε να περιοριστούν με μια συγγνώμη του Μπάλντουιν τις επόμενες ημέρες που εξηγούσε ότι δεν θα έλεγε αστείο για τον πρόεδρο αν ήξερε ότι η κατάσταση του είναι σοβαρή. Μόνο που η σάτιρα δεν βασίζεται σε επιθυμίες του κοινού και της συγγνώμες.

Η καλή σάτιρα δεν κολακεύει κανέναν. Είτε είναι οι politically correct σοφιστικέ κυρία της παρωδίας του debate Τραμπ, Μπάιντεν στο «Saturday Night Live», είτε «οι ταλαιπωρημένοι μέσοι Ελληνες της κρίσης» του κοινού του Λαζόπουλου. Ο σατιρικός ηθοποιός δεν παγώνει τον αντίπαλο με το τηλεκοντρόλ για να σκάσει και να πάρει τα χειροκροτήματα , όπως έκανε ο Τζιμ Κάρεϊ σαν Μπάιντεν, παγώνοντας τον Τραμπ του Μπάλντουιν. Αν το κάνει, παύει να είναι σάτιρα και γίνεται sitcom. Παύει να παίζει σε σάτιρα και γίνεται ο Αλ Μπάντι που περιμένει το κονσερβαρισμένο γέλιο στο «Παντρεμένοι με Παιδιά».

Στο NBC, με το presidential debate parody, έκαναν μία προσπάθεια να σατιρίσουν. Το ποιος θα ήταν ο νικητής ήταν τόσο προβλεπόμενο όσο και σε έναν αγώνα κατς. Οι καιροί ου μενετοί και η σάτιρα των Μπάλντουιν και Κάρεϊ είχε τόσο σχέση με την σάτιρα των Μπελούσι και Ακρόιντ όσο η βαρελίσια γκίνες με την μπύρα χωρίς αλκοόλ.