697
| Shutterstock / CreativeProtagon

Καλοκαίρι: Το νέο όριο της επιβίωσης

|Shutterstock / CreativeProtagon

Καλοκαίρι: Το νέο όριο της επιβίωσης

Πώς το τραγουδούσε ο Σαββόπουλος; «Τούτο τον χειμώνα άμα τον πηδήσαμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άντε καθαρίσαμε». Ο στίχος αντανακλά την εποχή που η ανθρωπότητα –και η Ελλάδα– έτρεμαν τον χειμώνα. Ειδικά τα ανθρώπινα ερείπια, γέροι, γριές, κακοφαγωμένοι, κακοντυμένοι, παραγκοστεγασμένοι, άρρωστοι, όσοι τέλος πάντων είχαν λειψά τα μέσα και ελαχιστοποιημένη τη βιολογική δύναμη να αντιμετωπίσουν το κρύο.

Ο φόβος τότε είχε κρύα δόντια. Εμπαινε από τις χαραμάδες, έσταζε από τα σπασμένα κεραμίδια, νότιζε τα σεντόνια και τις μπατανίες, ξεπάγιαζε, σκέβρωνε τα κορμιά μέσα στην υγρασία και την παγωνιά, έφερνε πνευμονίες, θανατερές πλευρίτιδες, αιμοπτύσεις. Μέχρι πριν από έναν αιώνα, το μεγάλο στοίχημα της ανθρώπινης επιβίωσης ήταν ο χειμώνας.

Σήμερα, αυτό που στοιχειώνει τα ημερολόγια είναι το καλοκαίρι. Πλέον λέμε «αν βγάλουμε και αυτόν τον Ιούλιο…». Και όχι μόνο οι παππούδες.

Η ζέστη δεν έχει πρόσωπο. Δεν κάνει κρότο. Δεν λυσσομανά. Δεν είναι φυσική καταστροφή με εικόνα, είναι σιωπηλή. Μπαίνει αθόρυβα από τα πυρωμένα τσιμέντα, μουσκεύει τα μαξιλάρια, αφυδατώνει τους ιστούς, βαραίνει τα βλέφαρα, στεγνώνει τη σκέψη. Η θερμοκρασία δεν είναι πια μια παροδική ενόχληση, είναι καθεστώς. Το καλοκαίρι δεν είναι διακοπές, είναι επιβίωση.

Οι συνεχόμενες ημέρες των 42 βαθμών ήρθαν για να μείνουν. Το βεβαιώνουν τα θερμόμετρα των μετεωρολόγων και όλοι οι Ζερεφοί και οι Συνολάκηδες της υφηλίου. Οι νύχτες που δεν πέφτει το θερμόμετρο κάτω από τους 30 μάς κάνουν την αποπνικτική τους βίζιτα όλο και συχνότερα.

Η πιο τρομακτική εικόνα του καιρού δεν είναι πλέον η μαύρη καταιγίδα, η βροντή, η αστραπή, το παχύ αδιάκοπο χιόνι. Είναι ο ολοκάθαρος μπλε ουρανός νωρίς το πρωί ενός Ιούλη, που αναγγέλλει μια μέρα χωρίς έλεος, χωρίς σύννεφο, χωρίς αέρα. Εκτός κι αν ο αέρας είναι λίβας, οπότε φέρνει στα ρουθούνια αποφορά καμένων πεύκων και στα αυτιά στριγκλιές πυροσβεστικών σειρήνων.

Τίποτα δεν περιγράφει την εποχή μας καλύτερα, από την απόλυτη εξάρτησή μας από το κλιματιστικό. Η ανθρωπότητα χιλιάδων ετών δούλευε με ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι και κοιμόταν χωρίς ψύξη. Της αρκούσαν οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι των αγροτόσπιτων, ανέπνεε κάτω από τον ίσκιο μιας μουριάς ή ενός πλατάνου, με λίγη υπομονή τα βόλευε. Τότε.

Τώρα, το μόνο που μας κρατά ζωντανούς είναι ένα μηχάνημα στον τοίχο. Ενας συμπιεστής, ένας ανεμιστήρας, ένα θαύμα ψυχρής τεχνολογίας. Αν κοπεί το ρεύμα, αν πέσει το δίκτυο, αν καεί η μονάδα, ακολουθεί πανικός: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Αυτό λένε όλοι. Δεν λένε «ζεσταίνομαι». Λένε «δεν αναπνέω».

Το 1987 στην Αθήνα πέθαναν 1.300 άνθρωποι από καύσωνα. Ηλικιωμένοι, καρδιοπαθείς, μόνοι. Χωρίς ac, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς πολιτική προστασία. Τους βρήκαν ημέρες μετά. Δεν υπήρχαν ψυγεία να τους καταχωνιάσουν μέχρι να βρεθούν τάφοι και πεθαμενατζήδες να τους θάψουν. Τότε πρωτομάθαμε ότι στην Ελλάδα μπορεί κάποιος να πεθάνει από τη ζέστη. Και ο γερο-γείτονάς του επίσης.

Το 2003 η Ευρώπη μέτρησε 70.000 νεκρούς. Στο Παρίσι οι παππούδες έλιωναν μόνοι τους στα διαμερίσματα του Αυγούστου, ενώ τα παιδιά τους έλειπαν διακοπές. Στην Ινδία και στο Πακιστάν, όπου η άσφαλτος λιώνει κάθε χρόνο, οι δρόμοι μυρίζουν θάνατο από θερμοπληξία.

Ο θάνατος από τη ζέστη είναι αργός. Σκληρός. Αφανής. Ενας άνθρωπος πεθαίνει μόνος του, σε ένα δωμάτιο χωρίς δροσιά, χωρίς ιδρώτα καν. Η άδηλη αναπνοή του κορμιού σταματά, τα άλατα του σώματος φράζουν τους πόρους, χάνεται η δίψα, μετά η πίεση, μετά η συνείδηση.

Σαν να τον λιώνει αργά μια παλάμη φωτιάς, αόρατη. Οταν το κορμί δεν μπορεί να ρίξει τη θερμοκρασία του, πεθαίνει από μέσα.

Ο καύσωνας δεν είναι απλώς θέμα καιρού, είναι το νέο σύνορο της ανθρώπινης αντοχής. Δεν κάνει διακρίσεις, αλλά ξεκινά πάντα από τους πιο ευάλωτους. Τον γέρο στο δυάρι, το παιδί στη φτωχική αυλή, τον εργάτη στο χωράφι, τον κούριερ που φέρνει τους καφέδες με το παπάκι στις δύο το μεσημέρι.

Η θερμοκρασία πια είναι ταξική υπόθεση. Οποιος δεν έχει air condition, κινδυνεύει. Οποιος έχει, ζει μέσα σε μια κάψουλα τεχνητής δροσιάς, αποκομμένος από το τι συμβαίνει «έξω». Οποιος δεν έχει να πληρώσει το –πάντα ακριβότερο– καλοκαιρινό ρεύμα, πάλι κινδυνεύει. Οποιος δουλεύει κάτω από τον ανελέητο ήλιο είναι υποψήφιος για θερμοπληξία.

Η φύση δεν εκδικείται. Προειδοποιεί. Και η προειδοποίηση έχει 47 βαθμούς, εκατομμύρια μηχανήματα που για να δροσίσουν το «μέσα» πυρώνουν χειρότερα το «έξω», ηλεκτρικά blackout και μια κοινωνία που παρακαλά για λίγο σύννεφο, για λίγο δροσερό μελτέμι. Μια κοινωνία που έμαθε να αναπνέει μόνο με μηχανική υποστήριξη.

Το καλοκαίρι δεν είναι πια εποχή. Είναι πρόβλημα. Και κάθε χρόνο γίνεται λίγο πιο μόνιμο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...