Στο ερώτημα «πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες;», οι καθηγητές του Χάρβαρντ Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ απαντούν στο ομότιτλο βιβλίο τους ότι οι δημοκρατίες δεν καταρρέουν πλέον με έναν πάταγο –με επαναστάσεις ή στρατιωτικά πραξικοπήματα–, αλλά διαβρώνονται αθόρυβα, μέσω της αργής και σταθερής αποδυνάμωσης των θεσμών: της Δικαιοσύνης, της ελευθεροτυπίας, της πολιτικής ευπρέπειας, των άγραφων κανόνων που εγγυώνται την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Το πνεύμα της δημοκρατίας δεν χρειάζεται εξωτερικούς εχθρούς για να φθαρεί. Αρκεί η εσωτερική αποδόμηση: ο εκφυλισμός της πολιτικής ευθύνης, η κατάχρηση της εξουσίας με νομιμοφανείς διαδικασίες, η χρήση του φόβου ως μέσου πειθάρχησης.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν καταλύθηκε βίαια. Κατέρρευσε. Υπέκυψε σε έναν (όχι και τόσο) αργό θάνατο που ξεκίνησε εκ των έσω: με «έκτακτα μέτρα», με την επίκληση «ειδικών συνθηκών», με την πρόθυμη συνεργασία θεσμών που είχαν κουραστεί να αντιστέκονται.
Μπορεί να το ξεχνάμε συχνά, αλλά είναι μια πικρή αλήθεια: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έγινε ένα στυγνός δικτάτορας ανατρέποντας τη δημοκρατία, αλλά οδηγώντας την στην άβυσσο: τη χρησιμοποίησε, αξιοποιώντας την κοινωνική ανοχή, για να αποκτήσει εξουσία. Το 1933 ανέλαβε την καγκελαρία μέσω μιας απολύτως συνταγματικής διαδικασίας, εκλεγμένος από τους πολίτες, και μάλιστα σε μια αδύναμη χώρα, που δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιος εκείνη τη στιγμή ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν παγκόσμιο όλεθρο. Δεν εισέβαλε στο πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα του άφησε το περιθώριο να εισέλθει, παραδομένο σε δημαγωγικά ένστικτα και σε έναν λαό εξαντλημένο από κρίσεις και διχασμούς.
Το ίδιο ερώτημα αναδύεται ξανά σήμερα σε μια άλλη πλευρά του κόσμου: μπορεί ένας εκλεγμένος ηγέτης, που έχει αναδειχθεί με τις ψήφους των πολιτών, να λειτουργήσει τελικά ως διαβρωτικός παράγοντας για τη δημοκρατία;
Αναμφίβολα, η σύγχρονη δημοκρατία έχει μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, έχει θεσμικά αντίβαρα, έχει ισχύ και αντισώματα. Ομως, όπως έχει ήδη φανεί, το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεσμικό – είναι πολιτισμικό. Οταν η πολιτική ρητορική μετατρέπεται σε εργαλείο πόλωσης, όταν η επιστήμη, η δημοσιογραφία και η Δικαιοσύνη στοχοποιούνται ως εχθροί του λαού, όταν η βίαιη καταστολή –εκτός του συνταγματικού πλαισίου, όπως επισημαίνεται από πολλούς– προτάσσεται ως μοναδική απάντηση, τότε η φθορά γίνεται υπαρξιακή.
Η στρατιωτικοποίηση της διακυβέρνησης, η αποδυνάμωση των διαφορετικών πόλων εξουσίας, η δαιμονοποίηση του «άλλου» και η παρουσίαση του ενός ως μοναδικού εγγυητή της ασφάλειας είναι μοτίβα που έχουμε δει ξανά στην Ιστορία.
Προσοχή: δεν συγκρίνονται τα πρόσωπα, ούτε τα ίδια τα δεδομένα, αλλά η μεθοδολογική προσέγγιση, που περιλαμβάνει την κατασκευή του εσωτερικού εχθρού, τις επικλήσεις εθνικής ανάγκης, την καλλιέργεια ηγετολαγνείας και την υπονόμευση της έννοιας του συνταγματικού περιορισμού.
Η ανησυχία επιτείνεται από ένα ακόμη στοιχείο: τη βαθιά διάσπαση της δημόσιας σφαίρας. Η αλήθεια δεν είναι πλέον κοινή, αλλά κατακερματισμένη. Ο διάλογος έχει δώσει τη θέση του σε παράλληλους μονολόγους. Η τοξικότητα και η ακραία ρητορική αποτελούν ένα σταθερό μοτίβο. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η δύναμη γίνεται το μόνο μέτρο νομιμότητας και η αποδοχή του αυταρχισμού μεταμφιέζεται σε «λαϊκή απαίτηση».
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν έπεσε μόνο λόγω ύφεσης ή εξωτερικών πιέσεων. Επεσε επειδή αρκετοί πίστεψαν ότι η δημοκρατία ήταν πολυτέλεια. Οτι δεν «δουλεύει». Οτι χρειάζεται κάτι πιο «αποφασιστικό». Κάθε φορά που η ασφάλεια προβάλλεται ως λόγος για την περιστολή των δικαιωμάτων, κάθε φορά που η έννοια του Νόμου εργαλειοποιείται για να ακυρώσει την ουσία του Συντάγματος, κάθε φορά που μια αποκεντρωμένη δημοκρατία απειλείται από τη συγκεντρωτική εξουσία, η Ιστορία οφείλει να λειτουργεί προειδοποιητικά, ανεξάρτητα από τον βαθμό αυθαιρεσίας ή υπερβολής της όποιας αναγωγής.
Διότι, κατά τη γνώμη μου, σημασία δεν έχει η επιστημονική ακρίβεια της παραπάνω προσέγγισης, αλλά η δική μας εγρήγορση ως πολίτες ενός κόσμου που δείχνει να κλυδωνίζεται, από την απειλή του ακροδεξιού λαϊκισμού απέναντι σε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε φιλελεύθερη, Δυτικού τύπου δημοκρατία. Σημασία έχει να μπορούμε να αφουγκραστούμε και να ακούσουμε το καμπανάκι που μπορεί να χτυπάει για εμάς, ώστε να μη βρεθούμε «ανεπαισθήτως» σε μια δυστοπική πραγματικότητα. Διότι δεν θα έχουμε τη δικαιολογία ότι δεν είχαμε εντοπίσει «κρότον κτιστών ή ήχον».
Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων, στις Βρυξέλλες, και συνιδρυτής του Strategic Thinking Lab.
