Απόψεις

Και φέτος, χρόνια πολλά, μαμά!

Τη μελετάω συχνά. Την αγαπάω πολύ. Και πήρε χρόνια η διαδρομή γι' αυτό το «Την αγαπάω πολύ», όπως ρέει πια και ζεσταίνει γλυκά όλη μου την ύπαρξη. Η σχέση μάνας-κόρης έχει μακρύ δρόμο. Δεν χαρίζεται αβίαστα, όπως στη σχέση πατέρα-κόρης. Τη μελετάω συχνά
Ρέα Βιτάλη

«Ξέρεις, Ρέα, τι με πονάει περισσότερο; Δεν είναι ότι δεν με αναγνωρίζει η ίδια η μαμά μου, αλλά ότι στα μάτια της βλέπω τον φόβο για έναν άγνωστο άνδρα που εισβάλλει στον χώρο μιας γυναίκας. Σαν να νιώθει απειλή από εμένα τον ίδιο. Από εμένα! Η μαμά μου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Αυτό της το βλέμμα με σκοτώνει».

Ενώ ο φίλος μού μιλάει, μου διαπερνά τα μάτια με τα μάτια του. Βουρκώνει αργά αργά αργά. Σκουπίζει τα δάκρυά του, παίρνει βαθιά ανάσα γιατί ξέρει ότι από εκεί που βρίσκονται αυτοί οι δυο δεν υπάρχει διαφυγή, κοιτάζει προς τον ουρανό κουνώντας το κεφάλι πέρα δώθε για ένα μακρύ «γαμώτο» και τέλος μονολογεί η ψυχή του…(Η ψυχή του μίλησε όχι το στόμα του) «Αχ βρε μαμά!».

Αυτά τα λόγια, με μικρές παραλλαγές λόγου, τα ακούω όλο και πιο συχνά από φίλους και γνωστούς. Η άνοια θερίζει, το Αλτσχάΐμερ σκοτώνει. Πριν από αυτά, η μοναξιά σπάει κόκκαλα, οι λέξεις αναζητούν συνομιλητή, μια παρέα, μια παρέα απελπισμένα…. Αποχαιρετισμοί φίλων. Αυτό πρέπει να είναι μεγάλο δράμα. «Είναι σαν να καλούν την κλάση μου» είχε πει η γιαγιά Αρτούλα. Ποιος είπε ότι τα γηρατειά είναι εύκολο πράγμα;

Τη μελετάω συχνά. Την αγαπάω πολύ. Και πήρε χρόνια η διαδρομή γι’ αυτό το «Την αγαπάω πολύ», όπως ρέει πια και ζεσταίνει γλυκά όλη μου την ύπαρξη. Η σχέση μάνας-κόρης έχει μακρύ δρόμο. Δεν χαρίζεται αβίαστα, όπως στη σχέση πατέρα-κόρης. Τη μελετάω συχνά. Οπως με περιμένει καθώς περνάω με το αυτοκίνητό μου να την πάρω κάπου για να πάμε. Τα βηματάκια της μελετάω. Οπως ψάχνει για τη ζώνη ασφαλείας και τη δυσκολεύουν οι κινήσεις να τη φορέσει. Οπως μοσχομυρίζει η γνώριμη κολόνια της. Οπως είναι πάντα καλοχτενισμένη. Οπως κτίζει ταξίδια η ψυχή της και τα μετράει στο σώμα της. Οπως μιλάει στο τηλέφωνο, ως προέκταση του χεριού της. Οπως κανακεύει τα εγγόνια της, Σπουδαία γιαγιά είναι. Οπως κανακεύει τα δισέγγονά της. Σπουδαία προγιαγιά είναι. Οπως μας καλεί και έχει στρωμένα τα ωραιότερα τραπέζια. Οπως υπάρχουν πάντα λουλούδια στα βάζα της, τοποθετημένα με τέχνη γιαπωνέζας. Οπως αγριεύει αν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να την κοροϊδέψει. Οπως ντύνεται, όχι σαν γιαγιά. Οπως φέρνει τα δωράκια της διαλεγμένα για έναν έναν μας. Οπως μου τινάζει το χέρι όταν πάω να τη βοηθήσω: «Πάψε να ανησυχείς για μένα».

Τη μελετάω αλλιώς από παλιά. Γιατί αντιλαμβάνομαι πια πόσο κόπο έχουν όλα αυτά που συντηρεί. Τον κόπο της αναγνωρίζω. «Ρεάκι μου, μάχη είναι τα γηρατειά. Αλήθεια σ’ το λέω. Αλλά κάνω προσπάθεια. Μεγάλη προσπάθεια. Για όλα λέω μέσα μου…“Οχι Βέττα! Δεν θα τ΄αφήσεις”. Για κάθε τι, το λέω. Προσπαθώ, Ρεάκι μου, προσπαθώ πολύ». Αχ, βρε μαμά. Μανούλα μου!

Κάποτε μου είχε πει η κόρη μου ότι αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ, αυτό που τη στοίχειωσε στην περιπέτεια με τον καρκίνο μου ήταν ότι «Πρώτη φορά είχα δει τα ματάκια σου φοβισμένα». Ολο και πιο συχνά βλέπω και στα ματάκια της δικής μου μανούλας, τον φόβο. Για να ακριβολογώ, διακρίνω στο βλέμμα και στη φωνή της αστραπές φόβου. Μετά όμως… Λες και παίρνει βαθιά ανάσα με το βλέμμα της, όχι με το στόμα της, κοντοστέκεται, μαρμαρώνει τα μάτια για ένα τσακ και μετά… Μετά; Η Βέττα. Το Βεττάκι. «Οχι, Ρεάκι μου. Μάχη είναι τα γηρατειά. Οχι, δεν θα τ΄αφήσω». Το λέει με έξυπνο πείσμα, με αντίληψη, με πεποίθηση. Μαχήτρια. Μαχήτρια με γλύκα και σοφία. Τις δοσολογίες της Βέττας λατρεύω. Γερνάει με γλύκα και σοφία.

Οι γονείς μας, πέραν πολλών πολλών άλλων… αν αξιωθούμε να τους έχουμε ως τα γηρατειά τους (κάτι που στερήθηκα από τον πατέρα μου, που πέθανε στα 39 του χρόνια) μας συστήνουν με το γήρας. Με τη μάχη του ανθρώπου με το γήρας. Χρόνια πολλά, μανούλα μου.

Υ.Γ. Και μια τεράστια, σφιχτή, βαθιάς συμπόνιας αγκαλιά σε όσους συνανθρώπους μας οι γονείς τους, άθελά τους, σηκώνουν τα χέρια τους σ΄αυτή τη μάχη. Και παραδίνονται σε ένα σκληρό, σκοτεινό παράλογο. Μακάρι η επιστήμη να βρει τη θεραπεία για το πιο άδικο δράμα.