| CreativeProtagon/Intimenews
Απόψεις

Η βαριά κληρονομιά της πανδημίας στα σχολεία

Μολονότι υπήρξαμε πρωταθλητές στις περισσότερες ημέρες κλειστών σχολείων, δεν το ψάχνουμε. Αρκούμαστε στο γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της πλημμελούς επαναφοίτησης των μαθητών μετά την επάνοδό τους σε αυτά. Θετικό στοιχείο, αλλά η κανονική φοίτηση δεν αρκεί για να επουλωθούν τραύματα
Νίκος Σαλτερής

Με την επανέναρξη της διά ζώσης λειτουργίας των σχολείων πολλοί δάσκαλοι, ιδιαίτερα των μικρών τάξεων του Δημοτικού, άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «κοβιντάκια» ή «παιδιά της Covid», για να προσδιορίσουν ένα σύνολο υστερήσεων και δυσκολιών που παρουσιάζουν οι μαθητές τους. Δεν είναι κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας ήταν αναμενόμενες και είχαν περιγραφεί εγκαίρως τόσο από ερευνητές όσο και από διεθνείς εκθέσεις, όπως αυτή της UNESCO-UNISEF και Παγκόσμιας Τράπεζας (The State of The Global Education Crisis: A path to recovery, 2021).

Μάλιστα, στη συγκεκριμένη υπογραμμιζόταν ότι η «κάλυψη των μαθησιακών κενών είναι πρωταρχικής σημασίας για τους μαθητές μετά την επιστροφή τους στα σχολεία» και πως αυτή «θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους εκπαιδευτικούς που είναι στην πρώτη γραμμή», φτάνει να υποστηριχθούν στο δύσκολο έργο τους.

Στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι υπήρξαμε, δυστυχώς, πρωταθλητές στις περισσότερες ημέρες κλειστών σχολείων, δεν υπήρξε καμιά επίσημη διερεύνηση των μαθησιακών ή άλλων προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία –για οργανωμένη αντιμετώπισή τους ας μην το συζητάμε καν. Και πάλι, δεν μας εκπλήσσει κάτι τέτοιο: Αποτελεί παράδοση για τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας να αγνοούν τις προτροπές σοβαρών εκθέσεων και να κάνουν τα δικά τους.

Εμείς αρκούμαστε το γεγονός ότι στη χώρα μας δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της πλημμελούς επαναφοίτησης των μαθητών στα σχολεία, μετά την επάνοδό τους σε αυτά, όπως σε άλλες χώρες (π.χ. Βρετανία). Θετικό στοιχείο, αλλά η κανονική φοίτηση δεν αρκεί από μόνη της ώστε να καλυφθούν κενά και γενικότερα «να επιστρέψει» ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο σημείο που βρισκόταν πριν την πανδημική κρίση –ακόμα και σε αυτό το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο οι επιδόσεις των μαθητών ήταν ήδη τόσο χαμηλές.

Η πανδημία στο Δημοτικό Σχολείο

Ελλείψει επίσημων ερευνών, που θα έπρεπε ήδη να έχουν διεξαχθεί, η εμπειρική διερεύνηση όσων καταγράφουν πεπειραμένοι δάσκαλοι-ες αναδεικνύει ως πρώτη επίπτωση της πανδημίας στις τάξεις τους το γεγονός ότι η οριοθέτηση των μαθητών –πρώτος και αναγκαίος όρος για τη διεξαγωγή στοιχειώδους μαθήματος– έχει γίνει σαφώς δυσκολότερη απ’ ό,τι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Συνδεδεμένες με αυτήν είναι και οι δυσκολίες που παρατηρούν στη συγκέντρωση των μαθητών στο έργο τους. Πεπειραμένη δασκάλα δήλωσε: «Πλέον πρέπει να τους ζητήσεις κάτι απλό δύο και τρεις φορές μέχρι να ανταποκριθούν, ενώ ακόμα και η εκφώνηση μιας απλής άσκησης έχει αναχθεί σε πρόβλημα».

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι αυξήθηκε δραματικά ο αριθμός παραπομπών μαθητών σε διαγνωστικά κέντρα με το ερώτημα αν πάσχουν από Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα, από λιγότερο έμπειρους εκπαιδευτικούς.

Σημαντικό και εξίσου αναμενόμενο είναι και το μεγάλο έλλειμμα που παρατηρούν οι δάσκαλοι στα «ποιοτικά ερεθίσματα» των μαθητών. Δηλαδή, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, τις βόλτες με τους γονείς, τις επισκέψεις σε μουσεία, τις εκδρομές στη φύση κ.λπ. Ελλειμμα που συνδέεται κυρίως με την περαιτέρω αλλά αλματώδη απίσχνανση του προφορικού λόγου τους (λεξιλόγιο και δομή). Παράλληλα, όπως παρατηρούν, μειώθηκε θεαματικά και η αναγνωστική ευχέρεια των μαθητών τους, τα τελευταία τρία χρόνια. Κατά συνέπεια, φτωχότερος έγινε και ο γραπτός λόγος τους, ενώ η αποτυχία στην κατάκτηση της βασικής ύλης και στόχων στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά αφορά όλο και μεγαλύτερο αριθμό παιδιών στις τάξεις τους.

Αντιθέτως, οι ψηφιακές δεξιότητες και των πιο μικρών μαθητών –ήδη αυξημένες και πριν από την πανδημία– είναι πλέον «ασύλληπτες», όπως λέει δάσκαλος με μεγάλη εξοικείωση στις νέες τεχνολογίες, ενώ η προσήλωσή τους στην ψηφιακή εικόνα προσλαμβάνει διαστάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό, όπως τόνισαν όλοι όσοι μιλήσαμε μαζί τους, πως «αν θέλεις να καθηλώσεις τους μαθητές σου στην τάξη, το πετυχαίνεις αποκλειστικά και μόνο με ψηφιακές προβολές».

Με δυο λόγια, οι αυξημένες ώρες μπροστά σε μια οθόνη έχουν καταστεί πλέον έξη (και) για τους μαθητές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη των υπολοίπων δεξιοτήτων τους.

Οσο αφορά τη στάση των γονέων απέναντι στο Σχολείο και τη Γνώση, το σύνολο των δασκάλων που μας μίλησαν δηλώνουν ενίσχυση της τάσης απαξίωσης της μαθησιακής διαδικασίας εκ μέρους τους, γεγονός που «ενθαρρύνει τη μέτρια απόδοση» των μαθητών. Μετά το άνοιγμα το σχολείων, επισημαίνουν ότι στο ημερήσιο πρόγραμμα των παιδιών έχει προστεθεί μεγάλος αριθμός εξωσχολικών δραστηριοτήτων, συχνά χωρίς την παραμικρή οργάνωση και αξιολόγηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η προετοιμασία για την επόμενη μέρα, που απαιτεί το ελληνικό σχολείο, να περνά σε δεύτερη μοίρα για πολλές οικογένειες. «Ο,τι κάνει μόνος του ή στο Ολοήμερο», λένε πολλοί γονείς στους δασκάλους, θεωρώντας το ως κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο.

Τέλος, ως προς τη συμπεριφορά των μαθητών, οι δάσκαλοι παρατηρούν «αυξημένη επιθετικότητα και νεύρα, κυρίως στα διαλείμματα». Τα παιδιά παίζουν «εκτονωτικά», ενώ τα χτυπήματα και οι βωμολοχίες έχουν αυξηθεί δραματικά. Μάλιστα, όταν προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών φτάνουν στη διεύθυνση και οι γονείς καλούνται στο σχολείο, οι δάσκαλοι συναντούν όλο και πιο συχνά γονείς-νταήδες, έτοιμους να τσακωθούν μεταξύ τους ή με τους εκπαιδευτικούς.

Χαρακτηριστική ήταν η εν είδει κατακλείδας επισήμανση έμπειρης δασκάλας: «Αν με ρωτάτε γενικώς και ειδικώς τι διέλυσε η Covid, θα σας έλεγα με δυο λέξεις: τους κανόνες».

Η πανδημία σε Γυμνάσιο – Λύκειο

Ανάλογα με το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο – Λύκειο η πανδημία επιβάρυνε τρία γνωστά προβλήματα, που έχουν επισημανθεί και πριν απ’ αυτή ως βασικά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι φτάνουν στο Γυμνάσιο μαθητές με μεγάλα γνωστικά κενά. Το δεύτερο αφορά την αύξηση της βίας στα σχολεία, που εκδηλώνεται είτε με τη μορφή εκφοβισμού μαθητών από συμμαθητές τους είτε με τη μορφή βίαιων συγκρούσεων ομάδων εντός ή εκτός σχολείου, αλλά με σημείο αναφοράς το σχολείο. Το τρίτο συνδέεται με τη σταδιακή αποσάθρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δηλαδή, το γεγονός ότι πλέον δεν είναι καθόλου αυτονόητο το να κάνει απρόσκοπτα το μάθημά του ένας καθηγητής, ακόμα και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Οι έμμεσες ή και άμεσες προσβολές στους διδάσκοντες βρίσκονται στην ημερήσια διάσταση, η έκδηλη αδιαφορία και «πλάκα» αποτελεί καθημερινότητα και όσοι μαθητές επιθυμούν να παρακολουθήσουν μάθημα συχνά χαρακτηρίζονται από τους υπόλοιπους ως «σπασικλάκια».

Για τη μαθητική βία και την κατάσταση που επικρατεί συχνά στις τάξεις των Γυμνασίων-Λυκείων γράψαμε αναλυτικά σε περασμένα άρθρα, με αφορμή συνταρακτικά γεγονότα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Ιδιαίτερα όσον αφορά στη μαθητική βία, επισημάνθηκε ότι πλέον η ψηφιακή καταγραφή του bullying από τους θύτες με σκοπό τον εν συνεχεία διασυρμό του θύματος μέσω μέσων κοινωνικής δικτύωσης τείνει να προσλάβει διαστάσεις επιδημίας. Ενδεχομένως, η περαιτέρω εξοικείωση των μαθητών με τα ψηφιακά εργαλεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας να συνδέεται με το γεγονός.

Οσο για τα μαθησιακά ελλείμματα και συνεπώς τις γνωστικές επιδόσεις των μαθητών μας, επιβεβαιώθηκαν και από τα ευρήματα της «ελληνικής» PISA. Ασχέτως αν η αρχική ερμηνεία τους αναζήτησε τις αιτίες των χαμηλών (απογοητευτικών ορθότερα) επιδόσεων των μαθητών μας στην υπερβολική ύλη και απαιτήσεις του σχολείου μας. Αστεία πράγματα…

To μετά Covid ελληνικό σχολείο

Με δυο λόγια, σύμφωνα με τις εμπειρικές παρατηρήσεις των εκπαιδευτικών μας, η πανδημία μοιάζει να επιδείνωσε τα ήδη γνωστά προβλήματα του σχολείου μας. Οσο, όμως, οι επιπτώσεις της σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο δεν αντιμετωπίζονται σοβαρά και συντονισμένα από το υπουργείο Παιδείας, ξεκινώντας από την συστηματική-επιστημονική διερεύνηση της μορφής και της έκτασής τους και προχωρώντας στην ουσιαστική λήψη σειράς μέτρων, μοιάζει ως αναμενόμενη η περαιτέρω απαξίωση του Δημόσιου Σχολείου στις συνειδήσεις των ελλήνων γονέων.

Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι ένας τρόπος να «διαβάσει» κανείς την έκρηξη των αιτήσεων συμμετοχής στις εξετάσεις για τα Πρότυπα-Πειραματικά Σχολεία (περίπου ¼ μαθητές) είναι ότι οι γονείς δεν εκτιμούν πλέον πως το σχολείο της «γειτονιάς» αποτελεί ασφαλές περιβάλλον, όπου τα παιδία τους μπορούν να μάθουν όσα πρέπει. Ομοίως μπορεί να εκληφθεί και η αύξηση του αριθμού των οικογενειών της κατώτερης μεσαίας τάξης, που θυσιάζουν σημαντικό μέρος του ήδη περιορισμένου εισοδήματός τους, στέλνοντας τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, με την ελπίδα ότι εκεί οι συνθήκες θα είναι καλύτερες από ό,τι στη δημόσια εκπαίδευση.

Ολα όμως αυτά δεν μοιάζει να απασχολούν τόσο τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εκπαιδευτικών, που περί άλλα τυρβάζει σκιαμαχώντας με τη «light» αξιολόγηση που σχεδίασε και υλοποιεί ασθμαίνοντας το υπουργείο Παιδείας, όσο και την ίδια την πολιτική ηγεσία που θριαμβολογεί για τη επιτυχία του θεσμού των Προτύπων-Πειραματικών Σχολείων. Χωρίς να αναρωτιέται για το πού πηγαίνει το ελληνικό, δημόσιο σχολείο στο σύνολό του. Στην προαναφερόμενη Έκθεση η πανδημία, ως κρίση, θεωρείται ότι αποτελεί ευκαιρία για τη λήψη μέτρων και τη χάραξη πολιτικών που θα ενισχύσουν το σχολείο στο σύνολό του. Όμως, για μας η πανδημική κρίση μέχρι σήμερα μοιάζει να εξελίσσεται σε άλλη μια χαμένη ευκαιρία…

Η παγκόσμια διαταραχή στην εκπαίδευση που προκλήθηκε από την πανδημία της Covid-19 δεν έχει προηγούμενο και οι επιπτώσεις στη μάθηση είναι σοβαρές. Η κρίση σταμάτησε τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο, με το κλείσιμο των σχολείων να επηρεάζει περισσότερους από 1,6 δισ. μαθητές. Ενώ σχεδόν κάθε χώρα στον κόσμο προσέφερε ευκαιρίες εξ αποστάσεως μάθησης στους μαθητές, η ποιότητα και η εμβέλεια τέτοιων πρωτοβουλιών διέφεραν πολύ μεταξύ τους και ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, εν μέρει υποκατάστατα της διαπροσωπικής μάθησης.

Τώρα, 21 μήνες αργότερα, τα σχολεία παραμένουν κλειστά για εκατομμύρια παιδιά και νέους και εκατομμύρια άλλα κινδυνεύουν να μην επιστρέψουν ποτέ στην εκπαίδευση. Οι αποδείξεις των αρνητικών επιπτώσεων του κλεισίματος των σχολείων στη μάθηση των παιδιών προσφέρουν μια οδυνηρή πραγματικότητα: οι μαθησιακές απώλειες είναι σημαντικές, με τα πιο περιθωριοποιημένα παιδιά και νέους να επηρεάζονται συχνά δυσανάλογα.

Οι χώρες έχουν την ευκαιρία να επιταχύνουν την ανάκαμψη της μάθησης και να κάνουν τα σχολεία πιο αποτελεσματικά, δίκαια και ανθεκτικά, οικοδομώντας πάνω στις επενδύσεις που έγιναν και τα διδάγματα που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τώρα είναι η ώρα να περάσουμε από την κρίση στην ανάκαμψη – και πέρα από την ανάκαμψη, σε ανθεκτικά και μετασχηματιστικά εκπαιδευτικά συστήματα που προσφέρουν πραγματικά μάθηση και ευημερία για όλα τα παιδιά και τους νέους.

Οπότε, αν δεν ληφθούν σύντομα κατάλληλα μέτρα, αυτές προβλέπεται να επιδεινώσουν έτι περαιτέρω τις ήδη χαμηλές επιδόσεις των μαθητών μας, που εδώ και χρόνια διαπιστώνουν διεθνείς διαγωνισμοί.


* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας