Η πρώτη βροχή στο Σύνταγμα. Το φθινόπωρο ήρθε μια Παρασκευή μεσημέρι | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS
Απόψεις

Η πρώτη βροχούλα

Με την πρώτη βροχή σε αναστάτωνε ένα αλλόκοτο ανακατωμένο συναίσθημα: ήθελες και το καλοκαίρι που έφευγε και τον χειμώνα που ερχόταν. Στα παιδιά αυτό λέγεται βουλιμία. Οταν όμως αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν λέγεται μελαγχολία για τον χρόνο που φεύγει...
Δημήτρης Ευθυμάκης

Ηρθε Παρασκευή μεσημέρι. Δέκα λεπτά με χοντρές σταγόνες που χτυπούσαν με δύναμη την άσφαλτο, τα πεζοδρόμια και τα ελάχιστα ανοικτά χωράφια της γειτονιάς. Που έκανε τους οδηγούς να βλαστημήσουν για την γλίτσα, τις νοικοκυρές να ξεκρεμάσουν γρήγορα τις μπουγάδες πριν μαυρίσουν και μετεωρολόγους να πανηγυρίσουν που την πρόβλεψαν με ακρίβεια.

Όταν ήμασταν παιδιά, η πρώτη βροχή του φθινοπώρου μας έβγαζε έξω απ’ το σπίτι για να χοροπηδήσουμε όση ώρα κρατούσε, σαν Μοϊκανοί που έπαιρναν μέρος σε χορευτική τελετουργία. Μετά ξαναμπαίναμε μέσα μούσκεμα, αλλά παράξενα ευτυχισμένοι σαν να είχαμε πάρει το ετήσιο βάφτισμα μας. Κι οι μανάδες μας που με το παραμικρό μας άρπαζαν απ’ τα ριζάφτια, μας έβλεπαν βρεγμένους και λασπωμένους αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Χαμογελούσαν. Τότε που οι ανομβρίες, οι βροχές και οι εποχές είχαν νόημα για την ζωή της κάθε οικογένειας και κοινότητας, η πρώτη βροχή ήταν γιορτή.

Eφερνε μαζί της την φυσική δροσιά, αυτή την ευεργεσία του ουρανού που θα επέτρεπε επιτέλους στους ανθρώπους να κοιμηθούν τις νύχτες, να ξεκουραστούν. Ότι τις παλιές εκείνες εποχές των παιδικών μου χρόνων, οι άνθρωποι τα καλοκαίρια επί ολόκληρες βδομάδες βαριανάσαιναν ξάγρυπνοι και μουσκεμένοι στα κρεβάτια τους, μέσα στα χαμηλά χωριάτικα σπίτια τους που έμοιαζαν με πυρωμένα κλουβιά. Μόνο ο ερχομός του φθινοπώρου ξεκούραζε εκείνες τις παλιές ταλαιπωρημένες υπάρξεις, που όταν έβλεπαν τουρίστες ξαπλωμένους στον καυτό ήλιο του Ιούλη τους θεωρούσαν θεοπάλαβους.

Η πρώτη βροχή έφερνε μαζί της την ευωδιά. Ήταν η ευωδιά της γης που αναδυόταν μια και μοναδική φορά κάθε τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες, στα πρωτοβρόχια, γι αυτό ήταν και πολύτιμη. Πως αλήθεια να περιγράψει κανείς την μυρωδιά που έφερνε μαζί της η πρώτη βροχή; Που διαπερνούσε τοίχους, πόρτες και παράθυρα, για να βγάλει έξω απ’ το σπίτι ακόμα και κείνους που δεν είχαν ακούσει τις στάλες που έπεφταν. Μια κατάξερη γη, τσουρουφλισμένη από τους ήλιους του καλοκαιριού και τους λίβες που την σάρωναν για μήνες, έβγαζε όλη την χαρά της για το ουράνιο δώρο, μετουσιωμένη σε μια βαριά γεμάτη υποσχέσεις ευωδιά, που από τα ρουθούνια δεν πήγαινε στο κέντρο των αισθήσεων του εγκεφάλου των ανθρώπων, αλλά κατ’ ευθείαν στην καρδιά τους.

Η πρώτη βροχή έφερνε μαζί της και τους αναστεναγμούς. Τα κλαδιά και τα φύλλα απ’ τα πανύψηλα δέντρα, αναστέναζαν γεμάτα ανακούφιση στο πρώτο τους μπάνιο μετά από μήνες. Και τα χαμόδεντρα αναστέναζαν χαρούμενα, και οι θάμνοι οι ημιθανείς από την δίψα, και τα χαμηλά χορτάρια που μόλις κρατούσαν μια ικμάδα ελάχιστης ζωούλας βαθιά μέσα τους. Και τα εκατομμύρια σπόροι που καρτερικά περίμεναν μέσα στο χώμα το ραντεβού τους με το νερό, αναστέναζαν κι αυτοί. Κι ετοιμάζονταν ν’ απελευθερώσουν όσο μέλλον κρατούσαν μέσα τους. Η φύση όλη αναστέναζε, γιατί ξανάβρισκε την ζωή.

Και δίπλα στους αναστεναγμούς έρχονταν τα σουρσίματα. Χρειαζόταν εξασκημένο αυτί για να τ’ ακούσει κανείς, όμως γύρω μας υπήρχε ένα πάρτι από ανεπαίσθητους θορύβους. Ρίζες που έψαχναν στα κατάβαθα των πετρωμάτων για κάποια υποψία υγρασίας και τώρα έπαιρναν την αντίστροφη φορά προς τα πάνω, εκεί που το νερό έκανε θόρυβο. Σαύρες και μικρά φιδάκια αφυδατωμένα από την πολύμηνη ξεραΐλα, που αναδεύονταν ευτυχισμένα κάτω απ’ το παχύ στρώμα των ξερών φύλλων. Ποντίκια που έβγαζαν προσεκτικά τα μουσούδια από τις τρύπες τους για να δουν την αλλαγή της φύσης και εκατομμύρια σαλιγκάρια που η υγρασία ξυπνούσε σιγά-σιγά και όλα μαζί κινούσαν για την επιφάνεια. Είχε έρθει ο καιρός της αναπαραγωγής τους.

Η πρώτη βροχή μας αναστάτωνε κι εμάς, τα μικρά –τότε– αγροτόπαιδα των ολιγάνθρωπων κοινοτήτων του Nότου. Βλέπαμε τον πατέρα μας να κουβεντιάζει με τον γείτονα, υπολογίζοντας σε πόσο καιρό μετά την πρώτη βροχή θα ‘ναι καλό να σπείρει. Και τη μάνα μας να μετρά στα δάκτυλα του ενός χεριού της τα βαριά ρούχα που είχε διαθέσιμα η οικογένεια για να βγάλει τον χειμώνα που μόλις μας είχε χτυπήσει την πόρτα. Μα πιο πολύ μας αναστάτωνε ένα αλλόκοτο ανακατωμένο συναίσθημα. Θέλαμε και το καλοκαίρι που έφευγε και τον χειμώνα που ερχόταν. Στα παιδιά αυτό λέγεται βουλιμία, όταν μεγαλώνουν λέγεται μελαγχολία για τον χρόνο που φεύγει. Θλίψη για τα σβηστά κεριά που πληθαίνουν πίσω μας, όπως έγραφε και κάποιος παλιός Αλεξανδρινός.